ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΟΥΚΟΣ, Μια σύντομη ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, εκδόσεις Θεμέλιο, σελ. 224
Δυο χρόνια μετά την επέτειο των 200 χρόνων και, ενώ συνεχίζουν οι εκδόσεις μελετών για την Επανάσταση του 1821, αποτέλεσμα των ερευνητικών προσπαθειών των τελευταίων χρόνων, ήδη ξεκίνησαν οι πρώτες προσπάθειες αποτίμησης της έως τώρα ερευνητικής και ιστοριογραφικής παραγωγής (βλ. το βιβλιοκριτικό αφιέρωμα «Εκδόσεις για το 1821. Μια πρώτη αποτίμηση» στον 38ο τόμο του περιοδικού Μνήμων, και το αφιέρωμα «Διάλογος για πρόσφατες ιστορίες της Νεότερης Ελλάδας» στον 39ο τόμο του περιοδικού Τα Ιστορικά). Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες, νομίζω, τάσεις, που μπορούμε να διακρίνουμε, είναι η σύνταξη επίτομων ιστοριών. Τα έργα αυτά, εύλογα, είναι αφαιρετικά, ωστόσο σε κάποιες περιπτώσεις οι πιο καλά ενημερωμένοι αναγνώστες αναγνωρίζουν απλοποιήσεις οι οποίες παραμορφώνουν σημαντικά τα όσα γνωρίζουμε από την ειδική βιβλιογραφία.
Η Σύντομη Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης του Χρήστου Λούκου δεν συγκαταλέγεται σε αυτά. Πρόκειται για μια μελέτη στην οποία συμπυκνώνεται η βαθιά γνώση και η μακροχρόνια εμπειρία ενός από τους πιο συστηματικούς μελετητές της Επανάστασης. Αλλά και πέρα από την ειδίκευση του Χρήστου Λούκου στις σπουδές για το ’21, όσοι από εμάς μαθητεύσαμε σε κάποια από τις εθελοντικές ταξινομήσεις που επί δεκαετίες σχεδιάζει, γνωρίζουμε και τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει κάθε αρχειακή πηγή.
Το βιβλίο αποτελεί ένα ευσύνοπτο πανόραμα της περιόδου, γοητευτικά γραμμένο και με θεματολογική ευρυχωρία. Με την ολοκλήρωση της ανάγνωσης έχει κερδίσει κανείς σίγουρα δυο πράγματα: πρώτον, έχουν τοποθετηθεί οι ψηφίδες του παρελθόντος στη θέση τους, επιχειρώντας μια συνολική ερμηνεία της Επανάστασης· δεύτερον, το ίδιο το κείμενο επισημαίνει συνεχώς τις ερευνητικές αναμονές, υποδεικνύει, δηλαδή, όλα όσα ο συγγραφέας του θεωρεί ως desiderata και επομένως αναδεικνύει και τα όρια κάποιων ερμηνειών.
Θα μείνω σε δύο χαρακτηριστικά του βιβλίου που κέντρισαν περισσότερο το ενδιαφέρον μου. Ο συγγραφέας εξαρχής θέτει ως προαπαιτούμενο της μελέτης του’21 «τον εξοβελισμό των στερεοτύπων», τα οποία ωστόσο χαρακτηρίζονται από την αντοχή που επιδεικνύουν. Αυτή τη διαδικασία η ιστορική επιστήμη, κατά τον ίδιο, την έχει συστηματικά επιχειρήσει και, σε ακαδημαϊκό επίπεδο τουλάχιστον, την έχει επιτύχει κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Αυτή η ιδέα, πυρηνική στη σκέψη του συγγραφέα, είναι διαρκώς παρούσα σε όλη την έκταση του βιβλίου, προσφέροντάς μας ένα παράδειγμα ιστορικού λόγου, προσεκτικά διατυπωμένου και απελευθερωμένου από τα στερεότυπα.
Το δεύτερο, ακόμη πιο γοητευτικό, χαρακτηριστικό του βιβλίου είναι η ευαίσθητη ματιά ενός ιστορικού που αναζητεί επίμονα, ακόμη κι εκεί που στις πηγές κυριαρχούν οι σιωπές, να δει τους απλούς ανθρώπους, τους «αφανείς». Πριν από χρόνια, σε μια εκδήλωση στη Σαντορίνη, ο συγγραφέας, σχολιάζοντας την αξία των διαβατηρίων του 19ου αιώνα ως τεκμηρίων, είχε σημειώσει πως από αυτά μπορούμε να πληροφορηθούμε ακόμα και το χρώμα του τριχωτού της κεφαλής του κατόχου τους. Σχολίασε καταληκτικά: «και οι τρίχες των ανθρώπων είναι κάτι πολύ σοβαρό για να μην απασχολούν έναν ιστορικό». Εκείνη την ευαισθησία εντοπίζει κανείς και σε αυτή τη μελέτη. Πλάι στα στρατιωτικά, πολιτικά και διπλωματικά γεγονότα, πλάι στη δημόσια οικονομία και την κίνηση των ιδεών, προσεγγίζεται και μια σειρά από θεματικές, όπως η καθημερινότητα, η ένδυση, οι σχέσεις των δύο φύλων, οι σεξουαλικές πρακτικές, οι τύχες των αμάχων (κυρίως των γυναικών), τα παιχνίδια των παιδιών, η αντοχή του πληθυσμού (ενόπλων και αμάχων) στην πείνα και τις κακουχίες που συνόδευαν τον πόλεμο. Τίθενται υπό την ιστορική παρατήρηση ακόμη και οι ελάχιστες εκείνες μαρτυρίες που κάπως μας υποψιάζουν για τα πρότυπα ομορφιάς στην επαναστατημένη ελληνική κοινωνία.
Το βιβλίο του Χρήστου Λούκου, αποτέλεσμα της βαθιάς του γνώσης για την ελληνική κοινωνία στα χρόνια της Επανάστασης, αποτελεί το απαραίτητο εισαγωγικό ανάγνωσμα για την περίοδο, κυρίως γιατί αναδεικνύει όσα ήδη η ιστορική επιστήμη έχει κάπως «κατακτήσει», αλλά και ταυτόχρονα κλείνει το μάτι στον αναγνώστη για όσα -πολλά ακόμη- δεν ξέρουμε. Υποδεικνύει, δηλαδή, ορισμένες από τις γνωστικές μας ανάγκες και τις μέλλουσες ερευνητικές κατευθύνσεις γύρω από την Επανάσταση του 1821.
* Ο Βαγγέλης Σαράφης είναι δρ Ιστορίας ΕΚΠΑ και συνεργάτης του Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών ΕΙΕ