Live τώρα    
19°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αίθριος καιρός
19 °C
15.3°C20.1°C
2 BF 55%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ελαφρές νεφώσεις
18 °C
16.0°C18.8°C
4 BF 68%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
20 °C
17.1°C20.5°C
1 BF 48%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Σποραδικές νεφώσεις
17 °C
16.1°C18.2°C
5 BF 74%
ΛΑΡΙΣΑ
Αίθριος καιρός
17 °C
15.7°C16.9°C
2 BF 63%
Κλεφτές ματιές στη ζωή
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Κλεφτές ματιές στη ζωή

Ο νεαρός καβαλάει το μηχανάκι και προσπαθεί να διασχίσει την Αθήνα προσποιούμενος τον ντελιβερά. Οι αστυνομικοί που τον σταματούν καταλαβαίνουν το κόλπο, αλλά του τη χαρίζουν. Ο έρωτας νικά το λοκντάουν. Είναι μια από τις σύντομες ιστορίες, ιστορίες με χιούμορ και συνεχείς ανατροπές -αρκετές από αυτές αναφέρονται στην περίοδο της καραντίνας- που μας χάρισε ο Βαγγέλης Σιαφάκας στο πρώτο μέρος της συλλογής «Εξοδόχαρτο», που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις (400 σελίδες). Ιστορίες ανθρώπινες, τρυφερές, γεμάτες συναίσθημα, αλλά και μια ιδέα κοροϊδίας για τα κλασικά στερεότυπα που με κόπο οι ήρωές του προσπαθούν να διατηρήσουν σε συνθήκες όπου τίποτα πια δεν είναι το ίδιο. Γράφτηκαν όταν ο ίδιος ο συγγραφέας ήταν κλεισμένος και για να ικανοποιήσει την ανάγκη επικοινωνίας του με τον έξω κόσμο τις δημοσίευε στον «τοίχο» του στο facebook. Και δεν είχε καν σκεφτεί να τις εκδώσει, παρά μετά τις προτροπές των φίλων που τις απολάμβαναν. «Εμένα ως γνωστόν μου αρέσουν οι ιστοριούλες. Απλών ανθρώπων, αντιηρωικές στο πραγματικό μέτρο ακόμη και ηρωικών εξεγέρσεων» έγραφε σε μία από τις αναρτήσεις του. Αυτό ακριβώς υπηρέτησε στο βιβλίο.

Ας μην μας ξεγελάει, όμως, ο τίτλος. Το «Εξοδόχαρτο» δεν περιλαμβάνει μόνο την περίοδο της καραντίνας. Ξεκινά από τα παιδικά χρόνια του συγγραφέα στα Γιάννενα, η αφήγηση συνεχίζεται στη Φλωρεντία και στα φοιτητικά χρόνια, μετά στην Αθήνα, στο Μοναστηράκι, στη Γλυφάδα, στα δημοσιογραφικά γραφεία. Ανάμεσα στις ιστορίες του Σήφη Βληχάκη και του Νίκου Καραπιπερή (η επιλογή των ονομάτων παραπέμπει άμεσα σε χρονογραφήματα μιας ξεχασμένης εποχής) ξεπροβάλλουν και ο ίδιος, οι συμφοιτητές, οι συγγενείς, οι φίλοι, η οικογένεια. Σε άλλους αφήνει τα πραγματικά τους ονόματα, άλλοι πάλι κερδίζουν την ανωνυμία. Κάποιες ιστορίες είναι γραμμένες με κοροϊδευτική διάθεση, κάποιες με πικρή, κάποιες με νοσταλγία ή ρομαντισμό, κάποιες γραμμένες από τον λογοτέχνη, κάποιες από τον δημοσιογράφο.

Το «Μοναστηράκι», το δεύτερο μέρος του βιβλίου, γράφτηκε σε εντελώς διαφορετικές συνθήκες και από άλλη αφετηρία. Ήταν η μαγιά για μια δεύτερη συλλογή διηγημάτων, στο πρότυπο του «Με μια χιλιάρα Καβασάκι» (εκδόσεις Πόλις). Η αρχική σκέψη ήταν να γράψει ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, αλλά οι ήρωές του δεν ήθελαν να συμβιβαστούν. Γύρισαν την πλάτη στον αριστοκρατισμό ενός Γιάννη Μαρή και αποφάσισαν να διηγηθούν τις δικές τους πονεμένες ιστορίες. Εδώ δεν είναι ο έρωτας, τα νιάτα, η ζωή που κερδίζουν, είναι η μοίρα καθενός, τα σφάλματα του παρελθόντος, οι απογοητεύσεις και τα χαμένα όνειρα που οδηγούν τα βήματά του σ’ ένα τέλος που μοιάζει αναπόφευκτο. Με φόντο πάντα το «Μοναστηράκι», όχι αυτό του τουρίστα, αλλά το Μοναστηράκι που συνδέει το παλιό με το καινούργιο, τη θλίψη με τη χαρά, τη φιλία με τον θάνατο.

Η ΑΥΓΗ ήταν ένα από τα πρώτα «σπίτια» του Βαγγέλη Σιαφάκα, τον οποίο γνώρισα σ’ ένα από τα τελευταία του, στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία. «Είσαι η κόρη του Νίκου, ε;» μου είπε όταν μας σύστησαν κι έτσι γίναμε φίλοι αμέσως. Είχε το χάρισμα να κερδίζει τους ανθρώπους με την πρώτη. Με την πληθωρική του προσωπικότητα ή με τις απίθανες ιστορίες του. Άλλωστε, το ίδιο δεν είναι;

* Η Βάλια Καϊμάκη είναι δημοσιογράφος, επίκουρη καθηγήτρια στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο

 

Τα ρολόγια*

Αγιος άνθρωπος, που είχε όση πονηριά χρειαζόταν για να επιβιώσει και να σταθεί στον δύσκολο κόσμο στο Μοναστηράκι. Ψηλός, με πρόσωπο σαν φεγγάρι, με μάτια χαμένα στις ρυτίδες κι ένα χαμόγελο σαν να το φιλοτέχνησε κάποιος ζωγράφος που ήξερε να βλέπει.

Το χόμπι του Στάθη ήταν τα ρολόγια. Τα έλυνε και τα ξαναμόνταρε, μέχρι που τα έμαθε.

- Όλα τα έκανα για μια μαγική στιγμή, μου είπε. Μου τα έφερναν σταματημένα, νεκρά. Κι εγώ τα σκάλιζα, τα λάδωνα, τους έβαζα νέα ανταλλακτικά, τα κούρδιζα και αίφνης άκουγα τον ήχο τους: «τικ τακ». Ήταν πάλι ζωντανά. Γι’ αυτό έγινα ρολογάς.

Του πήγαινα όλα τα ρολόγια που μανιωδώς έψαχνα στο Μοναστηράκι, στο Σχιστό, σ’ όλα τα παζάρια. Ούτε που ήξερα στην αρχή να διαλέγω. Ούτε που ήξερα γιατί τα μάζευα, γιατί έγινα αυτό που λένε συλλέκτης.

Ο πατέρας μου, αντί για ποδήλατο όταν αρίστευσα για την εισαγωγή μου στη Ζωσιμαία Σχολή, μου είχε πάρει ένα χρυσό ΩΜΕΓΑ. Το μίσησα, δεν το φορούσα ποτέ, άλλωστε τι χρειαζόταν σ’ ένα παιδί η υπενθύμιση του χρόνου. Μετά από είκοσι χρόνια το πήγα στην αντιπροσωπεία για να του κάνουν σέρβις και το θαύμαζαν οι ρολογάδες. Είχα λοιπόν κάτι σπουδαίο;

* Απόσπασμα από το διήγημα «Ο Στάθης» του βιβλίου «Εξοδόχαρτο / Το Μοναστηράκι», εκδόσεις Πόλις

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL