Live τώρα    
16°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Σποραδικές νεφώσεις
16 °C
13.1°C17.0°C
3 BF 61%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αίθριος καιρός
13 °C
11.4°C13.8°C
2 BF 71%
ΠΑΤΡΑ
Αραιές νεφώσεις
14 °C
10.4°C14.4°C
2 BF 69%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
13 °C
11.5°C14.1°C
2 BF 74%
ΛΑΡΙΣΑ
Σποραδικές νεφώσεις
13 °C
12.9°C13.5°C
1 BF 75%
Quid juris?
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Quid juris?

«Απέναντι στο ταλέντο του Μαϊμόν, ο θαυμασμός μου είναι απεριόριστος. Πιστεύω ακράδαντα, και είμαι έτοιμος να το αποδείξω, ότι συντάραξε συθέμελα τη φιλοσοφία του Καντ, έτσι όπως έγινε γενικά κατανοητή· έτσι όπως την κατανοήσαμε κι εμείς οι ίδιοι. Όλα αυτά τα πέτυχε χωρίς να τον αντιληφθεί κανείς, ενώ καθένας θα τον κοιτούσε αφ’ υψηλού. Θεωρώ πως οι αιώνες που θα έρθουν θα μας ψέξουν οικτρά γι’ αυτό» [Φίχτε στον Ράινχολντ, 7 Ιανουαρίου 1795].

Δυστυχώς η ιστορία δεν επιβεβαίωσε τη διάγνωση του Φίχτε, αφού ακόμα και σήμερα ο Σάλομον Μαϊμόν [Salomon Maϊmon] παραμένει ένας παραγνωρισμένος φιλόσοφος. Ωστόσο η συμβολή τού Μαϊμόν τόσο στην κατανόηση της καντιανής υπερβατολογικής φιλοσοφίας όσο και στη δημιουργία της φιλοσοφίας τού γερμανικού ιδεαλισμού είναι πολύ σημαντική. Η κριτική ανασυγκρότηση της Κριτικής του καθαρού Λόγου που επιχειρεί ο Μαϊμόν σηματοδοτεί τη στιγμή όπου η κριτική φιλοσοφία τού Καντ μετατρέπεται με εμμενή τρόπο σε απόλυτο ιδεαλισμό. Το έργο τού αφανούς φιλοσόφου επηρέασε ριζικά τη σκέψη του Φίχτε, του Σέλινγκ, αλλά και του Χέγκελ, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι ο Γιακόμπι ή ο Ράινχολντ. Το Δοκίμιο περί της υπερβατολογικής φιλοσοφίας αποτελεί αναμφίβολα το σπουδαιότερο έργο αυτού του ιδιαίτερου στοχαστή.

Ο εβραϊκής καταγωγής Μαϊμόν γεννήθηκε το 1753 στη Λιθουανία, η οποία εκείνη την εποχή ανήκε στο βασίλειο της Πολωνίας. Η μητρική του γλώσσα ήταν τα Γίντις και από μικρός αφοσιώθηκε στη μελέτη της Βίβλου, του Ταλμούδ, αλλά και της Καμπάλα. Παράλληλα ασχολείται με τη μελέτη της φιλοσοφίας και μελετάει με πάθος τη φιλοσοφία του Σπινόζα, του Λάιμπνιτς και του Μαϊμονίδη, από τον οποίο υιοθετεί το όνομά του [γεννήθηκε Shlomo ben Joshua]. Περιπλανήθηκε στη Γερμανία, πέρασε από την Καινιξβέργη [σημερινό Καλίνινγκραντ], την πόλη τού Καντ, και κατέληξε στο Βερολίνο, όπου προσχώρησε στον κύκλο του επιφανούς καντιανού Μόζες Μέντελσον. Εκεί θα γνωρίσει και θα μελετήσει το έργο τού Καντ και θα ξεκινήσει τη συγγραφή τού Δοκιμίου του. Σύμφωνα με τα όσα διηγείται στην αυτοβιογραφία του ο Μαϊμόν, ο τρόπος με τον οποίο προχώρησε την έρευνά του ήταν ιδιαίτερος: «Με την πρώτη ανάγνωση το μόνο που κατάφερα ήταν να αποκτήσω μια θολή εικόνα για κάθε μέρος του έργου. Στη συνέχεια προσπάθησα μόνο με τη βοήθεια της σκέψης μου να τα διακρίνω και να μπω στον νου του συγγραφέα, δηλαδή να πραγματοποιήσω αυτό που αποκαλούμε να μπεις στη θέση ενός στοχαστή. Καθώς είχα ήδη εξοικειωθεί, ακολουθώντας την ίδια μέθοδο, με τα έργα του Σπινόζα, του Χιουμ και του Λάιμπνιτς, μου ήταν πολύ φυσικό να βρω ένα σύστημα το οποίο θα ένωνε όλα τα υπόλοιπα». Ο Μαϊμόν παρέδωσε το χειρόγραφο της μελέτης του στον φίλο του Μάρκους Χερτς, ο οποίος αποφάσισε να το προωθήσει στον Καντ τον Απρίλιο του 1789.

Ο Καντ εκείνη την περίοδο εργαζόταν πάνω στην Κριτική της κριτικής ικανότητας, η οποία εκδόθηκε τελικά λίγους μήνες αργότερα, το 1790. Ο Γερμανός φιλόσοφος δεν συνήθιζε να διαβάζει κριτικά κείμενα για τη φιλοσοφία του, όμως κατόπιν των παραινέσεων του Χερτς και έχοντας αναγνώσει τα δύο πρώτα κεφάλαια του Δοκιμίου γράφει: «Αρκούσε μια ματιά για να καταλάβω την αξία του· όχι μόνο επειδή κανένας από τους αντιπάλους μου δεν κατανόησε εμένα και το κεντρικό ερώτημα του έργου τόσο καλά όσο ο κύριος Μαϊμόν, αλλά και επειδή υπάρχουν ελάχιστοι άνθρωποι που διαθέτουν την οξύνοια για τόσο βαθυστόχαστες μελέτες». Όμως, ο Καντ δεν θεώρησε σωστό να προτείνει το βιβλίο σε κάποιον εκδότη, αφού σε μεγάλο βαθμό στρεφόταν εναντίον του. Εντούτοις, το εγκώμιο που έπλεξε γι’ αυτό ήταν αρκετό για να αναβαθμιστεί η θέση του Μαϊμόν στο Βερολίνο και παράλληλα να κινήσει το ενδιαφέρον των εκδοτών. Στα δέκα χρόνια που ακολούθησαν την έκδοση του Δοκιμίου, μέχρι τον θάνατό του το 1800, ο Μαϊμόν εξέδωσε έντεκα βιβλία, πλήθος άρθρων και συν-επιμελήθηκε την έκδοση μιας επιθεώρησης, αφιερωμένης στην εμπειρική ψυχολογία.

Η δομή τού Δοκιμίου είναι αρκετά πολύπλοκη καθώς περιέχει εισαγωγή και δέκα κεφάλαια. Στη συνέχεια ο ίδιος ο συγγραφέας προσέθεσε τέσσερα συμπληρωματικά κείμενα, τα οποία ξεπερνάνε σε έκταση το υπόλοιπο βιβλίο: «Σύντομη επισκόπηση ολόκληρου του έργου», «Η οντολογία μου», «Περί της συμβολικής γνώσης και της φιλοσοφικής γλώσσας» και «Σημειώσεις και επεξηγήσεις». Το έργο δεν ακολουθεί την αρχιτεκτονική τής Κριτικής του καθαρού Λόγου. Τα δύο πρώτα κεφάλαια, για παράδειγμα, αγγίζουν ακροθιγώς τα ζητήματα που θέτουν η καντιανή «Υπερβατολογική Αισθητική» και η «Υπερβατολογική Λογική» αντίστοιχα. Στην εργασία του ο Μαϊμόν δεν προσπαθεί να παρουσιάσει ακριβή απολογισμό της καντιανής Κριτικής. Αντίθετα, όπως σημειώνει και ο ίδιος στην εισαγωγή του, ο στόχος του είναι να αναδείξει το θεμέλιο της υπερβατολογικής φιλοσοφίας, δηλαδή τις σημαντικότερες αλήθειες που προσφέρει στη γνώση μας. Σε πολύ μεγάλο βαθμό, κι εδώ έγκειται το ενδιαφέρον τού εν λόγω βιβλίου, το κατορθώνει υιοθετώντας τη σκοπιά του φιλοσοφικού συστήματος που ανέπτυξε ο Λάιμπνιτς.

Ο όρος που αρέσκεται να χρησιμοποιεί ο Μαϊμόν για να αναδείξει το κεντρικό ζήτημα της υπερβατολογικής φιλοσοφίας είναι το «quid juris?», δηλαδή το ερώτημα της νομιμοποίησης: «με ποιο δικαίωμα;». Αυτός ήταν ο νομικός όρος που χρησιμοποίησε ο Καντ για να περιγράψει το αίτημα στο οποίο απαντούσε η υπερβατολογική παραγωγή των κατηγοριών, δηλαδή: με ποιο δικαίωμα νομιμοποιούμαστε να εφαρμόσουμε a priori έννοιες στην εμπειρία; Στην «Υπερβατολογική Παραγωγή» ο Καντ προσπαθεί να αποδείξει τη νομιμότητα των κατηγοριών σε σχέση με την εμπειρία. Συνεπώς το ερώτημα «quid juris?» αναφέρεται κυρίως στη δυνατότητα της μεταφυσικής, παρά στο ευρύτερο ερώτημα περί της υπερβατολογικής φιλοσοφίας. Οι δύο θεμελιώδεις και ρηξικέλευθες έννοιες που εισάγει ο Καντ για να απαντήσει στο εν λόγω ερώτημα είναι η καθαρή εποπτεία και το αντικείμενο. Δυστυχώς δεν είναι δυνατόν να χαρτογραφηθεί σε λίγες γραμμές η λογική συγκρότηση των δύο αυτών εννοιών, όμως αυτό που μπορεί να σημειωθεί είναι ότι αποτελούν ξεκάθαρα το σημείο όπου η σκέψη του Μαϊμόν διαφοροποιείται απ’ αυτήν του Καντ.

Ο Μαϊμόν απορρίπτει την καντιανή έννοια της καθαρής εποπτείας· καθώς υποστηρίζει πως είτε δεν υπάρχει καθαρή εποπτεία είτε, αν υπάρχει, δεν μπορεί να εκπληρώσει τη λειτουργία που της αποδίδει ο Κάντ. Επιπλέον, σχετικά με την έννοια του αντικειμένου η διαφορά ανάμεσα στους δύο άνδρες γίνεται πιο πολύπλοκη. Ο Μαϊμόν ανάγει το καθεστώς που έχει το αντικείμενο της εποπτείας σε μια απλή πραγματικότητα χωρίς καμία αναγκαιότητα και παράλληλα θεωρεί την έννοια του πραγματικού αντικειμένου οριακή έννοια. Οι δύο αυτές αντιρρήσεις του Μαϊμόν πυροδότησαν την αντίδραση του Καντ, ο οποίος του απάντησε λεπτομερώς στην αλληλογραφία που διατηρούσαν [Kant, Briefwechsel, F. MeinerVerlag].

Ο Καντ εφηύρε την υπερβατολογική φιλοσοφία ακολουθώντας την ακόλουθη μεθοδολογική επιταγή: η νόηση μπορεί να αποκτήσει a priori γνώση του κόσμου, στο μέτρο που αυτός ο κόσμος είναι δική της κατασκευή. Ο Μαϊμόν προσπαθεί να μετασχηματίσει την υπερβατολογική φιλοσοφία φέρνοντάς την εγγύτερα σ’ αυτήν την επιταγή. Εντοπίζει ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο ανάμεσα στην εποπτεία και στη νόηση. Για να το ξεπεράσει καταφεύγει στα Μαθηματικά. Στον μαθηματικό υπολογισμό και στη νευτώνεια επιστημονική επανάσταση ο Μαϊμόν βρίσκει το επιστημονικό μοντέλο για την ολοκλήρωση της υπερβατολογικής φιλοσοφίας. Μ’ αυτό τον τρόπο ο Μαϊμόν αποκαλύπτει τον φευγαλέο χαρακτήρα μιας σκέψης η οποία παραμένει άγνωστη για τη συνείδηση.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL