Ενώ η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών εμφανίζεται ιδιαίτερα χαρούμενη για τις ιδιαίτερα υψηλές για την εποχή θερμοκρασίες ανταλλάσοντας ευχές για καλό καλοκαίρι και καλά μπάνια, δύο ειδήσεις -από αυτές που συνήθως περνούν στα ψιλά- έρχονται να μας επαναφέρουν στην πραγματικότητα. Ειδήσεις τόσο θερμές όσο η πραγματικότητα και όσα μας επιφυλάσσει το μέλλον. Αρχικά διαβάζουμε στην Καθημερινή τη συνέντευξη του καθηγητή στο Τμήμα Φυσικής του ΕΚΠΑ Κώστα Καρτάλη, που εξηγεί πως «στην Ελλάδα μέχρι το 2050 οι ημέρες με καύσωνα θα αυξηθούν κατά 15-20 μέρες ετησίως, ενώ αρκετές περιοχές της χώρας -κυρίως στον άξονα που ορίζεται από την Ανατολική Θεσσαλία προς την Αττική και την Κρήτη- θα έχουν μέχρι έξι περισσότερα θερμά επεισόδια βάσει του μετριοπαθούς σεναρίου και αντίστοιχα μέχρι δέκα βάσει του απαισιόδοξου σεναρίου». Στη συνέχεια, διαβάζουμε σε διεθνή ΜΜΕ τα αποτελέσματα επιστημονικής μελέτης που εξηγούν πως στην πορεία των τελευταίων δεκαετιών τα κύματα καύσωνα επιδεικνύουν την τάση «να μετακινούνται ολοένα βραδύτερα», κάτι που σημαίνει πως «παραμένουν σε κάποια περιοχή για μεγαλύτερο διάστημα» κι αυτό «έχει μεγάλες συνέπειες για τον πληθυσμό της».
Με λίγα λόγια, έρχονται περισσότεροι καύσωνες που θα διαρκούν ολοένα και περισσότερες ημέρες, με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό για τους ανθρώπους αλλά και για το φυσικό περιβάλλον. Και αν θέλουμε να δούμε και τις αιτίες όσον αφορά τουλάχιστον τη λεκάνη της Μεσογείου, η απάντηση είναι ξεκάθαρη και λέει ότι ο βασικός παράγοντας που επηρεάζει τις συνθήκες θερμοκρασίας στην περιοχή της Μεσογείου είναι οι εκπομπές αερίων θερμοκηπίου από τη χρήση των ορυκτών καυσίμων (άνθρακα, λιγνίτη, πετρελαίου, φυσικού αερίου). Και πώς απαντάμε εμείς ως χώρα; Μα, φυσικά, με τις σεισμικές έρευνες που γίνονται στους βυθούς των θαλασσών μας για ορυκτά καύσιμα.