Σχεδόν πενήντα χρόνια από το κινηματογραφικό αριστούργημα του Πιερ Πάολο Παζολίνι «Σαλό, 120 ημέρες στα Σόδομα», που σε πολλές χώρες παραμένει ακόμα απαγορευμένο, ο Άρης Μπινιάρης το αρπάζει στα σκηνοθετικά του χέρια και το ζωντανεύει στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής δημιουργώντας ίσως την πιο σοκαριστική, αφυπνιστική και τρομακτικά επίκαιρη θεατρική εμπειρία των τελευταίων χρόνων.
Βασισμένη στο ημιτελές μυθιστόρημα «Οι 120 μέρες των Σοδόμων» του μαρκησίου Ντε Σαντ, όπως και η ταινία του Παζολίνι, η παράσταση μας μεταφέρει στη φανταστική Δημοκρατία του Σαλό, όπου μανιασμένοι φασίστες αναλαμβάνουν τη διαπαιδαγώγηση εννέα κοριτσιών και εννέα αγοριών υποβάλλοντάς τα σε κατ’ εξακολούθηση σωματικά, σεξουαλικά και ψυχικά βασανιστήρια, με τον Παζολίνι και τον συνσεναριογράφο του Σέρτζο Τσίτι να καταθέτουν τελικά συμβολικά, σκληρά, κυνικά και υποδόρια ένα κινηματογραφικό σχόλιο για τον φασισμό και τον ολοκληρωτισμό.
Στη θεατρική μεταφορά του έργου, σε έναν απομονωμένο και καλά προστατευμένο χώρο, εύστοχα τρεις άντρες, ο Δούκας, ο Εξοχότατος και ο Υψηλότατος, συγκεντρώνουν αγόρια και κορίτσια που υποβάλλονται σε ακραία σωματικά και ψυχικά βασανιστήρια.
Στην παράσταση που χτίζει ο Άρης Μπινιάρης, εξονυχιστικός συνοδοιπόρος του κινηματογραφικού κόσμου του Παζολίνι, ζωντανεύει τον Κύκλο της Μανίας, τον Κύκλο των Κοπράνων και τον Κύκλο του Αίματος, αρνούμενος κατηγορηματικά να θυσιάσει οποιαδήποτε σκηνή για χάρη του ζωντανού θεατρικού κόσμου, που πολλαπλασιάζει τη σοκαριστική και τρομακτική θέαση και πρόσληψη των σκηνών τις οποίες η διαμεσολάβηση του φακού καμιά φορά μαλακώνει με τη δεδομένη απόσταση μεταξύ θεατών και κινηματογραφικού σύμπαντος.
Εδώ, μέσα σε ένα ολοζώντανο θεατρικό σύμπαν, μπροστά στα μάτια μας και με ένα αυτοκόλλητο με την είσοδό μας στο θέατρο να σφραγίζει ερμητικά τις κάμερες των κινητών τηλεφώνων, προϊδεάζοντάς μας για την ωμότητα των σκηνών που θα παρακολουθήσουμε, απομονωνόμαστε για 75 ολόκληρα λεπτά στον κόσμο του Σαλό, που είναι φρικιαστικός, ακραίος και επώδυνος για κάθε αίσθηση.
Και ο Άρης Μπινιάρης πετυχαίνοντας το σχεδόν θεωρητικώς αδύνατο: Να μεταφέρει στο θέατρο ένα ακραίο κινηματογραφικό δημιούργημα, καταφέρνοντας όχι μόνο να μην αφήσει τίποτα απέξω αλλά και να νοηματοδοτήσει χειρουργικά τη σημασία και τη σπουδαιότητα αυτής της θεατρικής μεταφοράς έτσι, τώρα και εδώ, σε μια Ελλάδα του 2024, που σε κάθε ευαίσθητη στιγμή της ξεπηδούν ολοκληρωτικές, συντηρητικές και φασιστικές νοοτροπίες ανεξέλεγκτα και από παντού, γεγονός που σχεδόν προστάζει για ένα τέτοιο θεατρικό αφυπνιστικό σοκ στην πόλη.
Την ακραία και ωμή σκηνοθεσία, που κατακλύζεται ευρηματικά από στιλιζαρισμένες σκηνές και τερατογενείς περσόνες στα όρια της θεατρικής γης και του γκροτέσκο, πλαισιώνει επιβλητικά το μουσικό σύμπαν του συνθέτη Τζεφ Βάγκερ, που κατανόησε σε βάθος τον κόσμο του Άρη Μπινιάρη, υπογράμμισε και ανέδειξε το περιεχόμενο της κάθε σκηνής αυτού του δυστοπικού θεατρικού κόσμου, με σκοτεινές μουσικές πινελιές να ενισχύουν τη δράση και να χτυπούν κατευθείαν τους ευαίσθητους νευρώνες των θεατών.
Το σκηνικό της Μικαέλας Λιακατά είναι ένα σπάνιο αισθητικό κομψοτέχνημα, έχοντας αφήσει τη σκηνοθεσία να της υποδείξει τις ανάγκες της την ώρα που ταυτόχρονα είναι και σαν το ίδιο το σκηνικό να ήταν σε θέση να φιλοξενήσει και να γεννήσει ολόκληρες σκηνές από μόνο του, χωρίς τίποτα να περισσεύει. Κι εκεί, μέσα σ’ αυτό το πανέξυπνο και ευρηματικό σύμπαν, σαν κομμάτι από θεατρικό παζλ συμπλήρωσαν αυτή τη θεατρική στιγμή τα κοστούμια της Ηλένιας Δουλαδίρη, που με τον τρόπο τους και τις υφασμάτινες σκόρπιες λεπτομέρειες στα σώματα επέμειναν σ’ αυτόν τον εύστοχο και βίαιο σκηνοθετικό συμβολισμό, δίνοντας ανάσες και χώρο στην κίνηση που επιμελήθηκε δεξιοτεχνικά ο Αλέξανδρος Βαρδαξόγλου μέσα στον φωτιστικό εικαστικό στροβιλισμό του Βαγγέλη Μούντριχα.
Το θεατρικό αυτό εγχείρημα φυσικά ήταν ακραία απαιτητικό σε υποκριτικό επίπεδο, ζητώντας από τους ηθοποιούς του θιάσου να υπερβούν τα σκηνικά όρια που έχουμε συνηθίσει και να αφήσουν τους εαυτούς τους στη σκηνοθετική μανία αυτού του εγχειρήματος, με σώματα γυμνά, που «εργαλειοποιούνται» μέσα στους τρεις αυτούς κύκλους προκειμένου να αποδώσουν με βιαιότητα το περιεχόμενο αυτής της θεατρικής εμπειρίας που δεν χωράει στη λέξη «παράσταση».
Ενας θίασος γεμάτος σώματα με σημασία, που σπάνε τα σύνορα μεταξύ θεατών και σκηνής, παίζουν με τις αισθήσεις μας, σπάνε τις αντιστάσεις μας και μας αφήνουν έρμαια στη δίνη της Δημοκρατίας του Σαλό προκαλώντας αφυπνιστικές ταυτίσεις με τις σωματικές και ψυχικές κακοποιήσεις που γεννιούνται μπροστά μας χωρίς να μας επιτρέπουν να κλείσουμε μάτια και αυτιά σε οποιαδήποτε στιγμή.
Η παράσταση αυτή υποδεικνύει ευτυχώς τις επικαιροποιημένες δυνατότητες της θεατρικής πράξης, αφήνει στο σύνολο των ηθοποιών μια ιστορική θεατρική παρακαταθήκη εκτός των συμβατικών και συνηθισμένων υποκριτικών ορίων, τραντάζει συθέμελα τη Λυρική Σκηνή και δίνει τη σπάνια δυνατότητα σε εμάς τους θεατές να απαγορέψουμε τη λήθη και να μην επιστρέψουμε ασφαλείς στα κρεβάτια μας, αφού στην πραγματικότητα δεν είμαστε.