Live τώρα    
18°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αίθριος καιρός
18 °C
14.2°C20.2°C
1 BF 62%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ελαφρές νεφώσεις
17 °C
13.6°C19.6°C
2 BF 71%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
17 °C
12.0°C16.6°C
2 BF 71%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Αίθριος καιρός
14 °C
13.8°C16.1°C
3 BF 67%
ΛΑΡΙΣΑ
Αραιές νεφώσεις
15 °C
14.6°C14.6°C
0 BF 63%
Θανάσης Παπαγεωργίου στην «Α» / Η τέχνη είναι παρηγοριά και καταφύγιο, δεν είναι παιχνίδι συμφερόντων
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Θανάσης Παπαγεωργίου στην «Α» / Η τέχνη είναι παρηγοριά και καταφύγιο, δεν είναι παιχνίδι συμφερόντων

Θανάσης Παπαγεωργίου
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

«Η Στοά είναι η ζωή μου» λέει συγκινημένος ο Θανάσης Παπαγεωργίου. Και πώς αλλιώς μπορεί να είναι για τον γνωστό σκηνοθέτη, που από τις 14 Δεκεμβρίου του 1971 μέχρι σήμερα ανασαίνει στο θεατρικό του σπίτι, στην οδό Μπισκίνη 55, στου Ζωγράφου. Μισός αιώνας πέρασε, ο κόσμος αλλάζει γύρω μας, μαζί του και τα θεατρικά ειωθότα, όμως η Στοά παραμένει πιστή στην υπηρεσία της τέχνης της και της νεοελληνικής θεατρικής γραφής.

«Ακούω ήχον κώδωνος»: οι πρώτες λέξεις της «Φαύστας» του εμβληματικού Μποστ δίνουν τον τίτλο στην παράσταση με την οποία η Στοά γιορτάζει φέτος τα 50 χρόνια διαδρομής της. Για την ακρίβεια τα 51, μια η πανδημία πέρσι δυσκόλεψε τα γενέθλια μεταθέτοντάς τα για φέτος. Αυτή τη διαδρομή θυμάται και μας θυμίζει σήμερα ο Θανάσης Παπαγεωργίου με αφορμή τη γενέθλια παράσταση που την Τρίτη παρουσιάζεται στο Βεάκειο και συνεχίζει σε διάφορα θέατρα της Αττικής. Από τους σημαντικούς του ελληνικού θεάτρου, με διακριτό στίγμα στη τέχνη του, με ευκρινή δημόσιο λόγο, ανοίγει το πολύτιμο κιβώτιο της μνήμης και διατρέχει εποχές, πρόσωπα και παραστάσεις. «Η τέχνη είναι παρηγοριά και καταφύγιο, δεν είναι παιχνίδι συμφερόντων» επιμένει. Κοιτώντας κατάματα την εποχή μας, επιμένει και σε κάτι ακόμα, ότι «μοναδική ελπίδα είναι η αφύπνιση των νέων κι εκεί πρέπει να εστιάσει η τέχνη».

Η Στοά έγινε κιόλας 51 χρόνων. Αυτός ο μισός αιώνας διαδρομής τι αφήνει στο πέρασμά του;

Μια ιστορία τεράστια. Εμπειρίες, πίκρες, χαρές, πανηγύρια, ήττες, νίκες και οπωσδήποτε μια προσφορά στο ελληνικό θέατρο, καθώς, όπως όλοι ομολογούν, έκανε το κοινό να αγαπήσει και να σεβαστεί το ελληνικό έργο. Το «σεβαστεί» το εννοώ γιατί τα χρόνια που βγήκαμε εμείς στο θέατρο το ελληνικό έργο δεν έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης από το κοινό. Εμείς ξεκινήσαμε να κάνουμε θέατρο και ανακαλύψαμε στον δρόμο ότι δεν υπήρχε ελληνικό έργο, παρά μόνο οι προσπάθειες του Κουν.  

Έπρεπε να πειστούν κι άλλοι συγγραφείς να ασχοληθούν σοβαρά μ’ αυτό που λέγεται «θεατρικό έργο», να δουν δηλαδή μέσα από την τέχνη τους την ανάγκη του κοινού να διαβάσει στη σκηνή τα προβλήματά του. Η απόφαση ήταν δύσκολη, ριψοκίνδυνη, αλλά αποδείχθηκε πάρα πολύ γρήγορα ότι ήταν απαραίτητη, γι’ αυτό και έγινε αμέσως δεκτή από τους θεατές. Αποδείχθηκε περίτρανα αυτό που φώναζε ο Κουν, ότι «ελληνικό θέατρο χωρίς ελληνικό έργο δεν υπάρχει». Σήμερα, 50 χρόνια μετά, το ελληνικό έργο έχει γίνει από τα δημοφιλή σε όλα τα θέατρα ποιότητας και έφυγε πια από τα όρια της φαρσοκωμωδίας και της εύπεπτης κωμωδίας.

Πώς κατόρθωσε από την οδό Μπισκίνη στη γειτονιά του Ζωγράφου να φτάσει μέχρι την καρδιά της θεατρικής ζωής της χώρας;

Η Στοά αγκαλιάστηκε αμέσως από το φοιτητικό κοινό και θα έλεγα κι από το φοιτητικό κίνημα, δεδομένου ότι οι περισσότερες παραστάσεις των δύο πρώτων ετών ήταν από οργανωμένους τοπικούς φοιτητικούς συλλόγους από όλη την Ελλάδα.  Έτσι λοιπόν αυτά τα νέα παιδιά έκαναν στέκι τους τη Στοά σαν τόπο πολιτικής διαμαρτυρίας και αποκτήθηκε μια μαγιά μερικών χιλιάδων θεατών που μας ακολουθούν μέχρι σήμερα, που εξηνταπεντάρηδες πια έρχονται μαζί με τα παιδιά τους για να τους δείξουνε πού κάνανε αντίσταση ενάντια στη Χούντα.

Πώς ήταν το κλίμα εκείνων των ημερών, και πολιτικά και θεατρικά, και πώς εκφραζόταν;

Ο φόβος ήταν διάχυτος και περισσότερο γιατί κυκλοφορούσαμε με τις τσέπες γεμάτες προκηρύξεις και άλλο υλικό. Αυτό σήμαινε ότι μια τυχαία έρευνα στον δρόμο θα είχε πολύ δυσάρεστες εξελίξεις. Κι όταν λέμε δυσάρεστες, εννοούμε από το να φας ένα χοντρό χέρι ξύλο μέχρι να σε βασανίσουν. Για παράδειγμα, κάποια στιγμή κάναμε μια εκδήλωση στο θέατρο για την ποίηση της Ολυμπίας Καράγιωργα και του Γιώργου Χρονά και ο περιβόητος Λάμπρου επέμενε με το περίστροφο πάνω στο γραφείο του να του ομολογήσω ποια ήταν η σχέση της Ολυμπίας με τον Σάκη Καράγιωργα. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι επρόκειτο περί συνωνυμίας.

Μέχρι την πτώση της Χούντας, δύο ασφαλίτες κάνανε μονίμως βόλτες έξω από το θέατρο, πολύ συχνά έβλεπαν τις παραστάσεις για να βεβαιωθούν ότι είμαστε συνεπείς με το λογοκριμένο κείμενο.  Όταν ήταν οργανωμένη παράσταση από κάποιον φοιτητικό σύλλογο, εμφανίζονταν και μοτοσυκλέτες, τζιπάκια, αυτοκίνητα με καλυμμένους αριθμούς.  Όταν το 1972 πήγαμε στο Θέατρο Αμαλία της Θεσσαλονίκης με τον «Λάκκο και τη φάβα» του Ποντίκα και το «Άσμα για το σκιάχτρο της Λουσιτανίας» του Πέτερ Βάις, ολόκληρο το τετράγωνο του θεάτρου είχε περικυκλωθεί από πολύ ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις. Βέβαια, το θέατρο γέμισε, αλλά είχαν παρεισφρήσει και μερικές δεκάδες χαφιέδων, οι οποίοι στο τέλος της παράστασης σκίσανε με φαλτσέτες τα καθίσματα.

Βέβαια, δεν ήμασταν μόνο εμείς οι «εκλεκτοί φίλοι» της ασφάλειας.  Ήταν κι ο Γιώργος Μιχαηλίδης, η Μαριέτα Ριάλδη, ο Στέφανος Ληναίος, ο Γιώργος Χαραλαμπίδης και στην παρέα προστέθηκε το 1973 και το Ελεύθερο Θέατρο με τους Φασουλή, Χρυσομάλη, Παναγιωτοπούλου, Μεντή, Αδαμάκη, Αρζόγλου κ.ά. Στην επταετία, και κυρίως προς το τέλος της Χούντας, υπήρχε ένας πολύ έντονος αγωνιστικός παλμός από το θέατρο. Παράλληλα όμως άρχισε να αναγεννιέται το σύγχρονο ελληνικό θέατρο τόσο με νέα έργα όσο και με πολύ τολμηρές παραστάσεις. Αυτή την περίοδο έγινε η σπορά για τη θεατρική αλλαγή που ακολούθησε με θέατρα εκτός του κλασικού στενού αθηναϊκού θεατρικού κέντρου.

Θανάσης Παπαγεωργίου

Ποια ήταν η πρώτη παράσταση της Στοάς;

Οι «Τρωαδίτισσες», που ανέβηκαν στις 14 Δεκεμβρίου του 1971. Μια τεράστια οικονομική αποτυχία, που μας έκανε να ψάχνουμε να βρούμε δανεικά από τους συγγενείς για να πληρωθούν τα χρέη. Λογικά έπρεπε να το περιμένουμε. Τραγωδία σε ένα στενό του Ζωγράφου από άγνωστους ηθοποιούς, γιατί να πάει κανείς να τη δει;

Εσύ πώς αποφάσισες να φτιάξεις ένα θέατρο στου Ζωγράφου;

Τυχαία εντελώς. Κάποιοι φίλοι της Λήδας Πρωτοψάλτη μας είπαν γι’ αυτόν τον χώρο που προοριζόταν να γίνει κινηματογράφος, τον νοικιάσαμε κι ακόμα στο νοίκι είμαστε. Βέβαια, υπήρξε και ο «προθάλαμος» της Στοάς, ο οποίος δημιουργήθηκε το 1969 και έπαιξε στην Κοκκινιά την «Αυλή των θαυμάτων» του Καμπανέλλη για τέσσερις μήνες, μέχρι που μας έδιωξε η ασφάλεια κι από κει. Μετά ήρθαμε στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, όπου ανεβάσαμε «Αντιγόνη» του Ανούιγ και την «Ενοχή» του Μάριου Χάκκα, το μοναδικό ανέβασμα έργου αυτού του σπουδαίου πεζογράφου που έφυγε νωρίς, αφού βασανίστηκε δεόντως στα ξερονήσια. Αυτή η περιπέτεια τέλειωσε την άνοιξη του 1970 και μετά από δεκαπέντε μήνες αναζήτησης άνοιξε η Στοά.

Πέρασε ποτέ από το μυαλό σου να την κλείσεις;

Οι συνθήκες με αναγκάσανε πολλές φορές τα πρώτα χρόνια να το σκεφτώ, αλλά η απόφαση δεν μπορούσε να παρθεί γιατί είχαν μεσολαβήσει κάποιες μεγάλες επιτυχίες που μας βεβαίωναν ότι αξίζει τον κόπο να συνεχίσουμε. Από κει πέρα ήταν αδύνατο να σκεφτεί κανείς κάτι τέτοιο.  Ήταν αδιανόητο να σκεφτώ κάτι τέτοιο, θα ήταν σαν αυτοχειρία.

Η Στοά είναι η ζωή σου δηλαδή;

Ε, βέβαια. Η Στοά είναι η ζωή μου.

Το «Ακούω ήχον κώδωνος», με το οποίο γιορτάζετε τα πενηντάχρονα της Στοάς, τι είναι;

Είναι ένα πανηγύρι που στήσαμε με τραγούδια, χορούς, όργανα πάνω σε κείμενα του σοφού Μποστ, που προσφέρεται γι’ αυτό ακριβώς που χρειαζότανε.

Ο Μποστ πώς ήρθε στη Στοά;

Ο Μποστ ήταν από τους πρώτους θεατές μας από τα χρόνια ακόμα της Κοκκινιάς. Στην Κοκκινιά μια φορά κάναμε παράσταση με δύο θεατές.  Όταν χτυπήσαμε τρίτο κουδούνι, ακούστηκαν οι φωνές τους να λένε «μην παίξετε μόνο για μας, θα φύγουμε».  Ήταν ο Μπόστ και ο Πάρις Τακόπουλος. Από κει και πέρα δεν έλειψε από καμία παράσταση της Στοάς ως θεατής, μέχρι που το 1987 μου ζητήθηκε να σκηνοθετήσω την επετειακή παράσταση «40 χρόνια Μποστ» στο Θέατρο Σμαρούλα του επιχειρηματία Βαγγέλη Λειβαδά.

Έτσι ξεκίνησε η διαδρομή στο έργο του Μποστ που μας έδωσε μεγάλες επιτυχίες. Το 1987 ανεβάσαμε τη «Φαύστα», δημιουργήθηκε μια φιλική σχέση που απέφερε τη συγγραφή δύο έργων ειδικά για εμάς, τα «Μήδεια» και «Ρωμαίος και Ιουλιέτα». Τον θυμάμαι με πολλή αγάπη.  Ήταν ένας βαρύθυμος, ανατολίτης, αγέλαστος, σοβαρός άνθρωπος. Η ματιά του όμως είναι αυτή που ξέρουμε μέσα από τα σκίτσα του, τα θεατρικά του, όλα τα γραπτά του που τα χαρακτηρίζει μια ανελέητη σάτιρα για μια χώρα και έναν λαό που υπεραγαπούσε.

Η Στοά όμως μαζί με το όνομά σου φέρει ως συνώνυμο και το όνομα της Λήδας Πρωτοψάλτη.

Η οποία από το 1974 και μετά είναι η μόνιμη πρωταγωνίστρια του θεάτρου και η οποία σφράγισε με τις ερμηνείες της πολλές από τις επιτυχίες του, αντέχοντας όλες τις αντιξοότητες που αντιμετωπίζει ένα θέατρο τέτοιας διάρκειας.

Βιώνοντας τόσα χρόνια την περιπέτεια του θεάτρου, πώς βλέπεις τη σημερινή του κατάσταση;

Είναι τόσο τεράστια η αλλαγή που έχει γίνει, που στη δική μας γενιά δημιουργεί μεγάλη έκπληξη.  Όπως συμβαίνει σε κάθε γενιά που παραδίδει τη σκυτάλη στη νεότερη. Το θέατρο, κατά τη γνώμη μου, περνάει μια μεταβατική περίοδο, ψάχνοντας να βρει το καινούργιο του πρόσωπο, που όμως δυστυχώς περνάει μέσα από πολλές απομιμήσεις, ξενόφερτες και αναφομοίωτες. Η τεράστια διαφορά της δικής μας θεατρικής γενιάς με τη σημερινή είναι ότι εμείς κάναμε θέατρο για ένα κοινό και για συγκεκριμένα προβλήματά του. Μια αναφομοίωτη επίδραση έχει το κακό ότι δεν σκέφτεται εκ των προτέρων σε ποιο κοινό απευθύνεται. Φέρνω δηλαδή απέξω κάτι που είδα, αλλά δεν σκέφτομαι ποτέ σε ποιο κοινό το προσφέρω. Πιστεύω όμως βαθιά ότι το θέατρο θα βρει το πρόσωπό του, θα βρει τον στόχο του περνώντας μέσα από πολλές διαδικασίες που θα προέλθουν από τη σχέση του με το κοινό.

Μίλησες ήδη για την ιδιαίτερη αδυναμία που τρέφει η Στοά στην ελληνική θεατρική γραφή. Σήμερα εντοπίζεις γερές πένες;

Βεβαίως και ναι, υπάρχουν αξιόλογες παραστάσεις νέων ελληνικών έργων και αξιόλογοι συγγραφείς. Και όλα αυτά δημιουργούν τις ζυμώσεις που θα οδηγήσουν στην απόκτηση του νέου προσώπου του θεάτρου μας. Νομίζω ότι αυτό που περάσαμε με την πανδημία θα αποτελέσει ορόσημο γιατί δημιουργούνται τεράστιες κοινωνικές αλλαγές. Αυτή τη στιγμή δεν ξέρουμε την αυριανή μέρα, πόσο μάλλον θεατρικά, γιατί ένα πράγμα που χαρακτηρίζει την εποχή μας είναι η πλήρης αδιαφορία της Πολιτείας για τον πολιτισμό. Το θέατρο όπως και όλες οι τέχνες αυτή τη στιγμή έχουν έναν μεγάλο εχθρό απέναντί τους, μια εξουσία η οποία μάχεται τον πολιτισμό.

Από τα ελαχιστότατα τελευταία παραδείγματα είναι η στάση απέναντι στις αρχαιότητες του σταθμού Βενιζέλου στο μετρό Θεσσαλονίκης, είναι η εκποίηση των μνημείων, είναι η έλλειψη σεβασμού απέναντι στην Ακρόπολη, είναι η ελαχιστοποίηση της οικονομικής ενίσχυσης στις τέχνες, είναι η απαξίωση των ανθρώπων του πολιτισμού και είναι ο ευτελισμός της πνευματικής τροφής. Η τάση είναι να δημιουργήσουμε ανθρώπους-μηχανάκια, άρα θα πρέπει να τους προσφέρουμε μια μορφή τέχνης που να μπορεί να αφομοιωθεί από τέτοια πλάσματα και έχουμε πάρα πολλά τέτοια παραδείγματα, γι’ αυτό μιλάω συνέχεια για το κοινό στο οποίο απευθυνόμαστε και ποιες ανάγκες πρέπει να του καλύψει η τέχνη. Η τέχνη είναι παρηγοριά και καταφύγιο, δεν είναι παιχνίδι συμφερόντων, οικονομικών και ιδεολογικών συνδιαλλαγών. Αυτό γίνεται πολύ φανερό βλέποντας την ιδιωτικοποίηση-ιδρυματοποίηση του πολιτισμού.

Πώς αντιμετωπίζεται αυτή η επιθετικότητα στον πολιτισμό;

Μόνο με την παιδεία, δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Και η παιδεία δεν αφορά μόνο τον πολιτισμό, αφορά όλη την ποιότητα ζωής των ανθρώπων και αυτή τη στιγμή είναι στο ναδίρ. Σήμερα ο εχθρός δεν είναι πάντα ορατός κι αυτό μας ξεγελάει πάρα πολύ εύκολα. Μοναδική ελπίδα είναι η αφύπνιση των νέων κι εκεί πρέπει να εστιάσει η τέχνη.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL