ΑΝΝΑ ΜΑΧΑΙΡΑ, ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ, ΛΗΔΑ ΠΑΠΑΣΤΕΦΑΝΑΚΗ (επιμ.) Το πνεύμα, πρωτοξάδελφος του γιακωβινισμού…. Κείμενα αφιερωμένα στον Χρήστο Χατζηιωσήφ, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης
Ο τόμος που αφιερώνεται στον Χρήστο Χατζηιωσήφ και το έργο του και που επιμελήθηκαν η Άννα Μαχαιρά, η Λήδα Παπαστεφανάκη και ο Στρατής Μπουρνάζος δεν ακολουθεί μια συνήθη πρακτική των εγχειρημάτων αυτής της κατηγορίας: τη συγκέντρωση δηλαδή κειμένων από συναδέλφους, συνεργάτες, φίλους και φίλες του τιμώμενου ή της τιμώμενης που αφορούν περισσότερο τα δικά τους ερευνητικά ενδιαφέροντα και λιγότερο το δικό του ή το δικό της έργο. Αντίθετα, εκτός από το γεγονός ότι αντιπροσωπεύουν βασικά πεδία της επιστημονικής και ερευνητικής δραστηριότητας του Χρήστου Χατζηιωσήφ, τα κείμενα του τόμου αυτού χαρτογραφούν συγχρόνως και τους τρόπους με τους οποίους ένας ευρύς κύκλος ανθρώπων, από διαφορετικές γενιές, μαθητές και μαθήτριες, συνάδελφοι, συνεργάτες, φίλοι και φίλες συνομίλησαν με τη σκέψη και το έργο του Χατζηιωσήφ μέσα από τις δικές τους έρευνες.
Θα ήθελα να σταθώ απόψε σε ένα στοιχείο που νομίζω ότι αποτελεί το βασικό συνδετικό νήμα ανάμεσα στα περισσότερα, αν όχι όλα τα κείμενα του τόμου, και ανάμεσα στους συγγραφείς και τον ιστορικό στον οποίο τα αφιερώνουν: στους τρόπους με τους οποίους πολιτικοποιείται η ιστορία, δηλ. πώς το οικονομικό, κοινωνικό, ιστοριογραφικό γεγονός ανάγονται σε πολιτικό προβληματισμό, και πώς η μελέτη τους μετατρέπεται σε διαδικασία αμφισβήτησης.
Αυτός ο πολιτικός μετασχηματισμός της ιστορίας νομίζω ότι στο έργο του Χατζηιωσήφ συντελείται με τρεις τρόπους: α. τη διαρκή επανεξέταση της ελληνικής ιστοριογραφίας, παλαιότερης αλλά και σύγχρονης, κάτω από το ιδεολογικό μικροσκόπιο της ιστορικής συγκυρίας στην οποία διαμορφώνεται αλλά και τον πολιτικό φακό της δικής του συγχρονίας, β. την ένταξη της ελληνικής --οικονομικής και κοινωνικής-- ιστορίας σε ιστοριογραφικές κοινότητες που αμφισβήτησαν ή άσκησαν κριτική στη μέγγενη του εκσυγχρονισμού και της ανελέητης ευθυγράμμισης με τις ιστοριογραφικές ηγεμονίες της δυτικής Ευρώπης και των ΗΠΑ: στις νοτιο-ευρωπαϊκές, νοτιο-ανατολικές, μεσογειακές ιστορίες και τις ιστορίες της Λατινικής Αμερικής, με τις οποίες μάλιστα δηλώνει τη σχέση του σε μια περίοδο κατά την οποία η μαρξιστική ή μαρξίζουσα ελληνική ιστοριογραφία είναι στραμμένη σχεδόν αποκλειστικά στη Γαλλία: θυμίζω τον «Πρόλογο» και τη μετάφραση του βιβλίου της Μάρτα Χάρνεκερ, της χιλιανής κοινωνιολόγου της λατινοαμερικανικής αριστεράς, Οι βασικές αρχές του ιστορικού υλισμού, που κυκλοφόρησε στη δεκαετία του 1976· και γ. μέσα από τη συμμετοχή στην αιχμή των ιστοριογραφικών συζητήσεων του 20ού και 21ου αιώνα, και κυρίως μέσα από τις συστηματικές απόπειρες πολιτικοποίησης αυτών των συζητήσεων: αναφέρω ενδεικτικά, από μια πλούσια παραγωγή, το κείμενο με αφορμή την επέτειο των 200 χρόνων από τη Γαλλική επανάσταση που δημοσιεύει στον Μνήμονα το 1991, ή την παρέμβασή του στη συζήτηση γύρω από την έκδοση του βιβλίου Το Ελληνικό Έθνος του Ν. Σβορώνου (Ο Πολίτης, 131, 2005).
Αξιοποιώντας ρητά ή υπόρρητα αυτή τη μαθητεία στην πολιτική σκέψη, τα κείμενα στο πρώτο μέρος του τόμου αναθεωρούν βεβαιότητες ή ηγεμονίες που εγκαταστάθηκαν στην ελληνική ιστοριογραφία μετά τη Μεταπολίτευση αλλά και στο γύρισμα του 21ου αιώνα: τον φιλελευθερισμό του Κοραή, τις κλασικές καταβολές της Γαλλικής Επανάστασης, την «ελληνικότητα» των Ελλήνων καλλιτεχνών του 19ου αιώνα και του Μεσοπολέμου, τα όρια της δράσης των Μυστικών Υπηρεσιών στην Ελλάδα, την αναλυτική αξία της “Κόκκινης βίας» του Εμφυλίου, τον ρόλο της τεχνολογικής καινοτομίας στην ελληνική βιομηχανία στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα, τον ρόλο του ελληνικού Συντάγματος ως θεματοφύλακα ελευθεριών και δικαιωμάτων, εν προκειμένω των εργασιακών δικαιωμάτων και των συνδικαλιστικών ελευθεριών· ή τέλος, εγγράφουν σε μια άλλη ιστορία της ατομικής ιδιοκτησίας τη συζήτηση γύρω από το κύτταρο και τη ζωή ως μονοπωλιακές ευρεσιτεχνίες την εποχή της γονιδιακής επανάστασης.
Στο δεύτερο μέρος η πολιτικοποίηση αυτή αρθρώνεται μέσα από τη σύζευξη μικρών, ατομικών ιστοριών με τη μεγάλη ιστορία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι και τα κείμενα του πρώτου μέρους δεν μπορούν να διαβαστούν μέσα από ανάλογες διασταυρώσεις μιας μικροϊστορικής με μια μακροϊστορική οπτική. Μικρές ιστορίες οι περισσότερες από τις οποίες ήταν άγνωστες ως τώρα: το προσωπικό διεθνές δίκτυο ενός αργεντινού εμπόρου του 18ου αιώνα, οι αδελφοί Κουντουριώτη και η χρηματοδότηση των επαναστάσεων, ένας Γάλλος τραπεζίτης του 19ου αιώνα που γίνεται μεταλλουργός χάρη στην τεχνογνωσία μιας ισπανικής περιφέρειας εξόρυξης, η θηραϊκή γη στο μεσογειακό εμπόριο, οι σχέσεις ανάμεσα στις χριστιανικές κοινότητες (Ορθοδόξων και Αρμενίων) των Αδάνων στο οθωμανικό, το ελλαδικό και το ευρωπαϊκό πλαίσιο, η διαδρομή μιας οικογενειακής κλωστοϋφαντουργίας από την Οθωμανική αυτοκρατορία του τέλους του 19ου αιώνα στις προσφυγικές συνοικίες του Μεσοπολέμου, οι οικονομικές και κοινωνικές επιλογές των Ελλήνων της αποικιακής Αφρικής (Σουδάν) ή των Ελλήνων που εργάζονται στη διώρυγα του Σουέζ, οι μικροί επιχειρηματίες στην κρίση του Μεσοπολέμου ή οι τοπικές ελίτ της Κρήτης στην ελλαδική και μεσογειακή συγκυρία της κρίσιμης δεκαετίας του ’60. Ή μέσα από τη σύζευξη των εθνικών ιστοριών με τη μεγάλη ιστορία, όπως το πρόβλημα της καθυστέρησης στη διατύπωση «αγροτικού ζητήματος» στην ελληνική, την οθωμανική και την ευρύτερη βαλκανική ιστορία, ή την αδύνατη ένταξη της πραγματικότητας του ελληνικού τουρισμού στο πλαίσιο του διεθνούς ΟΟΣΑ.
Στο τρίτο μέρος συγκεντρώνονται οι ιστοριογραφικές παρεμβάσεις του τόμου: οι σύγχρονοι προβληματισμοί πάνω στην έννοια και τον όρο «μινωϊκή τέχνη», οι ελληνικές και ιβηρικές οικονομικές και πολιτισμικές διασταυρώσεις πέρα από τις σύγχρονες μεσογειακές θεωρίες, η συζήτηση γύρω από τα πεδία του «βυζαντινού» και του μετα-βυζαντινού» για τη βυζαντινή ιστορία, τη βυζαντινή τέχνη και τις βυζαντινές σπουδές, η δυνατότητα μιας Οθωμανικής διανοητικής ιστορίας και μιας οθωμανικής οικονομικής ιστορίας, η οθωμανική «νεωτερικότητα» στο μικροσκόπιο, ο ιστοριογραφικός ριζοσπαστισμός ως εφαλτήριο για έναν νέο συντηρητισμό των ιστορικών της αμερικανικής Νέας Αριστεράς, ή πώς η μνήμη μετατρέπεται σε πολιτικό διακύβευμα της ιστορίας μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου ή μετά τα γεγονότα του Δεκέμβρη του 2008 στην Αθήνα.
Όσο διαβάζεται και ξαναδιαβάζεται ο τόμος, γίνεται φανερό ότι δεν είναι μόνο ένα αφιέρωμα στον Χρήστο Χατζηιωσήφ: επιχειρεί συγχρόνως και μια έμμεση απάντηση σε ιστοριογραφικά στερεότυπα του τέλους του 20ού και του 21ου αιώνα. Θα τολμούσα να πω ότι απαντά σε μια σύγχρονη βουλγκάτα που αντιμετωπίζει τα ιστοριογραφικά πεδία σαν στάδια σε μια προοδευτική πορεία με στόχο το «καινούριο» και το σύγχρονο, προτείνοντας αντίθετα αμφίδρομες αναγνώσεις και διασταυρώσεις παλαιότερων και νεότερων πεδίων και εργαλείων, όπως π. χ. στη συνομιλία λογοτεχνίας & ιστοριογραφίας στην περίπτωση του Φλωμπέρ, ή στη συνεργασία οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας για τη μελέτη της εθνικής πολιτικοποίησης στην Οθωμανική Στενήμαχο. Από την άλλη, η ευρύτερη, δυναμική και παραγωγική αντίληψη του πολιτικού ως βασικού αναλυτικού εργαλείου της κοινωνικής ιστορίας και της ιστοριογραφίας της, που κληροδοτεί ο Χρήστος Χατζηιωσήφ τόσο στους μαθητές και τις μαθήτριές του όσο και στο ίδιο το τμήμα Ιστορίας & Αρχαιολογίας του πανεπιστημίου Κρήτης, και που εκφράζουν τα κείμενα του τόμου, έρχεται να ανατρέψει ένα άλλο στερεότυπο καχυποψίας απέναντι στην ιδεολογία και το πολιτικό ως ελλειμματικά και περιοριστικά εργαλεία κατανόησης της ιστορίας, τα οποία υποβαθμίζουν και εξαντλούν την ανασυγκρότηση και μελέτη του παρελθόντος σε θεσμικές, κομματικές ή προγραμματικές συναινέσεις και συγκρούσεις. Στερεότυπο που βλέπουμε να ανανεώνεται έμμεσα και με την εκστρατεία «αποπολιτικοποίησης» την οποία έχει εξαπολύσει το κράτος ενάντια στις ακαδημαϊκές συλλογικότητες και τις πρακτικές τους: ας θυμηθούμε τον τρόπο με τον οποίο επιχειρήθηκε πρόσφατα η κατάργηση μιας κατοχυρωμένης από τη Μεταπολίτευση πολιτικής ελευθερίας και πρακτικής της φοιτητικής κοινότητας, των εκλογών στους φοιτητικούς συλλόγους, με την ανάθεση της οργάνωσής τους στα πανεπιστημιακά τμήματα. Γι’ αυτό και είναι εξαιρετικά επίκαιρο το κείμενο του τόμου για τον ρόλο του Πανεπιστημίου των Αθηνών στις πολιτικές συγκρούσεις των αρχών του 20ού αιώνα.
Για τους παραπάνω λόγους, τέλος, νομίζω ότι ο τόμος που αφιερώνεται στον Χρήστο Χατζηιωσήφ θα μπορούσε να συνιστά μια ιστοριογραφική θέση, μια ιστοριογραφική δήλωση αμφισβήτησης του πολιτικού παρόντος. Σ’ αυτή τη διαρκή αμφισβήτηση, που μπορεί να φτάσει και ώς την ανταρσία απέναντι στον εαυτό της, μια επικίνδυνη θέση, όπως έγινε ο γιακωβινισμός για την ιστοριογραφία γύρω από τη Γαλλική επανάσταση αλλά και για την ίδια την επανάσταση, σ΄ αυτήν παραπέμπει και η ιδιαίτερη έννοια του esprit στον Σταντάλ, από τον οποίο η Άννα Μαχαιρά, η Λήδα Παπαστεφανάκη και ο Στρατής Μπουρνάζος άντλησαν την ιδέα του τίτλου. Μια δήλωση η οποία στην πολιτική συγκυρία που βιώνουμε αυτή τη στιγμή στα πανεπιστήμια, και όχι μόνο, αποκτά τα χαρακτηριστικά πολιτικής «πράξης».
*Η Ελευθερία Ζέη είναι ιστορικός / Πανεπιστήμιο Κρήτης.