του Γιώργου Κυρίτση
Η επίθεση εναντίον του Γιάννη Μπουτάρη λογικά θα πρέπει να ηχεί ως καμπανάκι στ’ αυτιά της ηγεσίας της Νέας Δημοκρατίας. Τόσο η επίθεση αυτή καθαυτή σε έναν άνθρωπο ο οποίος, αν μη τι άλλο, είναι και δεξιός και νεοφιλελεύθερος και χαμηλών τόνων και δήμαρχος της Θεσσαλονίκης, αλλά ακόμα περισσότερο η ενθουσιώδης υποδοχή της οποίας έτυχε σε στελέχη της Νέας Δημοκρατίας, όχι μόνο χαμηλόβαθμα, αλλά και μεσαία ή και εμβληματικά, όπως ο Ψωμιάδης, δείχνουν ότι το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης οδηγείται σε μια μορφή μετεμφυλιακής Δεξιάς με στοιχεία που προσιδιάζουν στα ακροδεξιά κόμματα της ανατολικής Ευρώπης και όχι στα πιο κεντροδεξιά της δυτικής.
Δεν μπορούμε να πούμε με σιγουριά αν ο κύριος Μητσοτάκης έχει απολέσει ή έχει παραχωρήσει τον ρόλο του οδηγού και είναι απλός επιβάτης σε αυτή την κούρσα προς τα δεξιά. Ο ίδιος και ώς έναν βαθμό και η οικογένειά του είχαν προσεκτικά στοιχειοθετήσει ένα προφίλ, νεοφιλελεύθερο μεν στα οικονομικά, αλλά πιο κεντρώο και πολιτισμένο αναφορικά με ζητήματα κοινωνικά ή εξωτερικής πολιτικής. Το τελευταίο διάστημα, και από τη στάση της Νέας Δημοκρατίας στα νομοσχέδια που σχετίζονται με δικαιώματα, αλλά και εμφατικά μέσω της εθνικιστικής στροφής στο "Μακεδονικό", φαίνεται πως ακολουθεί μια συνεπή πορεία προς τον νεοσυντηρητισμό, ανεξαρτήτως του στιλ το οποίο θέλει να "πουλάει" ο πρόεδρός της. Σε τελική ανάλυση, ο ίδιος και οι «προσωπικές του επιλογές» φέρουν την ευθύνη.
Οι εξελίξεις αυτές δημιουργούν στρατηγικό - υπαρξιακό πρόβλημα στη Νέα Δημοκρατία. Στο ζήτημα της ΠΓΔΜ αναγκάζεται όχι μόνο να υποστείλει, αλλά και να καταγγείλει την πολιτική την οποία η ίδια είχε επεξεργαστεί και προωθήσει επί των ημερών της και μάλιστα με τρόπο ηχηρό, επιδεικτικό και μη επιδεχόμενο διπλή ανάγνωση. Η σημερινή Νέα Δημοκρατία γκρεμίζει όχι απλώς μια θέση της σε ένα δευτερεύον ζήτημα, αλλά τη θέση που είχαν από κοινού επεξεργαστεί και επιβάλει ο Κ. Καραμανλής και η Ντ. Μπακογιάννη επί πρωθυπουργίας του πρώτου και υπουργίας Εξωτερικών της δεύτερης και ταυτόχρονα έχει αποδεχτεί τη θέση της ακραίας ομάδας στο εσωτερικό του κόμματος, της ομάδας Σαμαρά και των ακραίων υπασπιστών του.
Αυτό συνιστά ουσιώδη μεταβολή στον χαρακτήρα του κόμματος. Ακόμα κι αν δεν υπήρχε η επιβαρυντική συνθήκη της Θεσσαλονίκης, μιας πόλης στην οποία το μετεμφυλιακό δεξιό παρακράτος είχε βρει την πιο γνήσια, κυνική και απεχθή έκφρασή του, η εικόνα που παρουσιάζει η Νέα Δημοκρατία δεν θυμίζει κόμμα που φιλοδοξεί να παίξει προωθητικό ρόλο στη μεταμνημονιακή Ελλάδα, αλλά βαλκανικό εφιάλτη από το χθες ή, με σημερινούς όρους, ένα μείγμα Τραμπ και Θάτσερ. Τελείως συμπτωματικά, και οι δύο αποτελούν εμβληματικές μορφές στο μυαλό του μέσου στελέχους της Ν.Δ.