Η Βασιλική Διαλυνά από τη μία πρωταγωνιστεί στην παιδική παράσταση «Είμαστε πάτσι» με τη Συντεχνία του Γέλιου, την ομάδα που έδωσε πιο τολμηρό περιεχόμενο στο παιδικό θέατρο, σε σκηνοθεσία Βασίλη Κουκαλάνι, στο Σύγχρονο Θέατρο, και από την άλλη τη συναντάμε για δεύτερη χρονιά στη μεγάλη θεατρική και διαρκώς sold out επιτυχία, στον «Κωλόκαιρο», που έχει γίνει το απόλυτο talk of the town. Με αφορμή τις δύο αυτές παραστάσεις, τη συναντήσαμε και μιλήσαμε για όλα.
Στην παράσταση «Είμαστε πάτσι» από τη Συντεχνία του Γέλιου υποδύεστε μια μητέρα μονογονέα, εργαζόμενη, που μεγαλώνει τα παιδιά της χωρίς βοήθεια. Ποια είναι τα κοινωνικά στερεότυπα για τη γυναίκα και τον ρόλο της μέσα στην οικογένεια τα οποία έρχεται να καταρρίψει αυτή η παράσταση;
Μπορούμε να απαριθμήσουμε πάμπολλες στερεοτυπικές συμπεριφορές σε ό,τι αφορά τον ρόλο της γυναίκας μέσα στην οικογένεια. Η λίστα είναι μεγάλη. Εκείνο, όμως, που περικλείει την ουσία όλων αυτών των ιδεών είναι η πεποίθηση πως η γυναίκα είναι υπεύθυνη για το νοικοκυριό και το μεγάλωμα των παιδιών. Φυσικά, αυτό είναι αναπόφευκτο όταν μια γυναίκα είναι το μοναδικό ενήλικο μέλος μιας οικογένειας. Υπάρχει, όμως, τρόπος να «ανασάνει» αυτή η αντίληψη και να επαναλειτουργήσει υπό τις νέες συνθήκες; Στην παράστασή μας και τα τρία μέλη αυτής της μονογονεϊκής οικογένειας είναι ίσα. Μοιράζονται τις ευθύνες που τους αναλογούν σύμφωνα με την ηλικία τους και το κοινωνικό τους status. Τα παιδιά έχουν δικαίωμα στο παιχνίδι, άλλο τόσο έχουν το δικαίωμα να εξελιχθούν μέσω της μάθησης και της εκπαίδευσης, και αυτό δεν αφορά μόνο τις σχολικές τους ευθύνες. Έχουν δικαίωμα εξίσου να αναλάβουν την ευθύνη της ομαλής λειτουργίας του νοικοκυριού και της αρμονικής συμβίωσης. Αντίστοιχα η γυναίκα-μητέρα δεν οφείλει να είναι «δούλα και κυρά» για τα παιδιά της, μα ούτε και να «χηρέψει για χάρη τους». Είναι μια σύγχρονη εργαζόμενη μητέρα, κοινωνικό και κοινωνικοποιημένο ον, και υπάρχει ζωή για εκείνη και εκτός του πυρήνα της οικογένειάς της.
Το «Είμαστε πάτσι» κάνει φύλλο και φτερά τα έμφυλα στερεότυπα, την πατριαρχία και τις διακρίσεις. Αυτό το μήνυμα θεωρείτε ότι περνάει τελικά στα παιδιά μικρής ηλικίας; Το θέατρο για παιδιά έχει αυτή τη δύναμη να διαμορφώνει συνειδήσεις;
Αν περνάει! Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο άμεσα αντιδρούν τα παιδιά στην αδικία. Γιατί τι άλλο είναι, εκτός από άδικο, η διάκριση απέναντι στην ηλικία τους, στο φύλο τους, ακόμα και στο παιχνίδι τους!
Το θέατρο μπορεί και οφείλει να αποτελεί και πολιτική πράξη, εκτός από μια απλή ψυχαγωγική εμπειρία. Το θέατρο που κάνει η Συντεχνία του Γέλιου είναι πολιτικό, χειραφετημένο, αντιαυταρχικό θέατρο για παιδιά και νέους. Θίγει τα κακώς κείμενα των εκάστοτε εξουσιαστών και εξουσίας σε όποια μορφή και κατηγορία εμπίπτουν, συγκρούεται με τα ταμπού, δεν κάνει κήρυγμα, αλλά διδάσκει, εμψυχώνει, διαπαιδαγωγεί και με χιούμορ και πολύ παιχνίδι θέτει ερωτήματα προς προβληματισμό. Ε, λοιπόν, διαμορφώνει συνειδήσεις!
Παράλληλα παίζετε στον «Κωλόκαιρο», που ανεβαίνει για δεύτερη χρονιά με μεγάλη επιτυχία. Πώς διαγράφεται εκεί ο ρόλος της συζύγου και με ποιες προκλήσεις έρχεται αντιμέτωπη η ηρωίδα σας;
Η Μαρία του «Κωλόκαιρου» θα μπορούσε να πει κανείς με μια πρώτη ανάγνωση πως κουβαλάει όλα εκείνα τα τυπικά χαρακτηριστικά μιας καθημερινής γυναίκας προερχόμενης από τα εργατικά-λαϊκά στρώματα, που έχει υποστεί τη στερεοτυπική, κοινωνική ανατροφή της γυναίκας, υποτελούς στο πατριαρχικό, κοινωνικό πρότυπο. Η γυναίκα, και κατ’ επέκταση σύζυγος, Μαρία έχει μάθει να υπομένει. Να υπομένει τη διάκριση, την ιεραρχία, την εξουσία και εντέλει τον ρόλο της που τη θέλει ανίσχυρη κοινωνικά, αλλά κραταιή ως ηθικό στήριγμα στον ευρύτερο οικογενειακό ιστό. Μέχρι που κάποτε έρχεται η στιγμή που ο ίδιος της ο άντρας καταρρίπτει το θέσφατο των ρόλων, και άρα ίσως των ευθυνών, των δικαιωμάτων, της ελεύθερης βούλησης; Υπάρχει ελεύθερη βούληση όταν σε δεσμεύει ο ρόλος που σου έχουν ορίσει;
Από την άλλη, ο άνθρωπος Μαρία καλείται να αντιμετωπίσει μια πρωτόγνωρη κατάσταση ως προς τη θέση του κοινωνικού της περιβάλλοντος και τον ρόλο της μέσα σε αυτό, και αφήνει στην άκρη, ίσως για πρώτη φορά στη ζωή της, κάθε δεύτερη σκέψη, κάθε εμπόδιο που θα την αποτρέψει από το να συνεχίσει να αγαπάει γερά και αληθινά την ουσία της ζωής.
Με αφορμή τη μεγάλη επιτυχία του «Κωλόκαιρου», πιστεύετε τελικά πως το θέατρο μπορεί να είναι ένας τρόπος για να προβληματιστεί ο θεατής πάνω σε καίρια ζητήματα της κοινωνίας;
Ακράδαντα. Και να προβληματιστεί και να αντιμετωπίσει κατάματα την αλήθεια της. Στην παράσταση κάποια στιγμή ο Σοφοκλής ντύνεται τα «κανονικά» του ρούχα, τα ρούχα, δηλαδή, που του έχει επιβάλει ο ρόλος του ως άντρας. Τη στιγμή, λοιπόν, εκείνη είναι που φαίνεται πως όλα έχουν επανέλθει σε μια, ας πούμε, κανονικότητα. Και είναι η στιγμή που και οι θεατές έχουν πιάσει και πάλι όλο τον χώρο στην καρέκλα τους και αποδεσμευμένοι από το ξεβόλεμα που έχει προηγηθεί μπορούν να παρακολουθήσουν τη συνέχεια του «τραγελαφικού» γεγονότος και ίσως έτοιμοι πια να βγάλουν ετυμηγορία. Είναι έτσι όμως; Ως πού και ως πόσο κρατάει η καταπίεση του ατόμου; Μέχρι ποιο σημείο μας αφορά η προσωπική τραγωδία του άλλου; Έχουμε ευθύνη γι’ αυτό που συμβαίνει στον απέναντί μας; Πόσο εύκολα κρίνουμε κάτι που δεν μας αφορά άμεσα και τελικά πώς είμαστε τόσο σίγουροι πως δεν μας αφορά έστω και στο ελάχιστο κύτταρο της ύλης μας, πνευματικής είτε σωματικής; Ποιο είναι εκείνο το όριο όπου η προσωπική βολή του διπλανού ξεβολεύει τη δικιά μας; Όλα αυτά και ένα σωρό άλλα είναι ερωτήματα που γεννιούνται μέσα από και τις παραστατικές τέχνες και η παράστασή μας είναι μια σπουδαία, κατά τη γνώμη μου, αφορμή για προσωπική αναζήτηση και κοινωνικό αναστοχασμό. Ο Αντώνης Τσιοτσιόπουλος, ο συγγραφέας του «Κωλόκαιρου» με αφορμή μια προσωπική ιστορία που συνέβη κάπου, σε κάποιον, κάποτε έγραψε ένα έργο για μια διαχρονική, παγκόσμια, οικουμενική κατάσταση / συνθήκη που ακόμα παλεύει να αναγνωριστεί μέσα από τα καλούπια, τα εμπόδια και τις τρικλοποδιές που μας βάζουν οι κοινωνικές κατασκευές και οι οποίες δημιουργούν πολλές φορές λανθασμένες αναπαραστάσεις του κόσμου και του εαυτού μας.