Οι μελλοντικοί συνταξιούχοι, με την ασφαλιστική παρέμβαση Μητσοτάκη - Χατζηδάκη, θα λάβουν σύνταξη μειωμένη κατά 35% σε σχέση με το σημερινό επίπεδο των επικουρικών συντάξεων, προειδοποιεί ο ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου Σάββας Ρομπόλης σε συνέντευξή του στην ΑΥΓΗ της Κυριακής προσθέτοντας ότι για να λάβουν επικουρική σύνταξη στο ίδιο επίπεδο με τη σημερινή θα πρέπει να συνταξιοδοτηθούν στο 74ο έτος της ηλικίας τους.
Η μέση μηνιαία επικουρική σύνταξη για τους νέους με το ισχύον σύστημα θα είναι 221 ευρώ, ενώ με το σύστημα της κεφαλαιοποίησης των ατομικών λογαριασμών θα είναι 145 ευρώ, υπογραμμίζει
* Κύριε Ρομπόλη, υποστηρίζετε ότι με το κεφαλαιοποιητικό σύστημα των ατομικών λογαριασμών (ατομικός κουμπαράς) που προωθεί η κυβέρνηση το χρηματοδοτικό κενό ή το κόστος μετάβασης είναι αρκετά υψηλό. Πρόσφατα ο υφυπουργός Κοινωνικών Ασφαλίσεων Π. Τσακλόγλου αναγνώρισε το υψηλό κόστος μετάβασης, αλλά το προσδιόρισε στα 56 δισ. ευρώ.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας, «το «χρηματοδοτικό κενό», ή το κόστος μετάβασης, είναι 62 δισ. ευρώ και, εάν συνυπολογιστούν και οι διακηρυσσόμενες εγγυήσεις των χορηγούμενων κεφαλαιοποιητικών επικουρικών συντάξεων, θα φθάσει στο επίπεδο των 75-78 δισ. ευρώ. Όμως, στην προοπτική αυτή, το σημαντικότερο πρόβλημα, μεταξύ των άλλων, είναι η χρηματοδότηση αυτού του κόστους μετάβασης, η οποία, κατά τη γνώμη μας, σύμφωνα και με τη διεθνή ευρωπαϊκή βιβλιογραφία και εμπειρία, καθίσταται αβέβαιη και επισφαλής.
* Δηλαδή, εάν δεν καλυφθεί στο ύψος που το προσδιορίζετε, θα κινδυνεύσουν οι επικουρικές συντάξεις του ισχύοντος συστήματος που καταβάλλονται σήμερα;
Οι συντάξεις θα εξασφαλίζονται μόνον εφόσον θα χρηματοδοτηθεί το κόστος μετάβασης. Διαφορετικά θα επιβαρυνθεί ο κρατικός προϋπολογισμός, ιδιαίτερα μετά το 2030, με μια ετήσια δαπάνη της τάξης του 1 δισ. ευρώ και μετά το 2040 με μια ετήσια δαπάνη της τάξης των 2,7 δισ. ευρώ.
* Εννοείτε ότι θα πρέπει να καταβάλλονται στο ακέραιο οι σημερινές εισφορές που θα χρηματοδοτούν τις συντάξεις των σημερινών και μελλοντικών συνταξιούχων του ισχύοντος συστήματος, καθώς από την 1.1.2022 οι εισφορές των νεοεισερχόμενων στην αγορά εργασίας δεν θα πηγαίνουν στο Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης;
Ακριβώς. Το υπάρχον σύστημα επικουρικής ασφάλισης θα στερηθεί ετήσιους κατά μέσον όρο πόρους από ασφαλιστικές εισφορές της τάξης των 1,3 δισ. ευρώ κατά την περίοδο 2022 - 2070. Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι αυτοί οι πόροι καθ’ όλη την περίοδο των πενήντα ετών θα προέλθουν από την αύξηση του ΑΕΠ και την ανάπτυξη.
Όμως, ο ισχυρισμός αυτός εμπεριέχει σοβαρές αβεβαιότητες. Κι αυτό γιατί οι κίνδυνοι που υπάρχουν από τη χρηματιστηριακή αξιοποίηση των εισφορών που θα καταβάλλουν από 1.1.2022 οι νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας ασφαλισμένοι συνίστανται στην αβεβαιότητα των αγορών, ιδιαίτερα σε περιόδους χρηματοπιστωτικών και οικονομικών κρίσεων (π.χ. 2008), όπου επέρχονται, όπως προκύπτει από τη διεθνή, ευρωπαϊκή και ελληνική εμπειρία, σημαντικές απώλειες στις αποδόσεις και στο κεφάλαιο των ατομικών λογαριασμών (κουμπαράς).
Ακριβώς τους κινδύνους αυτούς και το υψηλό κόστος μετάβασης υπέστησαν σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο από το 1981 μέχρι το 2018 οι τριάντα χώρες της Λατινικής Αμερικής, της Αφρικής και της ανατολικής Ευρώπης, οι οποίες, ύστερα από τριάντα χρόνια, επέστρεψαν στο δημόσιο διανεμητικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, το οποίο επιφορτίστηκε με σημαντικές αρνητικές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες.
* Ναι, αλλά η κυβέρνηση διατείνεται ότι αντιγράφει το σουηδικό μοντέλο...
Είναι λανθασμένος ο κυβερνητικός αυτός ισχυρισμός ότι από την 1.1.2022 στη χώρα μας θα εφαρμόζεται το σουηδικό μοντέλο. Κι αυτό γιατί το σουηδικό μοντέλο, όπως κι αυτό της Αυστραλίας, των αγγλοσαξονικών χωρών και των χωρών της βορειοδυτικής Ευρώπης, για να αποφύγουν, μεταξύ των άλλων, τους προαναφερόμενους κινδύνους, το υψηλό κόστος μετάβασης και τη φορολογική επιβάρυνση των πολιτών, οδηγήθηκαν στην επιλογή και την υλοποίηση του κεφαλαιοποιητικού συστήματος νοητής κεφαλαιοποίησης και των επαγγελματικών ταμείων μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα από μηδενική βάση.
Αντιθέτως, με την κεφαλαιοποίηση των ατομικών λογαριασμών (ατομικός κουμπαράς) της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης, η κυβέρνηση επιλέγει την κατάργηση στη χώρα μας του αντίστοιχου με τα ισχύοντα στην Ευρώπη, τη Σουηδία κ.λπ. κεφαλαιοποιητικού συστήματος νοητής κεφαλαιοποίησης και την αντικατάστασή του με την αποτυχημένη κεφαλαιοποίηση των ατομικών λογαριασμών που εφαρμόστηκε μόνο για τρεις δεκαετίες στη Λατινική Αμερική, την Αφρική και την ανατολική Ευρώπη, με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος των προαναφερόμενων χωρών, για την ελληνική οικονομία, τους συνταξιούχους, τους φορολογούμενους πολίτες, την κοινωνία και τη νέα γενιά.
* Να επιστρέψουμε στη χρηματοδότηση του κεφαλαιοποιητικού συστήματος των ατομικών λογαριασμών που προωθεί η κυβέρνηση. Θα αντέξει η οικονομία ένα τέτοιο κόστος;
Νομίζω ότι αυτό θα είναι το κυρίαρχο διακύβευμα της ελληνικής οικονομίας κατά τα επόμενα πενήντα χρόνια. Κι αυτό γιατί το κόστος μετάβασης συμβάλλει στην αύξηση του δημοσίου χρέους, καθώς και στην υπονόμευση της μακροχρόνιας βιωσιμότητας του, με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται για την επιβολή ενός νέου κύκλου λιτότητας και περικοπών των μισθών, των συντάξεων και γενικότερα των κοινωνικών δαπανών.
Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι, ενώ από το 2040 και μετά η χώρα μας, αντί να καταβάλλει μία μικρότερη επιβάρυνση για το χρέος αφού σχεδόν το 50% θα το έχει εξοφλήσει μέχρι το 2040, η κεφαλαιοποίηση των ατομικών λογαριασμών (κουμπαράς) της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης θα επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό με ετήσιο κατά μέσον όρο κόστος ύψους 2,7 δισ. ευρώ, με αποτέλεσμα το κόστος μετάβασης να επιβαρύνει την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους κατά 49%.
Στις συνθήκες αυτές αντιλαμβάνεστε τι αρνητικές παρενέργειες θα προκληθούν στην οικονομία από τη στιγμή που κατά τη συγκεκριμένη περίοδο οι πολιτικές, οικονομικές, αναπτυξιακές, κοινωνικές κ.λπ. δυνάμεις της χώρας θα απορροφώνται, σε μεγάλο βαθμό, από αυτή τη μεγάλη δημοσιονομική πρόκληση.
* Και η δέσμευσή της χώρας για επίτευξη της συνταξιοδοτικής δαπάνης για το ασφαλιστικό ως ποσοστό του ΑΕΠ στο 16,2% έως το 2070;
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας, με το ισχύον σύστημα κύριας και επικουρικής ασφάλισης στην Ελλάδα η συνταξιοδοτική δαπάνη μειώνεται σταδιακά από 17,1% του ΑΕΠ το 2017 σε 10,6% του ΑΕΠ το 2070 (σταδιακή μείωση της κρατικής χρηματοδότησης για συντάξεις από 8,5% του ΑΕΠ το 2010 σε 5% του ΑΕΠ κατά μέσον όρο την περίοδο 2018 - 2070) και ο μέσος όρος των κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EU-27) προβλέπεται ότι το 2070 θα διαμορφωθεί στο επίπεδο του 11,4% του ΑΕΠ.
Η διαφορά των 5,6 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ ανάμεσα στην πρόβλεψη και τη δέσμευση της χώρας μας για το επίπεδο της συνταξιοδοτικής δαπάνης το 2070 παρείχε αντικειμενικά τη δυνατότητα της κοινωνικο-ασφαλιστικής πολιτικής της χώρας μας να βελτιώσει σταδιακά το χαμηλό επίπεδο των συντάξεων ακόμη και εντός των μνημονιακών δεσμεύσεων.
Αντιθέτως, η προοπτική της κεφαλαιοποίησης των ατομικών λογαριασμών της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης, το υψηλό κόστος μετάβασης και η συμβολή του στην αύξηση του χρέους θα παρεμποδίσουν την υλοποίηση της προαναφερόμενης δυνατότητας της κοινωνικο-ασφαλιστικής πολιτικής, με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται για το επίπεδο συντάξεων των νέων γενεών.
* Με όλα αυτά που μας λέτε, πώς προκύπτει η κυβερνητική αισιοδοξία ότι είναι εξασφαλισμένες υψηλότερες συντάξεις στους μελλοντικούς συνταξιούχους του κεφαλαιοποιητικού συστήματος των ατομικών λογαριασμών σε σχέση με τους συνταξιούχους του ισχύοντος συστήματος επικουρικής ασφάλισης;
Ο κυβερνητικός ισχυρισμός, σύμφωνα με τη διεθνή και την ευρωπαϊκή βιβλιογραφία, καθώς και με την έρευνά μας, είναι αβέβαιος και επισφαλής. Κι αυτό για τους εξής συγκεκριμένους λόγους:
1. Η αύξηση του προσδόκιμου ζωής κατά οκτώ περισσότερα χρόνια κατά μέσον όρο σε σχέση με τη σημερινή γενιά. Αυτό σημαίνει ότι οι μελλοντικοί συνταξιούχοι εξ αυτού του λόγου θα λάβουν σύνταξη μειωμένη κατά 35% σε σχέση με το σημερινό επίπεδο των επικουρικών συντάξεων. Διαφορετικά, για να λάβουν το ίδιο επίπεδο με τη σημερινή επικουρική σύνταξη, θα πρέπει να συνταξιοδοτηθούν στο 74ο έτος της ηλικίας τους.
2. Οι κίνδυνοι των αποδόσεων των χρηματιστηρίων, ιδιαίτερα σε περιόδους χρηματοπιστωτικών κρίσεων, τις οποίες κανείς δεν αποκλείει κατά τις επόμενες τρεις δεκαετίες.
Αντίθετα από τα παραδείγματα που δόθηκαν στη δημοσιότητα από το υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων διαπιστώνεται ο λανθασμένος ισχυρισμός ότι με το ισχύον σύστημα ένας ασφαλισμένος, ύστερα από 40 έτη ασφάλισης, θα λάβει μηνιαία επικουρική σύνταξη της τάξης των 153 ευρώ, ενώ με το κεφαλαιοποιητικό σύστημα των ατομικών λογαριασμών (ατομικός κουμπαράς) θα λάβει για τα ίδια έτη ασφάλισης και με τις ίδιες αποδοχές μηνιαία επικουρική σύνταξη της τάξης των 257 ευρώ.
Όμως, σύμφωνα με την έρευνά μας και τους υπολογισμούς μας, οι οποίοι βασίζονται σε διαφορετικές υποθέσεις εργασίας, η μέση μηνιαία επικουρική σύνταξη για τους νέους του προαναφερόμενου παραδείγματος με το ισχύον σύστημα θα είναι 221 ευρώ, ενώ με το σύστημα της κεφαλαιοποίησης των ατομικών λογαριασμών θα είναι 145 ευρώ.
* Κύριε Ρομπόλη, κλείνοντας, θα ήθελα να μας πείτε πού πιστεύετε πως θα οδηγήσει η δίδυμη αυτή “αντιμεταρρύθμιση” στην εργασία και την κοινωνική ασφάλιση - κοινωνικό κράτος που προωθεί η κυβέρνηση.
Η στρατηγική ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, νεοφιλελεύθερης έμπνευσης (shock therapy), με απομείωση της εργασίας, αποδιάρθρωσης - ιδιωτικοποίησης της επικουρικής ασφάλισης και θεσμικής παρεμπόδισης της συνδικαλιστικής δράσης, ουσιαστικά αποπειράται, μεταξύ των άλλων, να οδηγήσει τον οικονομικό σχηματισμό στην Ελλάδα σε μια βίαια αλλαγή του παραγωγικο-αναπτυξιακού και εργασιακο-κοινωνικού μοντέλου, με τον επανακαθορισμό των σχέσεων κεφαλαίου-εργασίας, της διάρθρωσης της παραγωγής και της οργάνωσης της εργασίας.
Έτσι, κατά την τρέχουσα δεκαετία, στην Ελλάδα αποπειράται να εγκαθιδρυθεί μια νέα οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα, η οποία συνίσταται στην αύξηση της κερδοφορίας, όχι μόνο από την επιχειρηματική δραστηριότητα και την ιδιοποίηση της υπεραξίας των εργαζομένων, αλλά επιπλέον και από τη σημαντικού επιπέδου απομείωση της εργασίας και περιορισμού των μισθολογικών, των εργασιακών και των κοινωνικών δικαιωμάτων, με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται για τη διεύρυνση των ανισοτήτων και όλων των μορφών ευελιξίας της εργασίας, τη μετανάστευση στο εξωτερικό και τη φτωχοποίηση ακόμη μεγαλύτερου (38% του πληθυσμού, 4,2 εκατ. άτομα, ζουν κάτω από το όριο, 382 ευρώ τον μήνα, φτώχειας) τμήματος του πληθυσμού.