Live τώρα    
16°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Ελαφρές νεφώσεις
16 °C
13.4°C16.8°C
2 BF 63%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αίθριος καιρός
13 °C
11.2°C14.0°C
1 BF 72%
ΠΑΤΡΑ
Αραιές νεφώσεις
14 °C
11.5°C13.8°C
2 BF 72%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
14 °C
12.2°C15.2°C
2 BF 74%
ΛΑΡΙΣΑ
Ελαφρές νεφώσεις
10 °C
10.2°C10.2°C
1 BF 74%
Το "πουλί" του τζαζ Παραδείσου ζει αιώνια
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Το "πουλί" του τζαζ Παραδείσου ζει αιώνια

Απαράμιλλη δημιουργικότητα και αυτοκαταστροφικές υπερβάσεις τον χαρακτήριζαν σε όλη τη ζωή του. Ο Charlie Parker (29 Αυγούστου 1920 - 12 Μαρτίου 1955) γεννήθηκε στο Κάνσας, την πατρίδα των blues, πηγή της έμπνευσής του, και μεγάλωσε χωρίς καμία στοργή και θαλπωρή από την οικογένειά του.

Άρχισε να παίζει σαξόφωνο στα 11 του χρόνια, πρώτα βαρύτονο και μετά άλτο. Από τα 15 έπαιζε επαγγελματικά για να συντηρήσει τον εαυτό του. Η εντυπωσιακή του τεχνική, ο συχνά φρενήρης ρυθμός στο παίξιμό του τον έκαναν να ξεχωρίζει.  Έπαιζε σε διπλό και μερικές φορές τριπλό τέμπο, τονίζοντας τις πιο απρόσμενες νότες.

«Chasin’ the Bird»

Για να τιμήσουν τα 100 χρόνια από τη γέννησή του, το Charlie Parker Estate και ο εκδοτικός οίκος Z2 Comics θα κυκλοφορήσουν τον φετινό Σεπτέμβριο το graphic novel «Chasin’ the Bird» μαζί με μια ιστορική ηχογράφηση από την περίοδο του Parker στο L.A.

Ένα χρονικό της ζωής του Charlie Parker στο Los Angeles, την εποχή που το «πουλί» έφερνε τους φρέσκους τότε ήχους του bebop, από την Ανατολική Ακτή στη Δυτική, στο West Coast, όπου στα μέσα της δεκαετίας του 1940 έπαιξε για δύο μήνες με τον Dizzy Gillespie στο κλαμπ «Billy Berg's» του Hollywood.

Ο Bird μαζί με τον Dizzy «βαφτίστηκαν» από τον ιστορικό της τζαζ Joachim Berendt «Διόσκουροι του bebop». Δίπλα τους μεγάλωσαν και τράνεψαν μουσικά μορφές όπως ο Miles Davis, που ηχογράφησε μυθικές συνθέσεις σαν το «Night In Tunisia».

Το «Chasin’ the Bird», τίτλος της περίφημης σύνθεσης του Bird, έγραψε και σκιτσάρισε ο Dave Chisholm, ενώ χρώμα έβαλε ο Peter Markowski, διευθυντής της DreamWorks Animation. «Έζησα τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της ζωής μου όταν έδωσα σχήμα και μορφή σ’ αυτό το βιβλίο, που κατέληξε να γίνει ένα απίστευτα προσωπικό και όλο νόημα έργο» δήλωσε ο δημιουργός του. «Είμαι παραπάνω από ενθουσιασμένος να το μοιραστώ με τον κόσμο κι έτσι να βοηθήσω να διαδοθεί ακόμα πιο πολύ η θαυμάσια μουσική του Charlie Parker».

Η ζωή του

Ήταν γιος του Τσαρλς Πάρκερ και της  Άντι Μπέιλι. Ο πατέρας του ήταν σερβιτόρος σε ξενοδοχεία και τρένα. Κατά τα δέκα πρώτα χρόνια της ζωής του, ο μικρός Charlie δεν έδειξε να διαθέτει κάποια ιδιαίτερη κλίση στη μουσική. Ξεκίνησε να μαθαίνει σαξόφωνο σε ηλικία 11 ετών, ενώ αργότερα έπαιξε με τη σχολική μπάντα, πριν αφήσει το σχολείο το 1935. Σύντομα εξελίχθηκε σε έναν επιδέξιο σαξοφωνίστα και επαγγελματία μουσικό.  Έπεσε όμως θύμα της επιδημίας των ναρκωτικών που εκείνη την εποχή είχε γίνει μάστιγα στις μαύρες γειτονιές.  Άρχισε να παίρνει ηρωίνη όταν ήταν 15 και ήταν εξαρτημένος για την υπόλοιπη ζωή του, με διαλείμματα απεξάρτησης που δεν διαρκούσαν πολύ.

Μέχρι το 1939 έπαιζε σε τοπικά τζαζ συγκροτήματα διαμορφώνοντας το προσωπικό του ύφος. Το 1940 έγινε μέλος της ορχήστρας του πιανίστα Jay McShann, με την οποία περιόδευσε για πρώτη φορά σε νυχτερινά μουσικά κέντρα στις νοτιοδυτικές πολιτείες και συμμετείχε στην πρώτη του ηχογράφηση. Μαζί με τα άλλα μέλη τής μπάντας του MacShann εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη, επίκεντρο της τζαζ ζωής τής εποχής, παίζοντας σε μικρά περιθωριακά τζαζ κλαμπ, γιορτές και γάμους.

Η «επανάσταση» του bebop

Το 1942 γίνεται μέλος της ορχήστρας του παλιού συνεργάτη του Louis Armstong πιανίστα Earl Hines. Στο διάστημα αυτό συνεργάζεται με τον Dizzy Gillespie. Μαζί αρχίζουν να δημιουργούν τη «νέα μουσική» που ονομάστηκε bebop. Ο Πάρκερ εισήγαγε τη φρασεολογία και την τεχνοτροπία της, ενώ ο Dizzy την κωδικοποίησε και αποκάλυψε στον κόσμο, στα μεγάλα ακροατήρια, τις δυνατότητές της.

Η πρώτη ηχογράφηση του Bird που εισήγαγε το νέο αυτό μουσικό είδος σε ένα ευρύτερο ακροατήριο έγινε τον Σεπτέμβριο του 1944, ενώ, γνωστός πια στην ντόπια πιάτσα της τζαζ, έναν χρόνο μετά ηγείται της πρώτης προσωπικής του ορχήστρας, καθώς συνάμα συνεργάζεται με τον Dizzy Gillespie σε άλλα σχήματα. Μαζί για έξι εβδομάδες έπαιξαν σε κλαμπ του Hollywood, ενώ συνέχισε να εμφανίζεται στα κέντρα του L.A. μέχρι το 1946 που κατέρρευσε και οδηγήθηκε στο δημόσιο ψυχιατρείο του Camarillo.

Είχαν προηγηθεί πολλά δείγματα ασυνέπειας στις προγραμματισμένες εμφανίσεις του και δυσκολία στο παίξιμό του. Χρειάστηκε να νοσηλευτεί για έξι μήνες λόγω της νευρικής κατάρρευσης και του σοβαρού εθισμού του στην ηρωίνη και στο αλκοόλ. Οι υπερβάσεις του είχαν στόχο «να αποφύγει τον τρόμο της νηφάλιας πραγματικότητας», διαπίστωνε χρόνια μετά τον θάνατό του ο Βρετανός πιανίστας, παραγωγός, δημοσιογράφος και συγγραφέας Leonard Feather.

Στη Νέα Υόρκη επέστρεψε τον Απρίλιο του 1947. Η επόμενη περίοδος υπήρξε ιδιαίτερα δημιουργική. Η φήμη του έχει εξαπλωθεί και κάθε μουσικός της τζαζ επιθυμούσε να παίξει μαζί του. Μαζί με τους Miles Davis, Duke Jordan και Max Roach σχημάτισε το κουιντέτο του, με το οποίο ηχογράφησε κάποιες από τις πιο δημοφιλείς συνθέσεις του. Ανάμεσά τους και το αυτοσαρκαστικό «Relaxin’ at Camarillo». Στο τέλος της δεκαετίας του ’40 θα γνωρίσει μια πρόσκαιρη επιτυχία. Θα ταξιδέψει στην Ευρώπη, θα κάνει μια περιοδεία στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά τα προβλήματα δεν θα τον αφήσουν ποτέ.

«Δεν νομίζω ότι ο Charlie Parker είχε συνείδηση των αλλαγών που επέφερε στην τζαζ. Κι όμως, ήταν αυτός που καθοδηγούσε όλους τους άλλους» είπε γι’ αυτόν ο σπουδαίος ντράμερ της τζαζ Kenny Clarke.

Στην τελευταία περίοδό του συνδύαζε τρεις διαφορετικούς ρόλους. Ενός μουσικού της τζαζ, ενός αγαπημένου μεσοαστού συζύγου και πατέρα και ενός πρεζονιού. Τον Μάρτιο του 1954 έπαιζε στο Oasis Club του Hollywood όταν έμαθε από τηλεγράφημα της γυναίκας του ότι πέθανε η αγαπημένη μικρή του κόρη, που έπασχε από κυστική ίνωση.

Ο θάνατος της κόρης του και η κατάρρευση

Ο θάνατος της μικρής τσάκισε τον Parker. Προσπάθησε να αυτοκτονήσει πίνοντας ιώδιο.  Έπεσε σε κατάθλιψη λέγοντας τον εαυτό του «το πιο φημισμένο πρεζόνι στον κόσμο». Ζητούσε από φίλους του σαν τον Dizzy Gillespie να τον «σώσουν».

Κοντά στο τέλος της ζωής του, σε κακή οικονομική κατάσταση και με προβλήματα υγείας εξαιτίας των ναρκωτικών, θέλησε να αυτοκτονήσει δύο φορές, ενώ μπαινόβγαινε στο ψυχιατρικό νοσοκομείο Bellevue της Νέας Υόρκης. Η τελευταία δημόσια εμφάνισή του έγινε στις 5 Μαρτίου του 1955 στο κλαμπ «Birdland», που άνοιξε στη Νέα Υόρκη τον Δεκέμβριο του 1949, αφιερώθηκε στο bebop και ονομάστηκε προς τιμήν του, από το παρατσούκλι του, «Bird». Πέθανε επτά ημέρες αργότερα, στο Μανχάταν.

Το σαββατόβραδο της 12ης Μαρτίου του 1955 έγειρε και έσβησε καθώς παρακολουθούσε το πρόγραμμα του Jimmy Dorsey στην τηλεόραση. Ο ιατροδικαστής που τον εξέτασε υπολόγισε την ηλικία του στα 55-60 χρόνια. Κι όμως, ήταν μόλις 34 ετών. Το ίδιο βράδυ εμφανίστηκε στους τοίχους της Νέας Υόρκης και του Kansas City η φράση «Bird lives»!

Ο πρόωρος θάνατός του έγινε έμπνευση για καλλιτέχνες όπως ο Klint Eastwood, που το 1988 γύρισε σε ταινία τη ζωή του με τίτλο «Bird».

Ο Thelonious Monk έλεγε ότι όλοι αισθάνονταν τη δημιουργική και παραγωγική ιδιοφυΐα του. Ο θαυμασμός των άλλων μουσικών γι’ αυτόν δεν περιοριζόταν στις μουσικές του ικανότητες. «Ήταν μια μεγαλοφυΐα. Μπορούσε να συζητήσει για κάθε θέμα: πυρηνική φυσική, ακόμα και για την κβαντομηχανική.  Ήταν ένας βέρος διανοούμενος. Ο αγαπημένος του συνθέτης ήταν ο Στραβίνσκι και αγαπημένο του κομμάτι ‘Η ιεροτελεστία της άνοιξης’» θυμόταν ο βοκαλίστας Jon Hendricks. Πάνω από όλα όμως ο Bird αγαπούσε την ποίηση του Πέρση Ομάρ Καγιάμ. Η ωριμότητά του ήταν δυσανάλογη με την ηλικία του.

Μετά τον Louis Armstrong, o Parker ήταν αυτός που προκάλεσε μια ολοκληρωτική μετατόπιση της αισθητικής της τζαζ σπρώχνοντας τη μουσική μπροστά και ωθώντας τους άλλους συνάδελφούς του να τον ακολουθήσουν.  Όχι άδικα, ο Miles Davis συνόψισε την Ιστορία της τζαζ σε μόνο τέσσερις λέξεις: «Louis Armstong, Charlie Parker».

«Ο κυνηγός»

«Μετά το πέρασμα του Τζόνιαπό το άλτο σαξόφωνο, δεν μπορείς να ακούς τους προηγούμενους μουσικούς και να πιστεύεις πως είναι non plus ultra... Ο Τζόνι πέρασε από την τζαζ σαν ένα χέρι που κάνει τη σελίδα να γυρίσει και τελείωσε» έγραφε στη νουβέλα «Ο κυνηγός» ο Αργεντίνος συγγραφέας Χούλιο Κορτάσαρ. Η νουβέλα εκδόθηκε για πρώτη φορά στα ελληνικά το 1988 από την Απόπειρα, σε μετάφραση της ποιήτριας Μάγιας - Μαρίας Ρούσσου και επανεκδόθηκε πρόσφατα.

Με το όνομα Τζόνι (Κάρτερ), ο Κορτάσαρ φωτογραφίζει τον Charlie Parker. Το βιβλίο γράφτηκε το 1959, τέσσερα χρόνια μετά τον πρόωρο θάνατό του. «Στο σύντομο αυτό διάστημα ο Parker πέρασε σαν σίφουνας από το κοσμοδρόμιο της τζαζ, γύρισε για πάντα τη σελίδα της και ξαναχάραξε με εμφατικό τρόπο την ιστορία της, χωρίζοντάς τη στην προ και μετά το bebop εποχή» (Θαν. Μήνας).

Η νουβέλα τοποθετείται στο Παρίσι στα μέσα της δεκαετίας του ’50, λίγο πριν από τον πρόωρο θάνατο του Parker, τον Μάρτιο του 1955.  Όπως και ο εμβληματικός σαξοφωνίστας, ο Τζόνι βρίσκεται στα όριά του. Σε ένα μεταίχμιο ασύλληπτης δημιουργικής εγρήγορσης και καταφανούς σωματικής και ψυχολογικής κατάρρευσης. Ο Τζόνι τρέχει πια πιο γρήγορα από την ίδια του τη μουσική, «την αφήνει να τρέχει και ο ίδιος βρίσκεται στην άλλη όχθη» γράφει ο Κορτάσαρ.

Παρακολουθούμε την αγωνία του σαξοφωνίστα «που αναζητά διέξοδο μέσα σ’ αυτόν τον αυτοσχεδιασμό, τον γεμάτο ξεσπάσματα, ερωτήματα, νεύματα απεγνωσμένα». Την ιστορία του Τζόι αφηγείται ο φίλος του μουσικοκριτικός της τζαζ και alter ego του Κορτάσαρ, που γίνεται κι αυτός με τον τρόπο του ένας κυνηγός αναζητώντας συμπληρωματικά στοιχεία για τη βιογραφία τού σαξοφωνίστα, πολύτιμες ψηφίδες για την ολοκλήρωση ενός έργου που, ενώ έχει συντελεστεί, παραμένει συγχρόνως ένα έργο ζωής εν εξελίξει.

Στηρίξτε την έγκυρη και μαχητική ενημέρωση. Στηρίξτε την Αυγή. Μπείτε στο syndromes.avgi.gr και αποκτήστε ηλεκτρονική συνδρομή στο 50% της τιμής.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL