Του Κώστα Δουζίνα
Σε πρόσφατο άρθρο του, ο Βαγγέλης Βενιζέλος, μετά τις συνηθισμένες ασύστατες επιθέσεις κατά της κυβέρνησης, υποστηρίζει ότι o κοινωνικός διάλογος για την αναθεώρηση του συντάγματος, ο οποίος βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, αποτελεί ακόμα μια ένδειξη «λαϊκισμού» - λέξη πασπαρτού για οτιδήποτε αποκηρύσσει η αντιπολίτευση. Ο διάλογος προετοιμάζει, κατά τον κ. Βενιζέλο, ένα πραξικοπηματικό συνταγματικό δημοψήφισμα που «κολακεύει και ταυτόχρονα κοροϊδεύει τον πολίτη καθιστώντας τον συνένοχο της καταστρατήγησης των συνταγματικών εγγυήσεων». Ο συγγραφέας πιστεύει ότι για την επιστημονική κοινότητα, η θέση αυτή είναι προφανής.
Δεν είναι καθόλου αυτονόητο στη διεθνή επιστημονική συζήτηση και θεωρία ότι ο λαός, η πηγή της κυριαρχίας, δεν έχει λόγο στην συνταγματική αναθεώρηση. Ο σύγχρονος συνταγματισμός θεμελιώνεται σε δύο αρχές, επιφανειακά αντιφατικές. Αφενός όλες οι εξουσίες προέρχονται από τον λαό ενώ αφετέρου οι εξουσίες αυτές πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τις υπάρχουσες συνταγματικές μορφές και θεσμούς, οι οποίοι προσδιορίζουν και πολλές φορές περιορίζουν την άσκηση της λαϊκής κυριαρχίας. Ο λαός είναι κυρίαρχος, αλλά η κυριαρχία του είναι περιορισμένη. Αυτό είναι το περίφημο «συνταγματικό παράδοξο, που παίρνει διάφορες μορφές: την αντίστιξη αντιπροσωπευτικής και άμεσης δημοκρατίας, δικαίου και πολιτικής, νομιμότητας και νομιμοποίησης. Όλες αποτελούν εκφράσεις της θεμελιώδους αντιπαράθεσης μεταξύ συντακτικής και συντεταγμένης εξουσίας.
Συντακτική εξουσία είναι η δύναμη αυτοπροσδιορισμού και αυτοδιοίκησης του λαού, η ισχύς και βούληση που οργανώνει την κοινωνική αναπαραγωγή και βρίσκεται πίσω από κάθε συντεταγμένη μορφή άσκησής της. Η συνταγματική λαϊκή κυριαρχία, θεμέλιο και πηγή της κρατικής εξουσίας, προϋποθέτει τη συντακτική εξουσία ως δύναμη ή potestas, ως μια ισχύ που προηγείται κάθε μορφοποίησης ή θέσπισής της. Ιστορικά, το υποκείμενο της συντακτικής εξουσίας συγκροτείται με διαφορετικούς τρόπους ως δήμος, έθνος, λαός, ή πλήθος. Ομοίως, η συντεταγμένη εξουσία έχει μορφοποιηθεί ως αντιπροσωπευτική, συμμετοχική, ή άμεση δημοκρατία. Οι πολύμορφες λαϊκές αντιστάσεις και εξεγέρσεις βρίσκονται στο ενδιάμεσο και μεσολαβούν μεταξύ της συντακτικής και της συντεταγμένης της μορφής. Συνταγματική δημοκρατία δεν μπορεί να υπάρξει ιστορικά ή λογικά χωρίς τη συντακτική εξουσία που, συνδυαζόμενη με την αφηρημένη συνταγματική μορφή, δημιουργεί τη σχέση νομού και δήμου.
Υλικό και τυπικό Σύνταγμα
Αλλά η συντακτική εξουσία δεν είναι αποκλειστικά η πολιτική αυτοδιάθεση που μεταφέρεται στα αντιπροσωπευτικά σώματα και θεσμούς (βουλευτές, Βουλή, κυβέρνηση) ή ασκείται άμεσα από τον λαό. Η πολιτική εξουσία και η νομική της μορφή συμπληρώνονται από αυτό που ονομάζεται «υλικό» ή «παραγωγικό» σύνταγμα: τη δύναμη των εργαζόμενων να αναπαράγουν την κοινωνία με την εργασία τους. Το υλικό μέρος του συντάγματος συμπυκνώνει και εκφράζει τον συσχετισμό των κοινωνικών δυνάμεων θεμελιώνοντας την κλασική θέση ότι το σύνταγμα αποτελεί συμπύκνωση και έκφραση της ταξικής ισορροπίας τη στιγμή της σύστασής του.
Τα φιλελεύθερα συντάγματα του 19ού αιώνα εστίαζαν στην προστασία της περιουσίας, της ελευθερίας των συμβάσεων και των ατομικών δικαιωμάτων. Επανειλημμένα τα δικαστήρια υποστήριξαν την ιδιοκτησία ενάντια στην ελευθερία. Έτσι τα δικαστήρια αποφάσισαν ότι η περιουσία των αφεντικών υπερίσχυε της ελευθερίας των δούλων, ενώ η ελευθερία των συμβάσεων ανέτρεψε τους πρώτους νόμους για τον περιορισμό των ωρών εργασίας και την απαγόρευση της παιδική εργασίας. Το μεταπολεμικό δίκαιο συνταγματοποιεί σταδιακά την εργασία και την ταξική πάλη. Τα συντάγματα της Δυτικής Ευρώπης μορφοποίησαν την ταξική ανακωχή επικυρώνοντας τον δύσκολο γάμο αγορών και κοινωνικής δικαιοσύνης. Αναγνωρίζουν έτσι τον δημιουργικό ρόλο της εργασίας και των εργαζόμενων προσδιορίζοντας και περιορίζοντας την παραγωγική δύναμη της εργασίας. Ταυτόχρονα εκφράζουν και συναρθρώνουν την εξουσία του κεφαλαίου να διοικεί την εργασία και να προγραμματίζει την οικονομία. Σήμερα βρισκόμαστε στον μεταφορντικό καπιταλισμό. Η κοινωνική αναπαραγωγή έχει περάσει από τον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα στην οικονομία της γενικής διάνοιας, την άυλη εργασία και παραγωγή. Αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση της παγκοσμιοποίησης, καθώς η συνταγματοποίηση της κοινωνικής αναπαραγωγής δεν είναι πια αποκλειστικά αντικείμενο εθνικής θεσμοποίησης.
Όλες μας οι αναλύσεις πρέπει να επικαιροποιηθούν λοιπόν. Η εθνική πολιτειακή διάσταση είναι ενταγμένη σε ένα πολυεπίπεδο σύστημα διακυβέρνησης, ένα υπερεθνικό πολυκεντρικό συνταγματισμό που έχει συνταγματοποιήσει την νεοκλασική οικονομική θεωρία. Ο δυτικός συνταγματισμός εξέφραζε την ικανότητα των λαών να σχεδιάζουν το θεσμικό τους μέλλον. Αυτή έχει σήμερα περιοριστεί εξαιρετικά. Όλες οι πρόσφατες θεσμικές αλλαγές είχαν υπερεθνικό χαρακτήρα - η Συνθήκη του Μάαστριχτ, η δημιουργία του ευρώ, το Σύμφωνο σταθερότητας, τα μνημόνια, η επιτροπεία. Δεν υπήρξαν, ούτε και θα υπάρξουν, ανάλογης σημασίας και επιπτώσεων συνταγματικές μεταρρυθμίσεις στο εθνικό πολιτικό - νομικό σύστημα, ούτε εδώ ούτε αλλού. Η παγκοσμιοποίηση δεν διαλύει την κυριαρχία, αλλά τη μεταμορφώνει σε ένα χαλαρά συναρθρωμένο σύστημα εθνικών και υπερεθνικών, τυπικών και άτυπων θεσμών, που επηρεάζουν όλες τις πλευρές της ζωής. Η επιστροφή στον προηγούμενο καθαρό εθνικό και κρατικό συνταγματισμό είναι αδύνατη. Τα σύγχρονα δικαστήρια καλούνται λοιπόν να υποστηρίξουν το ευρωπαϊκό και παγκόσμιο νεοφιλελεύθερο σύνταγμα και να επιβάλουν τα ανθρώπινα δικαιώματα των εργοδοτών και των πολυεθνικών επί των δικαιωμάτων των εργαζόμενων και των πραγματικών ανθρώπων. Ακόμη και οι πιο δημοκρατικοί δικαστές είναι δεμένοι από έναν υπέρτατο νόμο που μεταξύ άλλων αξιών δίνει προτεραιότητα στην προστασία της ιδιοκτησίας.
Ο Μονάρχης
Υπάρχει ένας τρίτος παράγοντας στο δίπολο συντακτικής/συντεταγμένης εξουσίας, ο κυρίαρχος της παραδοσιακής πολιτικής θεολογίας: αυτοκράτορας, βασιλιάς, κράτος, άρχουσα τάξη. Οι μορφές του ποικίλλουν από τότε που ο Θεός εγκατέλειψε την κοσμική εξουσία. Ο σύγχρονος συνταγματισμός δεν προήλθε αποκλειστικά από τη λαϊκή συντακτική εξουσία. Αν ίσχυε αυτό, δεν θα υπήρχε το παράδοξο που αναλύσαμε.
Έτσι η συντακτική εξουσία διαιρείται: από τη μια, έχουμε αυτό που ονομάσαμε γυμνή κυριαρχία, τη βούληση μιας συλλογικότητας ή ενός πληθυσμού να συμβιώνει. Αυτή η αρχική απόφαση οδηγεί σε έννοιες όπως το κοινό καλό, το δημόσιο συμφέρον, τα κοινά. Από την άλλη, έχουμε τη χομπσιανή κυριαρχία, την αρχή του ενός, του μόνου άρχοντος ή μονάρχη. Αυτές οι δύο μορφές εξουσίας βρίσκονται εν δυνάμει σε σύγκρουση για την έκταση της λαϊκής αυτοδιάθεσης, τη συνταγματική μορφή ή τις λαϊκές ελευθερίες. Ακόμη και αν δεχτούμε ότι η κυριαρχία του κράτους βαφτίζεται στη λαϊκή συναίνεση, ιστορικά η εξουσία έχει επανειλημμένα αποχωριστεί, ανεξαρτητοποιηθεί και ασκηθεί ενάντια στον λαό από τον οποίο θεωρητικά αντλεί τη νομιμοποίησή του. Εδώ βρίσκουμε τη μεγάλη διάκριση μεταξύ του συντηρητικού και δημοκρατικού συνταγματισμού. Για τους συντηρητικούς, η εξουσία του κράτους είναι αναντίρρητη, η ερμηνεία συντάγματος και θεσμών μονοδιάστατη, μόνο ό,τι γράφτηκε στο σύνταγμα μπορεί να καθοδηγεί τη ζωή του τόπου. Τα πράγματα είναι λοιπόν πολύ πιο πολύπλοκα απ’ ό,τι εμφανίζονται στα συνταγματικά εγχειρίδια και στις δηλώσεις των πολιτικών.
Συντηρητικός, συμμετοχικός συνταγματισμός
Αυτά λοιπόν είναι τα λογικά και πρακτικά προαπαιτούμενα του συντάγματος, της συνταγματικής αναθεώρησης και της λαϊκής συμμετοχής. Οι διαφωνίες για τη μέθοδο και το περιεχόμενο της αναθεώρησης αρχίζουν εδώ και εξαρτώνται από τη σχολή σκέψης και τα ιδεολογικά - φιλοσοφικά αξιώματα που ακολουθεί ο κάθε πολιτικός ή φιλόσοφος. Ας εξετάσουμε τις κυριότερες:
Συντηρητικός φιλελευθερισμός. Εδώ το δίκαιο προσδιορίζει και περιορίζει τη συντακτική εξουσία, που εκφράζεται και εξαντλείται στην αρχική συντακτική στιγμή. Έτσι μόνο μια επανάσταση, απόσχιση ή δημιουργία νέου κράτους ενέχουν άσκηση συντακτικής εξουσίας. Η αναθεώρηση πρέπει επομένως να σέβεται απολύτως το γράμμα του νόμου. Αλλά η επιμονή στην τυπικότητα έχει οδηγήσει επανειλημμένα την αναθεώρηση σε αποτυχία και στη δημιουργία του «παραδόξου της αναθεώρησης»: όσο περισσότερο είναι αναγκαία τόσο περισσότερο το πολιτικό σύστημα αδυνατεί να πετύχει την απαραίτητη συναίνεση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το άρθρο 86Σ για την ευθύνη των υπουργών και τη σύντομη παραγραφή της. «Όλοι» συμφωνούν να καταργηθεί, αλλά παραμένει εν ισχύ. Η άποψη αυτή για το σύνταγμα υποφέρει από έναν ιδιότυπο φετιχισμό. Το σύνταγμα αποκτά ιδιότητες ενός ιερού κειμένου και οποιαδήποτε ερμηνεία του έξω από τη «γραμματική» χαρακτηρίζεται «πραξικοπηματική». Πρόκειται για μια αναχρονιστική και ανόητη μέθοδο που δεν συστοιχίζεται με τις κοινωνικές ανάγκες.
Στον συντηρητικό φιλελευθερισμό η συμμετοχή των πολιτών είναι περιορισμένη και υποταγμένη στις επιδιώξεις των κομματικών σχηματισμών. Όπως υποστηρίζει συνεχώς η αντιπολίτευση, η λαϊκή συμμετοχή στην αναθεώρηση γίνεται με τις εκλογές που μεσολαβούν μεταξύ των δύο κοινοβουλίων που ασχολούνται με την αναθεώρηση. Η αναθεώρηση είναι επομένως θέμα κομματικών διαπραγματεύσεων και συμβιβασμών, αλληλεξαρτώμενων συμφερόντων πολιτικών και ΜΜΕ. Με αυτήν τη λογική το 86 δεν θα ακυρωθεί ποτέ. Οι πολιτικοί είχαν εξασφαλίσει την επ’ άπειρον διαιώνιση του συναφιού τους.
Δημοκρατικός φιλελευθερισμός. Ο Γιούργκεν Χάμπερμας υποστηρίζει ότι οι συνταγματικοί θεσμοί (κυρίως οι ατομικές ελευθερίες) και η λαϊκή κυριαρχία βρίσκονται σε σχέση αμοιβαίας σύστασης, συνασπισμού και συν-αρχίας, γιατί είναι εξίσου θεμελιώδεις. Η νομικά συντεταγμένη εξουσία (πρέπει να) βρίσκεται σε συνεχή αλληλεξάρτηση με τη συντακτική εξουσία και σε αλληλεπίδραση με τη λαϊκή κυριαρχία. Οι αρχές αυτές θεμελιώνουν τη «συμμετοχική» και τη «διαβουλευτική» δημοκρατία. Η «συμμετοχική» εισάγει και επεκτείνει θεσμούς άμεσης δημοκρατίας. Θεσμικά έχουμε τα δημοψηφίσματα, τη δυνατότητα ανάκλησης βουλευτών, ή τη λαϊκή απόρριψη νόμων. Ταυτόχρονα, οι αυτοδιοίκητες λαϊκές συνελεύσεις και οι προϋπολογισμοί, η συνεταιριστική κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία και άλλες αμεσοδημοκρατικές μορφές επιστρέφουν και μπολιάζουν με νέα δυναμική την απισχνασμένη αντιπροσωπευτική μας δημοκρατία. Για τη «διαβουλευτική» θεωρία, η δημοκρατία δεν είναι απλά μηχανισμός επιλογής πολιτικών ελίτ. Αντίθετα, βασική λειτουργία της είναι η καλλιέργεια της πολιτικής κρίσης των πολιτών με τη θεσμοποίηση διαδικασιών στοχασμού και αναστοχασμού περί των κοινών, σε δημόσιες συζητήσεις, συνελεύσεις και άλλους τρόπους κοινωνικής διαβούλευσης. Όπως είναι φανερό, η λαϊκή συμμετοχή αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση της συνταγματικής αναθεώρησης και για τις δύο εκδοχές.
Επιστροφή της συντακτικής εξουσίας
Εδώ και δέκα χρόνια έχουμε επιστροφή της συντακτικής εξουσίας: από την Αραβική Άνοιξη ώς τις καταλήψεις στη Μαδρίτη, την Αθήνα, την Κωνσταντινούπολη και το κίνημα Occupy. Το εξεγερσιακό συστατικό της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, όπως το ονόμασε ο Μπαλιμπάρ, επέστρεψε με τη μαζική λαϊκή παρέμβαση. Στις εξεγέρσεις και τις καταλήψεις έχουμε μια συλλογική πολιτική πράξη, μια συντακτική εξουσία απέναντι στο κράτος και τις πολιτικές του. Η διακήρυξη «εμείς, ο λαός», που ακούστηκε σε όλες τις καταλήψεις, είναι ταυτόχρονα οντολογική και επιτελεστική: δηλώνει το «ποιοι» είμαστε και το τι θα γίνουμε. Αυτό το «εμείς», μια αναπαράσταση της μυθικής συντακτικής στιγμής, αναπαράγει την κοινωνική ύπαρξη και αλλάζει τους πολιτικούς συσχετισμούς. Η επιστροφή της συντακτικής εξουσίας οδήγησε στη συμμετοχή πολιτών στις διαδικασίες συνταγματικής αναθεώρησης στην Ισλανδία, την Ιρλανδία, τη Βουλγαρία. Μετά έχουμε τα συνταγματικής σημασίας δημοψηφίσματα στην Ελλάδα, την Ολλανδία, τη Βρετανία, την Ιταλία, ενώ άλλα έχουν αναγγελθεί. Το τζίνι της συντακτικής εξουσίας βγήκε από το μπουκάλι που το είχαν φυλακίσει οι συνταγματικοί φετιχιστές και δεν πρόκειται να μπει πάλι μέσα.
Τέλος, έχουμε τις θεωρίες της ριζοσπαστικής και αγωνιστικής δημοκρατίας. Εδώ η συντακτική εξουσία ούτε εξαφανίζεται ούτε περιθωριοποιείται από τη συντεταγμένη εξουσία. Παραμένει μια λανθάνουσα, εν δυνάμει ριζοσπαστική δύναμη, στη σκιά του νόμου. Υποκείμενό της είναι ο λαός ή το πλήθος, ο «δήμος εν συνελεύσει». Η εξουσία ασκείται εντός αλλά και εκτός των θεσμοποιημένων μορφών της από αυτούς που επιδιώκουν να τους μεταρρυθμίσουν προς δημοκρατική κατεύθυνση ή και να αλλάξουν τον τρόπο άσκησης της κυριαρχίας. Επινοούν λοιπόν νέες μορφές πολιτικής οργάνωσης ή παραγωγικής ανασυγκρότησης. Όταν όμως η θεσμοθέτησή τους είναι αδύνατη, τότε τα συνταγματικά αδιέξοδα παραμένουν και δημιουργούν θεσμική σκλήρωση.
Ριζοσπαστική δημοκρατία
Οι πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις στην Ευρώπη μάς οδηγούν να διατυπώσουμε μια «οντολογική» εκδοχή του συνταγματικού παραδόξου. Η συντακτική εξουσία δεν εξαντλείται με τη σύνταξη του συντάγματος, ούτε απορροφάται από τις συντεταγμένες μορφές. Αποτελεί «συμπλήρωμα της συντεταγμένης εξουσίας και την ακολουθεί ως σκιά, ως ένα φάντασμα που αδιάλειπτα και αναπόδραστα αμφισβητεί, αντιστέκεται και επαναπροσδιορίζει τη συντεταγμένη εξουσία. Μεταφέρουμε επομένως τη σχέση συντακτικής/συντεταγμένης εξουσίας στη διάκριση μεταξύ του «οντολογικού» και του «οντικού» πεδίου ή μεταξύ της «πολιτικής» και του «πολιτικού» (la politique και le politique). Η «πολιτική» αποτελείται από τις συμβατικές πρακτικές της πολιτικής δραστηριότητας και ό,τι γίνεται καθημερινά γύρω από το σύνταγμα, τα υπουργεία, τη Βουλή, τους κομματικούς μηχανισμούς. Το «πολιτικό», από την άλλη πλευρά, αναφέρεται στον θεμελιώδη τρόπο οργάνωσης του κοινωνικού δεσμού με τις βαθιές του αντιθέσεις. Η πολιτική οργανώνει θεσμούς και πρακτικές, δημιουργεί την τάξη και την κανονικότητα που στηρίζεται στη βούληση συμβίωσης του λαού. Το πολιτικό εκφράζει την κυριαρχία των ισχυρών και τον ανεξίτηλο ανταγωνισμό που αποτελεί προϋπόθεση των δομημένων αγώνων της καθημερινής πολιτικής.
Αλλά η συντακτική εξουσία δεν εμφανίζεται αποκλειστικά στη συντακτική στιγμή και την αναθεωρητική λειτουργία. Δεν πέφτει σε χειμερία νάρκη μέχρι την επόμενη επανάσταση, ούτε ενσωματώνεται πλήρως στο συντακτικό κείμενο. Παραμένει μια μόνιμη παρουσία που δεν είναι δέσμια της συντακτικής μορφής, αλλά έχει ελεύθερη ροή, όπως ένας χείμαρρος που δεν περιορίζεται. Αντίθετα, η συντακτική εξουσία αναδύεται σε μια διπλή κίνηση στην οποία ταυτόχρονα εμφανίζεται και αποκρύπτεται, θεσπίζει την κοινωνία αλλά περιθωριοποιείται από το δημιούργημά της. Εμφανίζεται με τη συντεταγμένη μορφή που οργανώνει και ενοποιεί την κοινωνική συμβίωση κάνοντας ορατές βέβαια τις συστατικές της διαιρέσεις, κεφάλαιο και εργασία, εξουσιαστές και εξουσιαζόμενοι, λαό και ελίτ. Αποκρύπτεται όμως γιατί η συντεταγμένη εξουσία, θεσμοί - κείμενα - προσωπικό, γίνεται αποδεκτή ή ενώ το υλικό σύνταγμα και η ισορροπία δυνάμεων που την οργανώνουν και τη νομιμοποιούν υποχωρούν και γίνονται αόρατα.
Συντακτική εξουσία και αναθεώρηση
Ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός, η μετάλλαξη της βιομηχανικής σε άυλη παραγωγή, η μεταμοντέρνα συνταγματοποίηση του νεοφιλελευθερισμού έχουν οδηγήσει στη «μεταδημοκρατική συνθήκη». Οι κοινωνίες είναι πολύπλοκες, οι προκλήσεις μεγάλες. Μόνο ειδικοί και τεχνοκράτες έχουν τις σωστές απαντήσεις στα οικονομικά, κοινωνικά, αναπτυξιακά και περιβαλλοντικά προβλήματα της εποχής μας. Δεν πρέπει να τίθενται λοιπόν σε δημόσια διαβούλευση ή ψηφοφορία, μια και ο λαός κάνει λάθη. Η συμμετοχή των πολιτών αποθαρρύνεται, η εκλογική αποχή μεγαλώνει, το πολιτικό σύστημα και οι πολιτικοί απομακρύνονται από την κοινωνία και γίνονται μια κάστα με μικρές εσωτερικής διαφορές. Λένε λοιπόν οι πολίτες «Όλοι είναι ίδιοι»: είτε μπλε είτε πράσινο ψηφίσεις, παίρνεις πάντα το ίδιο αποπνικτικό γκρι. Αυτή την απαξίωση της πολιτικής επιβραβεύουν οι δηλώσεις της αντιπολίτευσης.
Η θεωρία, κάθε θεωρία, αναδύεται μέσα από την πραγματικότητα. Η πραγματικότητα δημιουργεί το αδιέξοδο, το βραχυκύκλωμα που η πολιτική καλείται να λύσει. Η δουλειά της θεωρίας είναι να πάρει τη μερική απάντηση και να τη γενικεύσει. Το πρόβλημά μας είναι η απονομιμοποίηση της πολιτικής από μνημόνια, από την οικονομική και πολιτισμική πτώχευση, την εξουσία των δημοκρατικά ανεξέλεγκτων Ευρωπαίων και Ελλήνων «ειδικών». Οι πολίτες σκιαγράφησαν την απάντηση με τη σταδιακή, εύθραυστη επιστροφή τους στο πολιτικό προσκήνιο. Η πολιτική φιλοσοφία και μια σκεπτόμενη συνταγματική θεωρία την παίρνει και τη γενικεύει.
Η διαβούλευση για το σύνταγμα αναγνωρίζει το συνταγματικό παράδοξο, το δημοκρατικό έλλειμμα και τη μετέωρη επιστροφή της συντακτικής εξουσίας. Ο κοινωνικός διάλογος αποτελεί προσομοίωση συντακτικής εξουσίας και άμεσης δημοκρατίας. Δίνει συμβουλευτική θέση στους πολίτες διατηρώντας αλώβητη την αναθεωρητική εξουσία της Βουλής. Αποτελεί ένα πρώτο δειλό βήμα. Η κοινωνική συγκυρία απαιτεί μια πιο ενεργή λαϊκή συμμετοχή στην αναθεωρητική διαδικασία χωρίς να αμφισβητεί τα τρέχοντα θεσμικά δεδομένα.