Οι δηλώσεις του κ. Τσακλόγλου για ενδεχόμενες αυξήσεις στα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης έχουν ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων. Η κυβέρνηση επικαλείται τον Ν. 3863/2010 που συνδέει την αύξηση του προσδόκιμου ζωής με τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, αφήνοντας ανοιχτό να υπάρξει αύξηση και πάνω από τα 67 έτη από το 2027. Είναι, όμως, μόνο αυτό το πρόβλημα;
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, η χώρα μας έχει από τα υψηλότερα όρια ηλικίας στην Ευρώπη. Συγκεκριμένα, το μέσο όριο ηλικίας συνταξιοδότησης για τους άνδρες είναι τα 64,99 έτη και τα 64,74 για τις γυναίκες. Το χαμηλότερο κατέχουν η Ουκρανία και η Πολωνία στα 60 καθώς και η Ρωσία στις γυναίκες με 56,5 έτη.
Η χώρα μας έχει και επιπλέον ιδιαιτερότητες, όμως, ως προς τον χρόνο εργασίας. Οι Έλληνες εργαζόμενοι όχι μόνο βγαίνουν αργά στη σύνταξη, αλλά δουλεύουν και τις περισσότερες ώρες. Τα στοιχεία του ΟΟΣΑ αποτυπώνουν την πραγματικότητα: Η Ελλάδα είναι η έβδομη χώρα-μέλος στην κατάταξη με τους εργαζόμενους που δούλεψαν περισσότερες ώρες σε ετήσια βάση, πολύ πιο πάνω από τον μέσο όρο των κρατών-μελών του ΟΟΣΑ. Προηγούνται χώρες όπως το Μεξικό, η Κόστα Ρίκα, η Κολομβία και η Χιλή. Ενώ έπονται κατά πολύ προηγμένες χώρες του σύγχρονου δυτικού κόσμου όπως οι ΗΠΑ, η Σουηδία, η Ελβετία, η Γαλλία και η Γερμανία.
Η χώρα μας είναι δευτεραθλήτρια στα ποσοστά ανεργίας στην Ε.Ε., με αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι να αργούν ιδιαιτέρως να συμπληρώσουν τα απαιτούμενα ένσημα και, όταν το επιτυγχάνουν, οι χαμηλοί μισθοί και οι λιγοστοί χρόνοι ασφάλισης οδηγούν σε συντάξεις «πείνας».
Σε αυτό το περιβάλλον, η συζήτηση και μόνο για αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης είναι προκλητική. Αντί η κυβέρνηση να αναζητά τρόπους να μειώσει τη συνταξιοδοτική δαπάνη με αυξήσεις ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, οφείλει: α) Να εξεύρει πόρους για να ενισχύσει τη βιωσιμότητα του συστήματος (καταπολέμηση εισφοροδιαφυγής και εισφοροαποφυγής, των ελαστικών σχέσεων εργασίας, των καθηλωμένων μισθών κλπ.). β) Να αντιμετωπίσει το δημογραφικό πρόβλημα. γ) Να αλλάξει το παραγωγικό μοντέλο της χώρας για να ενισχύσει τα κρατικά έσοδα.
* Ο Διονύσης Τεμπονέρας είναι δικηγόρος-εργατολόγος