Ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. έχασε τις εκλογές για δεύτερη φορά μέσα σε λίγες εβδομάδες. Πρόκειται για μια βαριά ήττα, που προβληματίζει και στενοχωρεί. Δεν είναι εύκολο σε μερικές γραμμές να πει κανείς τι έφταιξε ή να κάνει σοβαρό απολογισμό. Αυτό θα απαιτήσει βαθύτερη ανάλυση, επεξεργασίες, μελέτη και συλλογική σκέψη, για να εξαχθούν κρίσιμα συμπεράσματα για τη συνέχεια.
Πέρα όμως από τα αίτια της ήττας, αυτό που πρέπει να μας προβληματίσει περισσότερο είναι γιατί δεν προβλέψαμε το αποτέλεσμα των εκλογών της 21ης Μαΐου. Η εξέλιξη αυτή αποδεικνύει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. είναι μακριά από τις διεργασίες που συντελούνται στην ελληνική κοινωνία τα τελευταία χρόνια. Η συζήτηση αυτή δεν αφορά μόνο όλα όσα έγιναν την τελευταία τετραετία, αλλά αφορά όλο τον ιστορικό κύκλο από το 2012 και τις «πλατείες» μέχρι την εκλογική συντριβή της προηγούμενης Κυριακής.
Η πρόσκαιρη ριζοσπαστικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας, το «κύμα» του 2012, η αδυναμία της Αριστεράς που έγινε κυβέρνηση να αρθρώσει ολοκληρωμένη ιδεολογικοπολιτική πρόταση εξουσίας, το «τραύμα» και ο συμβιβασμός του 2015, η κυβερνητική θητεία 2015-2019, το αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο, καθώς και η αντιπολιτευτική τακτική της τελευταίας τετραετίας, είναι επεισόδια μιας διαρκούς αδυναμίας του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. να συνδεθεί με τις μάζες. Η «από τα πάνω» θεώρηση των πραγμάτων και η προσπάθεια να εμφανιστεί ως πολιτική πρωτοπορία μια μικρή «ελίτ» που λίγη σχέση είχε με τον μαζικό χώρο στέρησαν τη δυνατότητα σύνδεσης κόμματος και κοινωνίας. Οι απαντήσεις είναι πάντα μερικές, συγκυριακές, χτυπούν στην κοινή λογική ή την κάμπτουν, αν εξυπηρετείται μια πολιτική σκοπιμότητα που καταλήγει σε έναν διαρκή ετεροκαθορισμό και σε μια αέναη ρευστοποίηση της πολιτικής θέσης. Το μήνυμα, μοιραία, είναι «θολό», αφού δεν ακουμπά στα πραγματικά επίδικα. Ο πολιτικός καιροσκοπισμός γεννάει πολιτική αναξιοπιστία και, συνεπακόλουθα, δεν μπορεί να αποτυπώσει μια πολιτική φυσιογνωμία. «Είμαστε με τον λαό» λέγαμε συχνά, όμως ο λαός έχει ταξική διάρθρωση, οι αντιθέσεις και τα ταξικά συμφέροντα δεν μπορούν να είναι ποτέ ενιαία. Στην πολιτική εκφράζεις συμφέροντα, τα οποία δεν κοιτούν προς την ίδια κατεύθυνση. Όταν υπόσχεσαι μια «δίκαιη κοινωνία για όλους», τότε μάλλον παραγνωρίζεις αυτές τις αντιθέσεις.
Η ριζοσπαστικοποίηση, τελικά, δεν αφορά μόνο την Αριστερά, αφορά και τη Δεξιά, όπως αποδείχτηκε στις πρόσφατες εκλογές. Η Αριστερά έχει μερίδιο ευθύνης για την άνοδο την Ακροδεξιάς στη χώρα, όχι μόνο γιατί δεν την αντιμετώπισε στα ίσα, μέσα στην κοινωνία, αλλά και γιατί θεώρησε τη μάχη αυτή δευτερεύουσα. Όταν η Ακροδεξιά, λόγω του κοινωνικού εκφασισμού, είναι ισχυρή, μπορεί να μετατοπίσει όλο το πολιτικό εκκρεμές προς τα δεξιά, τότε και η Αριστερά στριμώχνεται, «προσαρμόζεται», παίζει στο πεδίο του αντιπάλου. Το ζήσαμε προεκλογικά και στο θέμα της μειονότητας και στο θέμα του ναυαγίου της Πύλου, όταν ο κοινωνικός φασισμός, που ήταν παρών στην χώρα, «ξετρύπωσε», και σταθήκαμε τουλάχιστον αμυντικά.
Η αυτοαναίρεση είναι μια πολιτική παραδοχή χρήσιμη και όχι διαλυτική. Χρειάζεται μια τομή και με το παρελθόν. Να σταματήσουμε να αναζητούμε την αυτοδικαίωση ανάλογα με το ρεύμα της Αριστεράς ή της Σοσιαλδημοκρατίας από το οποίο προέρχεται ο καθένας και η καθεμία. Να βρούμε εκείνα που μας ενώνουν και να συνθέσουμε, γιατί ο αντίπαλος είναι εκεί, είναι επικίνδυνος, συμπαγής και με τεράστιες εφεδρείες. Το καθαρό πολιτικό στίγμα, η ανάκτηση της πολιτικής αξιοπιστίας, οι καθαρές θέσεις και η πολιτική ανανέωση σε πρόσωπα και, κυρίως, ιδέες είναι απαραίτητα για να πιάσουμε ξανά το νήμα της Ιστορίας.
* Ο Διονύσης Τεμπονέρας είναι μέλος της Π.Γ. του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ.