Είναι ίσως η πρώτη φορά που νομοσχέδιο έρχεται τόσο απροκάλυπτα και εξόφθαλμα σε αντίθεση με το γράμμα του συντάγματος. Αντισυνταγματικοί νόμοι έχουν υπάρξει αρκετοί. Σε όλες τις περιπτώσεις όμως οι συντάκτες τους είχαν τη στοιχειώδη πρόνοια, αν μη τι άλλο, να μην παραβιάζουν ευθέως αυτά που είναι γραμμένα και όλοι διαβάζουμε στο σύνταγμα. Η αντισυνταγματικότητα, η αντίθεση νόμου και συντάγματος, προκύπτει κατά κανόνα ερμηνευτικά, δηλαδή αφού πρώτα ερμηνεύσουμε τον νόμο και το σύνταγμα. Στην περίπτωση του νομοσχεδίου Πιερρακάκη καμία ερμηνεία δεν χρειάζεται. Αρκεί απλή ανάγνωση των διατάξεων.
Το άρθρο 16 παρ. 5 του συντάγματος ορίζει απερίφραστα: «Η Ανώτατη Εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση». Σαφέστερο δεν γίνεται. Μόνο Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου επιτρέπεται να παρέχουν Ανώτατη Εκπαίδευση. Παρά ταύτα, τα Νομικά Πρόσωπα Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΝΠΠΕ) που προβλέπει το νομοσχέδιο είναι, κατά παράβαση ρητής και σαφούς συνταγματικής επιταγής, Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου. Ολόκληρο, επομένως, το τμήμα του νομοσχεδίου (μέρος Δ΄, άρθρα 127-155) που περιέχει ρυθμίσεις γι’ αυτά τα νομικά πρόσωπα είναι επί της αρχής και, άρα, στο σύνολό του αντισυνταγματικό. Όταν ένας θεσμός είναι καθαυτόν αντισυνταγματικός, όπως είναι τα ΝΠΠΕ, τότε φυσικά δεν διασώζεται η συνταγματικότητα ούτε των επιμέρους ρυθμίσεων που τον διέπουν.
Είναι ωστόσο εντυπωσιακό ότι, ακόμα κι αν κλείναμε τα μάτια απέναντι σε αυτή την απροκάλυπτη αντισυνταγματικότητα, το νομοσχέδιο Πιερρακάκη πάσχει από σειρά πρόσθετων -και καθόλου λιγότερο σημαντικών- αντισυνταγματικοτήτων. Αντισυνταγματικότητα πάνω στην αντισυνταγματικότητα, δηλαδή. Ας δούμε τις κυριότερες:
Πρώτον, η παρ. 5 του άρθρου 16 εγγυάται, όπως είδαμε, την πλήρη αυτοδιοίκηση των ιδρυμάτων που παρέχουν Ανώτατη Εκπαίδευση. Όμως τα ΝΠΠΕ δεν θα έχουν καμία αυτοδιοίκηση. Θα διοικούνται κατά τη βούληση των ιδιοκτητών τους και με όποια όργανα αυτοί ευδοκήσουν να ιδρύσουν (άρθρο 148 του νομοσχεδίου).
Δεύτερον, η παρ. 5 του άρθρου 16 ορίζει: «Οι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι δημόσιοι λειτουργοί. Το υπόλοιπο διδακτικό προσωπικό τους επιτελεί επίσης δημόσιο λειτούργημα». Όμως οι καθηγητές και λοιποί διδάσκοντες στα ΝΠΠΕ θα είναι μισθωτοί υπάλληλοι, χωρίς καμία εγγύηση αυξημένης προστασίας (άρθρα 151-152 του νομοσχεδίου).
Τρίτο, και σημαντικότερο, η παρ. 1 του άρθρου 16 εξαγγέλλει την ακαδημαϊκή ελευθερία των ιδρυμάτων Ανώτατης Εκπαίδευσης. Όμως στο νομοσχέδιο η ακαδημαϊκή ελευθερία των ΝΠΠΕ διακηρύσσεται στα λόγια μόνο (άρθρο 149 του νομοσχεδίου), ως κούφιο ευχολόγιο, χωρίς να συνοδεύεται από καμία απολύτως εγγύηση για τη διασφάλισή της. Και πώς θα μπορούσε, άλλωστε; Αφού ούτε αυτοδιοίκηση θα έχουν τα ΝΠΠΕ (η μεγαλύτερη εγγύηση της ακαδημαϊκής ελευθερίας), ενώ οι διδάσκοντες σε αυτά, ως μισθωτοί, θα είναι έρμαια στο διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη τους. Ο οποίος θα μπορεί να τους υποδεικνύει τι και πώς να διδάσκουν, τι και πώς να ερευνούν, ποιους και πόσους φοιτητές να περνούν στις εξετάσεις. Και, φυσικά, να τους απολύει ανά πάσα στιγμή αν δεν συμμορφώνονται.
Τέταρτο, και ακόμα πιο σημαντικό, από το σύνολο των διατάξεων του άρθρου 16 συνάγεται το κοινωνικό δικαίωμα της ισότιμης πρόσβασης στην εκπαίδευση. Στην Ανώτατη Εκπαίδευση που παρέχεται από δημόσια πανεπιστήμια, η ισοτιμία διασφαλίζεται με την εφαρμογή ενιαίων κανόνων πρόσβασης για όλους, μέσω των Πανελλαδικών Εξετάσεων. Το νομοσχέδιο, αντιθέτως, δημιουργεί ένα σύστημα δύο ταχυτήτων. Ενώ η εισαγωγή στα δημόσια πανεπιστήμια θα εξακολουθεί να γίνεται μέσω των Πανελλαδικών, στα ψευδώνυμα ΝΠΠΕ θα εισάγονται όσοι έχουν τη δυνατότητα να καταβάλλουν δίδακτρα. Η εξάρτηση της εισαγωγής τους από μιαν ελάχιστη, στα όρια του γελοίου, βαθμολογία στις Πανελλαδικές, που δεν ισχύει καν για όλους (άρθρο 146 του νομοσχεδίου), προφανώς και δεν διασώζει την κατάφωρη ανισότητα πρόσβασης.
Η επίκληση του ενωσιακού δικαίου, που δήθεν εγγυάται το δικαίωμα ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων, είναι κι αυτή ψευδώνυμη και παραπειστική. Πουθενά, καμία διάταξη του ενωσιακού δικαίου δεν ορίζει οτιδήποτε για τον τρόπο οργάνωσης της «ανώτατης», δηλαδή «πανεπιστημιακής», εκπαίδευσης στα κράτη-μέλη. Το ενωσιακό δίκαιο εγγυάται την ελευθερία εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών σε επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσίες «Τριτοβάθμιας» (προσέξτε την ορολογική διαφορά) Εκπαίδευσης. Και αυτή έχει διασφαλιστεί προ πολλού με την αναγνώριση του δικαιώματος πανεπιστημίων άλλων κρατών να παρέχουν υπηρεσίες επαγγελματικής εκπαίδευσης μέσω των συμφωνιών που συνάπτουν με τα κολέγια.
* Ο Ακρίτας Καϊδατζής είναι αν. καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου ΑΠΘ