Στη δεκαετία που ο εθνικοσοσιαλισμός γιγαντώθηκε στη Γερμανία, τα μέσα ενημέρωσης που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των ναζί χαρακτήριζαν «κατσαρίδες» τους ανθρώπους που μελλοντικά θα κατέληγαν στα κρεματόρια, συνδέοντας με τον τρόπο αυτό τα συγκεκριμένα ζωύφια με τον ρατσιστικό λόγο. Κατσαρίδες και ρατσισμός από τότε μέχρι σήμερα ακολουθούν μια παράλληλη πορεία, με τις κατσαρίδες, κατά τα λεγόμενα, να επιβιώνουν ακόμη και μιας πυρηνικής καταστροφής και τη ρατσιστική τους επίκληση να αντέχει στον χρόνο.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '90 και στα χρόνια που προηγήθηκαν της γενοκτονίας 2 εκατομμυρίων ανθρώπων στη Ρουάντα, η φυλή των Τούτσι είχε χαρακτηριστεί -μέσω εφημερίδων και ραδιοφωνικών σταθμών- από τους θύτες της σαν ένα τεράστιο κοπάδι από «κατσαρίδες» που ο αφανισμός τους θα «καθάριζε» τη χώρα.
Μπορεί η Ιστορία να έχει δείξει και να έχει αποδείξει μέσω ποταμών αίματος τους κινδύνους που ενέχει η δαιμονοποίηση των ξένων και των μειονοτήτων, παρ' όλα αυτά είναι βαθύτατα σκανδαλώδες να βλέπουμε της επανάληψη αυτής της τακτικής προκειμένου κάποιοι να κερδίσουν ψήφους ή να πουλήσουν εφημερίδες. Στις 17 Απριλίου του 2015, η αρθρογράφος της βρετανικής "The Sun" Κέιτι Χόπκινς αναφέρει: «Μη γελιέστε. Αυτοί οι μετανάστες είναι σαν τις κατσαρίδες. Μπορεί να μοιάζουν κάπως με Αιθιοπία του Μπομπ Γκέλντοφ εν έτει 1984, όμως είναι φτιαγμένοι έτσι που να επιβιώνουν και από πυρηνική έκρηξη».
Για την Ιστορία, να σημειώσουμε πως «κατσαρίδες» στην Ελλάδα μέχρι σήμερα, εκτός από το σκίτσο που τις εντόπισε να τρώνε το «φιλέτο του Ελληνικού», έχουν ανακαλύψει η πρώην βουλευτής της Ν.Δ. και τότε πρόεδρος της επιτροπής της Βουλής για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (!),Κατερίνα Παπακώστα, που το 2012 παρομοίασε τους μετανάστες με ζωύφια, λέγοντας χαρακτηριστικά πως «λαθρομετανάστες εισρέουν κατά χιλιάδες στα σύνορα σαν κατσαρίδες» και η υπόδικη χρυσαυγίτισσα Θ. Σκορδέλη, που το 2010 με τη συνοδεία ομοϊδεατών της είχε εισβάλει στο δημοτικό συμβούλιο του Δήμου της Αθήνας καταγγέλλοντας τις «κατσαρίδες» που μόλυναν την πλατεία του Άγιου Παντελεήμονα.
Π. Κατσάκος