Παρά την επιτηδευμένη βεβαιότητα με την οποία οι δημοσιολογούντες του παλιού συστήματος εξουσίας λένε διάφορα, μάλλον θα έπρεπε να είναι πιο συγκρατημένοι. Η εικόνα κατάρρευσης του ΣΥΡΙΖΑ στην κοινωνία απηχεί περισσότερο τις ελπίδες τους, παρά την πραγματικότητα.
Φυσικά, κανείς δεν ισχυρίζεται ότι η γκρίνια του κόσμου για την κυβέρνηση δεν έχει πιάσει κόκκινο, σε σημείο που μάλλον η λέξη γκρίνια δεν είναι αρκετή για να περιγράψει το θυμικό των λαϊκών τάξεων. Ωστόσο, άλλο τόσο είναι ξεκάθαρο ότι αυτές οι δυσφορούσες λαϊκές τάξεις δεν έχουν στρέψει προς άλλη πλευρά τις ελπίδες τους και σε καμία περίπτωση δεν τις έχουν στρέψει στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Αυτή την εικόνα ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης μοιάζει να μην τη διανοείται καν, όπως δείχνουν οι επιλογές που κάνει.
Η ελληνική Δεξιά δεν είχε -κατά κανόνα- την ικανότητα να διαπιστώνει ποιος έχει την πολιτική ηγεμονία και να διαβάζει το πολιτικό συναίσθημα της κοινωνίας. Ωστόσο, είναι αδιανόητο ο Κυριάκος Μητσοτάκης να φτάνει στο σημείο να τοποθετείται κατά της βελτίωσης των εργασιακών σχέσεων (σε αυτή τη χώρα, αυτή την περίοδο) και ταυτόχρονα να συντάσσεται στο πλευρό του ΔΝΤ.
Ακόμη περισσότερο, μοιάζει να μην κατανοεί τη σημασία που έχει στην πολιτική αντιπαράθεση η πρωτοβουλία κινήσεων. Αυτό φάνηκε όταν έσπευσε να εναντιωθεί στην καταβολή του έκτακτου επιδόματος στους συνταξιούχους (παραμονές των οικογενειακών τραπεζιών), αυτή τη φορά ταυτιζόμενος με τον Σόιμπλε.
Δεν ξέρουμε αν αυτές οι επιλογές του οφείλονται όντως στο ότι βρίσκεται τόσο πολύ εκτός κοινωνίας και στη "ρηχή βεβαιότητα" ότι είναι κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού ή σε μια λιγούρικη βιασύνη να δώσει διαπιστευτήρια σε κάποιους. Σίγουρα, πάντως, δεν τον βοηθάει να αποφύγει αυτά τα λάθη το γεγονός ότι έχει αυτοπαγιδευτεί στο να επιλέγει την πιο οξεία αντιπολιτευτική αντίδραση έναντι κάθε επιλογής της κυβέρνησης, ελπίζοντας να τη φθείρει και να γίνουν εκλογές. Με αυτό τον τρόπο ούτε συνολική αντιπρόταση συγκροτεί, άρα δεν είναι δυνατόν να κερδίσει και την πολιτική ηγεμονία, ούτε επιτρέπει στον εαυτό του να έχει την ευελιξία που απαιτείται για να αντιπαρέλθει την εξ ορισμού πρωτοβουλία κινήσεων που διαθέτει ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση.
Τέλος, δεν θα πρέπει να ξεχνά ότι η επιλογή του χρόνου των εκλογών παραμένει αποκλειστικό προνόμιο του πρωθυπουργού. Αν συγκρίνει δε κανείς την ανταπόκριση των τοπικών κοινωνιών στις περιοδείες των δύο πολιτικών αρχηγών, θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτικός μήπως η ευχή για εκλογές μετατραπεί σε εφιάλτη.
ΥΓ: Πολλές κουβέντες χρειάζονται για να πιάσει κάποιος το κλίμα στην κοινωνία, αλλά είναι λίγες οι ατάκες που μπορούν να το συμπυκνώσουν. Στην ερώτηση, λοιπόν, για το αν γκρινιάζει ο κόσμος για την κυβέρνηση, η απάντηση έμπειρου ταξιτζή ήταν ξεκάθαρη: “Βρίζουν, αλλά δεν κάνουν για αλλού”.