Του Λάζαρου Καραβασίλη*
Κόμματα και πολιτικοί που κατατάσσονται συνήθως στη λαϊκιστική Αριστερά και σημείωσαν άνοδο τα τελευταία χρόνια σε Ευρώπη και Αμερική κατάφεραν να επηρεάσουν σημαντικά την παγκόσμια πολιτική σκηνή, προβάλλοντας αιτήματα και αγωνίες κοινωνικών ομάδων που έχουν πληγεί περισσότερο από την οικονομική κρίση και τις οξείες κοινωνικές ανισότητες. Από τον ευρωπαϊκό Νότο, και τους Ποδέμος, ΣΥΡΙΖΑ, μέχρι και τον Μπέρνι Σάντερς στις ΗΠΑ και τον Τζέρεμι Κόρμπιν στο Ηνωμένο Βασίλειο, είδαμε διαφορετικές μεταξύ τους προοδευτικές δυνάμεις να μιλούν στο όνομα του «λαού» και να κινητοποιούν μεγάλα τμήματα του πληθυσμού ενάντια στο εκάστοτε «κατεστημένο». Ωστόσο, εν έτει 2018 ο αριστερός λαϊκισμός δείχνει να έχει χάσει τη δυναμική που είχε μερικά χρόνια πριν. Προκύπτουν λοιπόν δύο καίρια ερωτήματα: Μπορούμε να μιλάμε σήμερα για αριστερό λαϊκισμό; Αν όχι, τι μπορεί να μάθει η Αριστερά στο σύνολό της από αυτές τις πρόσφατες εμπειρίες; Πριν επιχειρήσουμε μια πρώτη απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα, ας κάνουμε πρώτα μια σύντομη επισκόπηση της πρόσφατης σχετικής εμπειρίας.
Η χρηματοοικονομική κρίση του 2008, η επιβολή σκληρών μέτρων λιτότητας, καθώς και η κορύφωση της μετα-δημοκρατικής συναίνεσης μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων του «Κέντρου», δημιούργησαν ένα κενό αντιπροσώπευσης μεταξύ των πολιτών και των εδραιωμένων δυνάμεων της Κεντροαριστεράς και της Κεντροδεξιάς στην Ευρώπη. Η εδραίωση του δόγματος ΤΙΝΑ («There Is No Alternative») και η φτωχοποίηση ή συμπίεση μεγάλου μέρους του πληθυσμού άνοιξαν τον δρόμο για την άνοδο νέων πολιτικών δυνάμεων, ικανών να αντιπροσωπεύσουν εκείνες τις κοινωνικές ομάδες που δέχτηκαν τα ισχυρότερα πλήγματα.
Σε αυτό το πλαίσιο, κόμματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς κατάφεραν μέσω ενός λαϊκιστικού λόγου να προσεγγίσουν και εν τέλει να εκπροσωπήσουν αυτές τις ομάδες, προβάλλοντας αιτήματα αναδιανομής απέναντι στις πολιτικές λιτότητας που εφαρμόστηκαν στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου. Ταυτόχρονα, διοχέτευσαν την οργή μεγάλου μέρους της κοινωνίας ενάντια στις παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις, που θεωρήθηκαν όχι μόνο υπαίτιες για τη κρίση, αλλά και βαθιά διεφθαρμένες. Οι περιπτώσεις του ΣΥΡΙΖΑ και των Ποδέμος αποτελούν απόδειξη της μεγάλης δυναμικής που είχε ο αριστερός λαϊκισμός σε χώρες που υπέστησαν πιο έντονα τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης, οδηγώντας τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία και εδραιώνοντας τους Ποδέμος στο πολιτικό σύστημα.
Παρόμοιες εξελίξεις παρατηρούνται και στον αγγλοσαξονικό κόσμο, με τη διεκδίκηση του χρίσματος των Δημοκρατικών από τον Μπέρνι Σάντερς στις ΗΠΑ και την εκλογή του Τζέρεμι Κόρμπιν στην ηγεσία των Εργατικών στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ο Σάντερς, εκφράζοντας μια μορφή προοδευτικού λαϊκισμού που είναι βαθιά ριζωμένη στην αμερικανική ιστορία, κατάφερε να απευθυνθεί σε κοινωνικές ομάδες που επηρεάζονται έντονα από τις οξείες κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες, δίνοντας φωνή σε αγωνίες και αιτήματα που είχαν εκφραστεί και στο κίνημα Occupy Wall Street, εκφράζοντας το 99% ενάντια στην «τάξη των δισεκατομμυριούχων». Η δε εκλογή του Κόρμπιν στην ηγεσία των Εργατικών κατάφερε να προσελκύσει χιλιάδες νέα μέλη και ψηφοφόρους, σε ένα πλαίσιο παρόμοιο με αυτό των ΗΠΑ, θέτοντας το κοινωνικό ζήτημα στο επίκεντρο της παρέμβασής του, ενώ παράλληλα αποκατέστησε το κόμμα ως αξιόπιστη εναλλακτική λύση απέναντι στην οκταετή διακυβέρνηση των Συντηρητικών.
Πώς όμως κατάφεραν αυτές οι δυνάμεις και συσπείρωσαν διαφορετικές κοινωνικές ομάδες σε χώρες με διαφορετικά πολιτικά συστήματα και κοινωνίες; Η απάντηση βρίσκεται στην λαϊκιστική στρατηγική που υιοθέτησαν, κάτι που τους κατέστησε φορείς ρήξης και πολιτικής αλλαγής στις συνειδήσεις ευρέων κοινωνικών στρωμάτων. Αυτό κατέστη δυνατό χάρη στη χρήση ενός λόγου που διχοτομεί το κοινωνικό-πολιτικό πεδίο ανάμεσα σε ένα «εμείς» και ένα «αυτοί», συνταυτίζοντας το «εμείς» με τον «λαό», ο οποίος στέκεται ενάντια στις «ελίτ» ή το «κατεστημένο». Δίνοντας μάλιστα έμφαση στον λαό ως ανοιχτό και πλουραλιστικό «δήμο» και όχι ως ομοιογενές «έθνος» (όπως στην περίπτωση των δεξιών λαϊκισμών), ο προοδευτικός αυτός λαϊκιστικός λόγος κατάφερε να συναρθρώσει διαφορετικά κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά αιτήματα μέσα σε ένα δημοκρατικό πλαίσιο, συμπεριλαμβάνοντας και αιτήματα για περισσότερη δημοκρατία.1
Πού οφείλεται όμως η τελμάτωση αυτών των εγχειρημάτων, ειδικά σε ένα κοινωνικό-οικονομικό περιβάλλον που εξακολουθεί να καθορίζεται από βαθιές ανισότητες; Το ερώτημα βρίσκει διαφορετικές απαντήσεις ανάλογα τις συνθήκες και το πολιτικό σκηνικό της κάθε περίπτωσης. Ο ΣΥΡΙΖΑ, αν και κατάφερε μέσω μιας λαϊκιστικής στρατηγικής να επιτύχει τη συσπείρωση διαφορετικών ομάδων και να αναδειχθεί στην εξουσία, συνάντησε ανυπέρβλητα εμπόδια στην εφαρμογή του προγράμματός του κατά της λιτότητας. Σε συνδυασμό με τους λανθασμένους χειρισμούς στην περίπτωση του δημοψηφίσματος του 2015, τα προτάγματα του λαϊκιστικού λόγου του Αλέξη Τσίπρα αποκόπηκαν σταδιακά από τα λαϊκά αιτήματα για τερματισμό της λιτότητας και περισσότερη δημοκρατική συμμετοχή των πολιτών στους θεσμούς. Στην Ισπανία οι Podemos, αν και εξακολουθούν να αποτελούν σημαντική εκλογική δύναμη, έχουν περιέλθει σε αδιέξοδο, προϊόν των χειρισμών τους στο καταλανικό δημοψήφισμα, καθώς και ζητημάτων εφαρμογής των πολιτικών τους προτάσεων, γεγονός που δημιούργησε εσωκομματικές εντάσεις και αντιφάσεις. Ο Σάντερς δεν κατάφερε να κερδίσει το χρίσμα των Δημοκρατικών και να αντιμετωπίσει τον δεξιό λαϊκισμό του Τράμπ, ενώ ο Κόρμπιν ταλανίζεται από διαρκείς προκλήσεις τόσο μέσα όσο και έξω από το κόμμα του.
Είναι φανερό λοιπόν ότι ο αριστερός λαϊκισμός δεν έχει σήμερα την ίδια δυναμική που είχε μερικά χρόνια πριν, όταν οι προοπτικές για κοινωνική, οικονομική και πολιτική αλλαγή μοιάζανε ρεαλιστικές. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να απορρίψουμε ούτε τις ιδέες, ούτε τη δύναμη του λόγου, ούτε και τα διακυβεύματα του αριστερού λαϊκισμού. Αντιθέτως, η ριζοσπαστική και ευρύτερη Αριστερά οφείλει να διδαχθεί από τις εμπειρίες των προοδευτικών λαϊκισμών και να ενσωματώσει τα ανεκπλήρωτα κοινωνικά αιτήματα και τις δυσφορίες των «από κάτω» στον πολιτικό λόγο και το πρόγραμμά της. Αιτήματα που διεκδικούν περισσότερη δημοκρατία, λαϊκή συμμετοχή και οικονομική ισότητα υπήρχαν ανέκαθεν στο ιδεολογικό οπλοστάσιο της Αριστεράς. Μια μορφή προοδευτικού λαϊκισμού μπορεί να αποτελέσει τη φόρμα με την οποία θα εκφραστούν αυτά τα αιτήματα αλλά και το σημείο όπου θα μπορέσει να επιτευχθεί ταύτιση μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών ομάδων που υποστηρίζουν ανάλογα αιτήματα. Ταυτόχρονα, το πολιτικό σκέλος που θα καταστήσει δυνατή την επιτυχία ενός τέτοιου σχεδίου οφείλει να συνοδεύεται και από σαφείς εναλλακτικές οικονομικές προτάσεις που θα αμφισβητούν την ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού. Μια δυνατότητα είναι να εξερευνήσει η Αριστερά τα εργαλεία και τις προοπτικές που προσφέρουν εναλλακτικές μορφές οικονομίας, όπως η ανταλλακτική οικονομία ή μια οικονομία των κοινών, προχωρώντας πέρα από τον νεο-κεϋνσιανισμό της ανάκτησης των κεκτημένων. Η γείωση ενός προοδευτικού λαϊκισμού σε ένα σαφές και βιώσιμο εναλλακτικό οικονομικό πρόγραμμα θα μπορούσε όχι μόνο να αναζωογονήσει εκ νέου τις κοινωνικές συμμαχίες της Αριστεράς αλλά και να προσφέρει λύσεις στο μακροχρόνιο ιδεολογικό αδιέξοδο που μοιάζει να αντιμετωπίζει.
* Υποψήφιος διδάκτορας, Πανεπιστήμιο του Loughborough
1 Gildas Le Dem, 2017. “Chantal Mouffe: We urgently need to promote a left-wing populism”, https://www.versobooks.com/blogs/3341-chantal-mouffe-we-urgently-need-to-promote-a-left-populism