Live τώρα    
21°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Σποραδικές νεφώσεις
21 °C
19.1°C22.6°C
4 BF 58%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ελαφρές νεφώσεις
25 °C
23.0°C26.5°C
2 BF 42%
ΠΑΤΡΑ
Σποραδικές νεφώσεις
26 °C
24.9°C27.6°C
4 BF 39%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Σποραδικές νεφώσεις
20 °C
19.8°C21.0°C
4 BF 62%
ΛΑΡΙΣΑ
Αραιές νεφώσεις
22 °C
20.1°C23.5°C
3 BF 49%
Γιάννης Χαμηλάκης: Ας τολμήσουμε να "αγγίξουμε" το παρελθόν
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Γιάννης Χαμηλάκης: Ας τολμήσουμε να "αγγίξουμε" το παρελθόν

Στο πρόσωπό του δεν αναγνωρίζεται το στερεοτυπικό προφίλ του αρχαιολόγου. Δραστήριος ερευνητής και συγγραφέας, αρχαιολόγος πεδίου και θεωρητικός της αρχαιολογίας, διδάσκει και μιλά με πάθος για την επιστήμη του, αναζητά τους τόπους που συναντιέται με άλλες επιστήμες και με τις τέχνες, ανασύρει στο προσκήνιο τον κοινωνικό και τον πολιτικό της ρόλο, γράφει στον Τύπο για μείζονα αρχαιολογικά ζητήματα. Δε διστάζει να εστιάσει με κριτικό βλέμμα τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε για την αρχαιολογία δείχνοντας τις "αρχαιολογίες της νεωτερικότητας" αλλά και τον "αρχαιολόγο-διανοούμενο". Καθώς στοχάζεται για την αρχαιολογία και τον ρόλο του αρχαιολόγου σήμερα, δεν κλείνεται στον γυάλινο πύργο του.

Τουναντίον παρακολουθεί την κοινωνία και την καθημερινότητά της, την ακολουθεί στο θέατρο, το σινεμά, τη γειτονιά και πέριξ της ανασκαφής, κι όταν την συναντά μέσα στο μουσείο προτείνει, υπό περιπτώσεις, "την κατάργηση της γυάλινης βιτρίνας". Το αυτό προτείνει και στον συνάδελφό του. Την παραχώρηση μέρους της εξουσίας του αρχαιολόγου και σε άλλες κοινωνικές ομάδες αλλά και την ελευθερία, της πρωτοπρόσωπης αφήγησής του. Ως εκ τούτου ο καθηγητής Αρχαιολογίας στο πανεπιστήμιο του Σαουθάμπτον Γιάννης Χαμηλάκης είναι κάτι παραπάνω από μοντέρνος αρχαιολόγος.

Σε μια καινοτόμο προσέγγιση της επιστήμης του μας προτρέπει να τολμήσουμε να αγγίξουμε και να αισθανθούμε το παρελθόν, να κινητοποιήσουμε τις αισθήσεις μας καθώς το αναγνώνουμε. Η πολυαισθητηριακή προσέγγιση της αρχαιολογίας βρίσκεται στο επίκεντρο του στοχασμού του στο τελευταίο του βιβλίο Η αρχαιολογία και οι αισθήσης - βίωμα, μνήμη, συν-κίνηση, που μετά την αγγλική έκδοσή του, μόλις κυκλοφόρησε και στη χώρα μας από τις Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, σε μετάφραση Νίκου Κούρκουλου. Μαζί με τη νέα ορολογία που εισάγει, το βιβλίο του προτείνει κι ένα διαφορετικό τρόπο θέασης της επιστήμης του. Αυτόν που προϋποθέτει τις αισθήσεις παρούσες τόσο ως προς την πρόσληψη του παρελθόντος όσο και ως προς τη διαμόρφωση της κοινωνικής μνήμης μέσα από τη σχέση και την καθημερινή επαφή με τα αρχαιολογικά κατάλοιπα.

Συνέντευξη στην Πόλυ Κρημνιώτη

* Πώς οι αισθήσεις συναντούν την Αρχαιολογία;

Να ξεκινήσουμε με το πώς η Αρχαιολογία αλλά και το κοινό αντιλαμβάνεται και προσλαμβάνει τον αρχαιολογικό χώρο και το αρχαιολογικό αντικείμενο. Σήμερα η επικοινωνία με τον αρχαιολογικό χώρο και τα αρχαιολογικά αντικείμενα εστιάζεται κατά βάση στην όραση, και μάλιστα στην όραση που είναι αποκομμένη από τις άλλες αισθήσεις. Για παράδειγμα, οι επισκέπτες ενός μουσείου βλέπουν αντικείμενα τοποθετημένα πίσω από γυάλινες προθήκες, χωρίς να έχουν τη δυνατότητα να αντιληφθούν και να κατανοήσουν τον πολυαισθητηριακό τους χαρακτήρα. Την υφή και την απτική τους διάσταση, τη συμμετοχή τους σε τελετές και σε συναναστροφές πολυαισθητηριακές όπως, για παράδειγμα, μια τελετή συμποσίου όπου όλες οι αισθήσεις έπαιζαν σημαντικό ρόλο συναισθητικά, με την έννοια ότι μια αίσθηση εμπλεκόταν με τις άλλες. Το ερώτημα λοιπόν είναι πώς από ένα αντικείμενο που προβάλλεται ως εικόνα, ως ένα αποστειρωμένο υλικό κατάλοιπο, μπορούμε να οδηγηθούμε στην πολυαισθητηριακή εμπειρία του παρελθόντος.

* Πώς μπορεί να γίνει αυτό;

Με πολλούς τρόπους, κυρίως όμως απαιτεί την αναθεώρηση της θεωρητικής συγκρότησης αυτού που ονομάζουμε νεωτερική αρχαιολογία. Απαιτείται, για παράδειγμα, από τον αρχαιολόγο η επανενεργοποίηση της αισθητηριακότητας, που μπορεί να γίνει με την περιγραφή και την αρχαιολογική αφήγηση που θα ανακαλεί αισθητηριακά την ενσώματη διάσταση των αντικειμένων κι όχι με έναν απλό υπομνηματισμό, όπως γίνεται σήμερα, που περιγράφει τη χρονολογία, το υλικό κατασκευής ή την πολιτισμική του συνάφεια. Απαιτεί όμως και τολμηρά βήματα όπως, για παράδειγμα, την άμεση, απτή, ενσώματη επικοινωνία των επισκεπτών με κάποια από τα αντικείμενα. Απαιτεί δηλαδή την κατάργηση της γυάλινης βιτρίνας.

* Η κατάργηση της γυάλινης βιτρίνας δεν προϋποθέτει και μια άλλη εκπαίδευση και των επισκεπτών αλλά και των αρχαιολόγων;

Δεν είναι τόσο ρηξικέλευθη η κατάργηση της βιτρίνας, εξάλλου αρκετά μουσεία το κάνουν ήδη. Αυτό που θέλει ακόμα αρκετή συζήτηση είναι η δυνατότητα των επισκεπτών να αγγίζουν τα εκθέματα και να επικοινωνούν μαζί τους με την διαδικασία της αφής. Φυσικά υπάρχουν αντικείμενα και εκθέματα όπου μια τέτοια διαδικασία είναι προβληματική διότι δημιουργεί φθορές. Ξέρουμε πολύ καλά όμως ότι υπάρχουν χιλιάδες αντικείμενα όπου η απτική επικοινωνία δεν θα δημιουργήσει προβλήματα. Τα θετικά που θα προκύψουν απ' αυτή τη διαδικασία θα είναι περισσότερα και πιο σημαντικά από την όποια φθορά ενδεχομένως δημιουργηθεί από την επαφή με τα αντικείμενα. Από τη μια οι επισκέπτες θα απομυθοποιήσουν το αρχαιολογικό εύρημα ως κάτι ιεροποιημένο, απόμακρο, ως κάτι που μόνο οι ειδικοί έχουν δικαίωμα να αγγίξουν, και από την άλλη θα αποκτήσουν μια ενσώματη, βιωματική γνώση με το αντικείμενο που μπορεί να ενεργοποιήσει πολλές και διαφορετικές διαδικασίες μνήμης αλλά και αρχαιολογικής πρόσληψης πέρα από την επίσημη αρχαιολογική αφήγηση του παρελθόντος.

* Προκειμένου να φτάσουμε σ' αυτό το σημείο απαιτείται ενδεχομένως και μια άλλη ανάγνωση της Αρχαιολογίας της νεωτερικότητας, η κατάρριψη μύθων και η ιδεολογική διαχείριση του αρχαιολογικού αφηγήματος;

Ασφαλώς. Γι' αυτό και το βιβλίο μου αρχίζει με μια γενεαλογία της Αρχαιολογίας, μια προσπάθεια δηλαδή κατανόησης της εμφάνισης και εδραίωσης της επίσημης Αρχαιολογίας στη νεωτερικότητα αλλά και της συνύφανσής της με την αποικιοκρατία και τον εθνικισμό. Απαιτεί δηλαδή μία διερεύνηση των αισθητηριακών καθεστώτων της νεωτερικότητας με την έμφαση στην αυτόνομη όραση και την απόσταση ανάμεσα στον επαγγελματία αρχαιολόγο και το κοινό. Απαιτεί επίσης την κατάρριψη της Αρχαιολογίας σαν μιας αντικειμενικής και αποστασιοποιημένης επιστημονικής διαδικασίας.

Όλοι οι αρχαιολόγοι λειτουργούμε σε συγκεκριμένα ιστορικά πλαίσια και εκ των πραγμάτων δεν ανασκάπτουμε απλώς το παρελθόν αλλά παράγουμε υλικές πραγματικότητες, ανασυνθέτοντας τα υλικά θραύσματα και κατάλοιπα πολλών διαφορετικών παρελθόντων. Αυτό που απαιτείται λοιπόν είναι η αποδοχή αυτής της ιστορικά προσδιορισμένης σχέσης του αρχαιολόγου με το αντικείμενό του και η αποδοχή επίσης ότι υπάρχουν παραπάνω από μία Αρχαιολογίες. Η επίσημη νεωτερική Αρχαιολογία είναι μόνο μία εκδοχή της Αρχαιολογίας, υπάρχουν και άλλες Αρχαιολογίες που παράγουν και αρχαιολογικές αφηγήσεις και αρχαιολογικές πρακτικές με τον δικό τους ιδιαίτερο τρόπο. Χρειάζεται λοιπόν ως «επίσημοι» αρχαιολόγοι να παραχωρήσουμε μέρος της εξουσίας μας σ' αυτές τις άλλες Αρχαιολογίες και να αποδεχτούμε ότι μπορούμε να μάθουμε πολλά απ' αυτές.

* Ποια είναι η άλλη Αρχαιολογία;

Είναι, για παράδειγμα, η Αρχαιολογία μιας τοπικής κοινωνίας όπου η ενσώματη αρχαιολογική επικοινωνία και επαφή με έναν αρχαιολογικό χώρο παράγει ιδιαίτερες αφηγήσεις για τον χώρο αυτόν αλλά και μια αισθητηριακή γνώση διαφορετική απ' αυτήν του αρχαιολόγου. Απαιτείται η όσμωση, η επικοινωνία, η επαφή ανάμεσα σ' αυτές τις δυο διαφορετικές Αρχαιολογίες για να φτάσουμε σε μια ολιστική, πολύπλευρη, πλουραλιστική κατανόηση της υλικότητας του παρελθόντος.

* Επομένως πώς επαναπροσδιορίζεται ο ρόλος του/της αρχαιολόγου;

Κατ' αρχήν η αποδοχή της ιστορικής διάστασης και της υποκειμενικότητας του/της αρχαιολόγου ενέχει μια ευθύνη. Από τη στιγμή που δεν διαχειριζόμαστε αρχαιολογικά αντικείμενα μόνο αλλά παράγουμε υλικές πραγματικότητες απαιτείται μια κριτική και αναστοχαστική προσέγγιση του ρόλου μας, μια έντιμη και ηθικά επιβεβλημένη αποδοχή της ιστορικότητας και της υποκειμενικότητάς μας.

Ο αρχαιολόγος ως υποκειμενικότητα θα πρέπει να ξαναμπεί στη αρχαιολογική αφήγηση και να αντικαταστήσει το τρίτο πρόσωπο με το πρώτο. Υπάρχει βέβαια ο κίνδυνος των εγωκεντρικών αφηγήσεων και του ναρκισσισμού. Όμως αυτό μπορεί να αποφευχθεί με την έμφαση στην κοινωνική διάσταση του προσώπου του αρχαιολόγου και όχι αυστηρά στην ατομική. Η άλλη πλευρά είναι αυτή του πολιτικού ρόλου του αρχαιολόγου. Από τη στιγμή που η αρχαιολογία και τα αρχαιολογικά αντικείμενα-μνημεία προκαλούν το ενδιαφέρον του ευρύτερου κοινού πέρα από τους ειδικούς, ο αρχαιολόγος αποκτά τον ρόλο ενός δημόσιου διανοούμενου που ενδέχεται να καθορίζει και τις δημόσιες συζητήσεις για την αρχαιότητα και την πολιτική και κοινωνική της σημασία.

Πιστεύω ότι ο αρχαιολόγος, πέρα από την επιστημονική, συγγραφική του δουλειά, θα πρέπει να συμμετέχει στη δημόσια συζήτηση μέσα από κείμενα άλλου είδους στον Τύπο, και αυτό όχι για να διεκδικήσει εξουσία ως ο αποκλειστικός διαχειριστής του παρελθόντος αλλά για να αναδείξει την πολύπλευρη, πολυαισθητηριακή, πολυπολιτιστιμική και πολυχρονική διάσταση των αρχαιολογικών αντικειμένων. Με άλλα λόγια, για να καταρρίψει εθνικούς και άλλους μύθους που αντιμετωπίζουν τα αρχαιολογικά αντικείμενα ως μονοσήμαντα κατάλοιπα. Μια τελευταία διάσταση του αρχαιολόγου ως διανοούμενου έχει να κάνει με την παραγωγή φιλοσοφικής και κοινωνικής σκέψης, μιας εμπράγματης θεωρίας που πηγάζει μέσα από την ενασχόληση και την τριβή με τα υλικά αντικείμενα πολλών διαφορετικών εποχών. Μπορούμε δηλαδή να μάθουμε να παράγουμε θεωρία που να προκύπτει μέσα από την υλικότητα και τη χρονικότητα και που θα είναι διαφορετική από μια θεωρία που εδράζεται σε μια αφηρημένη, λογοκεντρική παράδοση.

* Υπό την συνθήκη της αισθητηριακότητας μπορεί ο αρχαιολόγος να διευκολύνει τον διάλογο της επιστήμης του με τη σύγχρονη τέχνη;

Ασφαλώς και μπορεί, από τη στιγμή που και τον αρχαιολόγο και τον καλλιτέχνη τούς απασχολούν οι αισθητηριακές ιδιότητες των υλικών και των αντικειμένων αλλά και τα ζητήματα της μνήμης και της χρονικότητας. Ήδη έχει ξεκινήσει ένας γόνιμος διάλογος και διεθνώς και στην Ελλάδα, ανάμεσα στη σύγχρονη τέχνη και την Αρχαιολογία. Καλλιτέχνες εμπνέονται από την αρχαιολογική πρακτική και τα αρχαιολογικά αντικείμενα αλλά και οι αρχαιολόγοι εμπλουτίζουν τις προσεγγίσεις τους μέσα από την επικοινωνία με τη σύγχρονη τέχνη. Πολλά αρχαιολογικά προγράμματα καλούν καλλιτέχνες στην ανασκαφή.

Για παράδειγμα, στο πρόγραμμα αρχαιολογικής εθνογραφίας το οποίο πραγματοποιήσαμε το 2007-2010 εντάξαμε ένα πρόγραμμα φωτοεθνογραφίας όπου πέρα από την εθνογραφική καταγραφή σημαντικό ρόλο είχε η δημιουργική φωτογραφία που ουσιαστικά σχολίαζε την αρχαιολογική πρακτική αλλά και τη σχέση της τοπικής κοινωνίας με τα μνημεία. Στο πρόγραμμα Αρχαιολογίας και Αρχαιολογικής Εθνογραφίας στην Κουτρουλού Μαγούλα Φθιώτιδας που άρχισε το 2010 και συνεχίζεται υλοποιήσαμε ένα πρόγραμμα θεάτρου - Αρχαιολογίας όπου καλλιτέχνες εμπνεύστηκαν από την ανασκαφή, έγραψαν ένα θεατρικό έργο το οποίο ανεβάσαμε δίπλα στις αρχαιολογικές τομές και το οποίο παρακολούθησαν εκατοντάδες κάτοικοι από την τοπική κοινωνία.

* Για να ευνοηθεί ένας τέτοιος διάλογος, επαρκούν οι κρατικές δομές, μήπως χρειάζονται μια αναδιάρθρωση;

Ασφαλώς και χρειάζονται αναδιάρθρωση που όχι μόνο να επιτρέπει αλλά και να ενθαρρύνει την επικοινωνία ανάμεσα στις αντίστοιχες διευθύνσεις του υπουργείου Πολιτισμού, να διασυνδέσει δηλαδή την Αρχαιολογική Υπηρεσία με τις διευθύνσεις σύγχρονου πολιτισμού. Βλέποντας αφ' ενός το ενδιαφέρον που έχει δημιουργηθεί στους πολίτες αλλά και στους νέους κυρίως καλλιτέχνες για την Αρχαιολογία αυτή την περίοδο θα μπορούσε η πολιτεία να ενθαρρύνει δημιουργούς και καλλιτέχνες να συμμετάσχουν σε αρχαιολογικά προγράμματα και ανασκαφές, φυσικά υπό την επίβλεψη της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας.

* Ο σταχασμός σας, όπως φαίνεται και στο βιβλίο σας επικεντρώνεται στην πολυχρονική διάσταση της Αρχαιολογίας. Η αρχαιολογική διαδικασία όπως τη γνωρίζουμε αφήνει χώρο στην Αρχαιολογία του σήμερα;

Η Αρχαιολογία του σήμερα, δηλαδή η ενασχόληση με τα υλικά κατάλοιπα ανεξάρτητα από τον χρονικό τους προσδιορισμό, υφίσταται και αναπτύσσεται όλο και περισσότερο διεθνώς. Στηρίζεται στην παραδοχή ότι η συστηματική ενασχόληση με τις υλικές διαστάσεις της ανθρώπινης εμπειρίας μπορεί να μας προσφέρει σημαντικές γνώσεις, τις οποίες δεν μπορούμε να αντλήσουμε από άλλες επιστήμες.

Μπορούμε, για παράδειγμα, να μελετήσουμε την Αρχαιολογία του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα όχι μόνο μέσα από τις ιστορικές μαρτυρίες ή τις προφορικές αφηγήσεις που ήδη έχουμε, αλλά και μέσα από τα υλικά κατάλοιπα των μαχών ή των χώρων εγκλεισμού των πολιτικών κρατουμένων. Ας δούμε τη Μακρόνησο. Είναι κηρυγμένος ιστορικός τόπος αλλά όχι αρχαιολογικός. Έτσι, ιδιαίτερα αρχαιολογικά κατάλοιπα των κρατουμένων, μικροαντικείμενα, χειροτεχνήματα και άλλες υλικές μαρτυρίες της ζωής τους, δεν τυγχάνουν της προσοχής αλλά και της προστασίας των ειδικών κρατικών υπηρεσιών. Ένα άλλο παράδειγμα Αρχαιολογίας του πρόσφατου παρελθόντος θα μπορούσε να είναι η αρχαιολογική ανασκαφή του πρώην βασιλικού κτήματος του Τατοΐου. Ο χώρος συνιστά ιδανικό πλαίσιο για μια τέτοια Αρχαιολογία, όπου η προσεκτική καταγραφή των μικροαντικειμένων και της στρωματογραφίας της ζωής αυτού του συγκροτήματος θα μπορούσε να μας προσφέρει σημαντικές γνώσεις και πληροφορίες γι' αυτή την περίοδο της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας.

* Μιλάτε πια για μια νέα προσέγγιση της επιστήμης σας. Επικεντρώνεστε, όπως και στο προηγούμενο βιβλίο σας Αρχαιότητα, αρχαιολογία και εθνικό φαντασιακό στην Ελλάδα στην πολιτική και κοινωνική διάσταση της αρχαιολογίας. Με την Αμφίπολη βιώσαμε την ιδεολογική χρήση της επιστήμης και μια επιχείρηση αναδημιουργίας ενός εθνικού αφηγήματος. Δυστυχώς η αρχαιολογική κοινότητα δίστασε να τοποθετηθεί δημόσια αμέσως. Πώς προστατεύεται η ίδια η επιστήμη αλλά και η κοινωνία από τέτοιου είδους καταχρήσεις;

Έχουμε συνηθίσει να μιλάμε για καταχρήσεις και αυθαιρεσίες της αρχαιολογικής πρακτικής και γνώσης από πολιτικούς ή καθεστώτα, όμως η πολιτική διάσταση της αρχαιολογίας αφορά και την ίδια συνολικά ως συγκρότηση και σαν επιστήμη και δεν έχει να κάνει μόνο με τις εξωτερικές επεμβάσεις στη δουλειά της. Με άλλα λόγια, η αρχαιολογική σκέψη και πρακτική είναι μια εγγενώς πολιτική διαδικασία. Στην Αρχαιολογία, παράγουμε υλικές πραγματικότητες που έχουν μια πολιτική διάσταση. Αυτό που απαιτείται λοιπόν από τους αρχαιολόγους είναι η αναγνώριση της πολιτικής λειτουργίας τους. Από την άλλη, πολύ συχνά η πολιτική εξουσία επενδύει σε αρχαιολογικές πρακτικές, μνημεία ή αντικείμενα για τους δικούς της λόγους. Ο καλύτερος τρόπος να αντιμετωπίσουμε αυτό το φαινόμενο είναι η κριτική και αναστοχαστική προσέγγιση στην ίδια μας την επιστήμη και τον ρόλο της.

Στο παράδειγμα της Αμφίπολης, όπως σημείωνα και σε άρθρα μου στην "Αυγή", είχαμε να κάνουμε με ένα φαινόμενο εθνικής θησαυροθηρίας. Δηλαδή με τη συνύφανση των εθνικών αφηγήσεων περί Μακεδονίας και μακεδονικού ελληνισμού με μια θησαυροθηρική διάσταση που επιζητούσε τα χρυσά και τους κρυμμένους θησαυρούς, που, όπως αφήνετο να εννοηθεί, θα οδηγούσαν στη σωτηρία. Είχαμε να κάνουμε δηλαδή με ένα σωτηριολογικό αφήγημα που απέκτησε δύναμη και δημοσιότητα ακριβώς εξαιτίας της συγκεκριμένης χρονικής στιγμής, της πολυεπίπεδης κρίσης που βιώνουμε. Φυσικά το φαινόμενο έχει και άλλες διαστάσεις, όπως η παράβαση δεοντολογικών κανόνων της ανασκαφικής έρευνας, ή η χρήση σκαπτικών μηχανημάτων σε ένα τόσο ενδιαφέροντα, σημαντικό και απ' ό,τι φαίνεται πολυχρονικό αρχαιολογικό μνημείο.

Όσο για την κοινωνία, προστατεύεται μέσα από έναν έντιμο και ανοιχτό διάλογο και για την υποκειμενική και πολιτική διάσταση της αρχαιολογικής πρακτικής αλλά και για τον πολύπλευρο χαρακτήρα των ίδιων των αρχαιολογικών μνημείων, πέρα από βεβαιότητες και μονοσήμαντες ερμηνείες εθνικού ή άλλου χαρακτήρα.

* Μήπως ήρθε η ώρα να συζητηθεί και ο επαναπροσδιορισμός του ρόλου της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας; Μήπως δηλαδή εντός της κρατικής δομής πρέπει να ενταχθεί και η δημόσια λειτουργία της;

Στην Αρχαιολογική Υπηρεσία και στους Συλλόγους των Αρχαιολόγων έχει ήδη ανοίξει η συζήτηση για τον δημόσιο χαρακτήρα των μνημείων και της αρχαιολογικής κληρονομιάς και πολλές από τις προτάσεις παρεμβάσεων που έχουν γίνει είναι σημαντικές. Το ζητούμενο είναι η μετάβαση από την κρατική Αρχαιολογία στη δημόσια. Η δημόσια Αρχαιολογία συνεπάγεται το άνοιγμα των αρχαιολογικών χώρων στις τοπικές κοινωνίες και την ενεργό συμμετοχή τους στην παραγωγή της αρχαιολογικής γνώσης και στην προστασία της αρχαιολογικής κληρονομιάς. Για παράδειγμα, πολλοί αρχαιολογικοί χώροι στην Αθήνα λειτουργούν παράλληλα και ως χώροι αναψυχής αλλά και κοινωνικών και καλλιτεχνικών συνευρέσεων και εκδηλώσεων. Γύρω δε απ' αυτούς έχουν δραστηριοποιηθεί κινήματα πόλης και συλλογικότητες που λειτουργούν και ως ασπίδα προστασίας. Τα παραδείγματα των λόφων του Φιλοπάππου και της Ακαδημίας Πλάτωνος είναι ίσως τα πιο χαρακτηριστικά. Η πρόσφατη απόφαση του ΣτΕ για του Φιλοπάππου που αναγνωρίζει τον διπλό χαρακτήρα του χώρου ως αρχαιολογικού και αναψυχής είναι ιδιαίτερα σημαντική και ελπιδοφόρα.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL