Τι θα κάνουν τα επιτόκια το 2024; Το θέμα ενδιαφέρει για διαφορετικούς λόγους κυβερνήσεις πλούσιων και φτωχών χωρών. Αλλά και απλούς πολίτες - όλης της γκάμας εισοδημάτων…
Τις κυβερνήσεις γιατί, ύστερα από μια περίοδο δύσκολη, που ξεκίνησε με την πανδημία του κορωνοϊού και συνεχίστηκε με την κρίση στην Ουκρανία και την έκρηξη του πληθωρισμού, «σήκωσαν» τεράστιες ποσότητες χρήματος από τις διεθνείς αγορές. Τους πολίτες γιατί είδαν ξαφνικά οι δόσεις τους για τα στεγαστικά ή τα επιχειρηματικά δάνεια να παίρνουν την ανιούσα και να αυξάνονται δραματικά το 2022 και το 2023.
Για τις μεν κυβερνήσεις, το επιπλέον κόστος χρήματος μεταφράστηκε σε περικοπές στους προϋπολογισμούς του 2024 και μετακύλιση της αύξησης του κόστους κρατικού δανεισμού σε φόρους. Για τις επιχειρήσεις, η αύξηση των επιτοκίων και η αύξηση του χρηματοοικονομικού κόστους μετακυλήθηκε στις τιμές των τελικών προϊόντων, δηλαδή στις τσέπες των πολιτών, που είδαν τον πληθωρισμό να εξανεμίζει τα εισοδήματά τους και τις αυξήσεις των δόσεων των στεγαστικών δανείων να υπονομεύουν το επίπεδο ζωής τους ακόμη και στις προηγμένες οικονομικά χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά.
Και οι πολίτες; Η… παράδοση «θέλει» σ’ αυτές τις περιπτώσεις την εργατική τάξη να κινητοποιείται και να ζητάει αυξήσεις μισθών, κάτι που δεν έγινε όμως, καθώς κάποιες κυβερνήσεις πήραν πυροσβεστικά μέτρα (π.χ., μείωση του ΦΠΑ, όπως στην Ισπανία, την Πορτογαλία και την Κύπρο, ή επιδότηση της κατανάλωσης, όπως στην Ελλάδα για παράδειγμα), ενώ οι αγρότες, τουλάχιστον στην πρώτη φάση, φαίνεται να ευνοήθηκαν από τη μεγάλη άνοδο της τιμής των αγροτικών προϊόντων. Οι τελευταίες γιγαντιαίες κινητοποιήσεις τους πρόσφατα στη Γερμανία δείχνουν ότι αυτό ήταν μάλλον πρόσκαιρο.
Τα ερωτήματα για το 2024
Σε άρθρο τους για τις προοπτικές του 2024 οι Financial Times της Πρωτοχρονιάς σημείωναν, απαντώντας για την προοπτική των επιτοκίων το 2024, ότι έρχεται κάποιας μορφής επιβράδυνση στην οικονομία των ΗΠΑ, καθώς οι καθυστερημένες επιπτώσεις της αύξησης των επιτοκίων αρχίζουν να φαίνονται, με τον πληθωρισμό να υποχωρεί και τις μειώσεις επιτοκίων να εμφανίζονται στον ορίζοντα… Η πτώση του πληθωρισμού και η συνεπακόλουθη στροφή των κεντρικών τραπεζών προς μια πιο ελαστική νομισματική πολιτική (σ.σ.: εννοεί τη διακοπή της αύξησης των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες) είχαν σημαντικές επιπτώσεις και στις αγορές, καθώς δημιούργησαν ένα κλίμα μεγάλης επενδυτικής ευφορίας σε ΗΠΑ και Ευρωζώνη τόσο στις αγορές σταθερού εισοδήματος όσο και στις αγορές μετοχικών αξιών.
Οντως οι Κεντρικές Τράπεζες (Fed, ΕΚΤ) διέκοψαν το σερί των αποφάσεών τους για αυξήσεις των επιτοκίων, ενώ η Τράπεζα της Ιαπωνίας τα κράτησε στο «μηδέν». Τα ομόλογα και οι μετοχές επιδοκίμασαν με θεαματικά ράλι τη στάση αυτή. Κυρίως η υποχώρηση του πληθωρισμού (αποτέλεσμα κατά κύριο λόγο της μεγάλης αποκλιμάκωσης των τιμών του φυσικού αερίου και του πετρελαίου) ενισχύει τις προσδοκίες για αντιστροφή της πορείας των επιτοκίων. Όμως μια τέτοια προσδοκία μπορεί να ανατραπεί ή και να επιβραδυνθεί σημαντικά από τις γεωπολιτικές αλλά και τις οικονομικές εξελίξεις. Γιατί;
* Πρώτον: Οι τιμές των τροφίμων επιμένουν σε υψηλά επίπεδα παρά τη μερική υποχώρηση σε κάποιες κατηγορίες, καθώς, πέρα από τα αμβλυμμένα προς το παρόν προβλήματα που δημιούργησε η ρωσοουκρανική κρίση, τεράστια προβλήματα φαίνεται να δημιουργεί στην παραγωγή η κλιματική αλλαγή στην Ευρώπη αλλά κυρίως στην αμερικανική ήπειρο (φαινόμενο Ελ Νίνιο).
* Δεύτερον: Η συνεχιζόμενη κρίση στη Μέση Ανατολή και η τεράστια κρίση στην αλυσίδα των μεταφορών λόγω των επιθέσεων των Χούθι στα εμπορικά σκάφη αυξάνουν σημαντικά το κόστος μεταφορών όλων των ηλεκτρονικών προϊόντων, τα οποία προέρχονται κυρίως από τα μεγάλα εργοστάσια της Κίνας και της Άπω Ανατολής.
* Τρίτον: Η ΕΚΤ στην Ευρώπη μάλλον θα διατηρήσει το «σημειωτόν» στα επιτόκια καθώς η Ε.Ε. επαναφέρει τους δημοσιονομικούς κορσέδες και απαιτεί επαναφορά σε πλεονάσματα ή αρνητικά δημοσιονομικά ισοζύγια χαμηλότερα του 2% του εθνικού ΑΕΠ, αλλά πάντως πρωτογενή πλεονάσματα.
Ο δανεισμός της Ελλάδας
Πιθανή σταθεροποίηση των επιτοκίων της ΕΚΤ και, πολύ περισσότερο, μείωσή τους μετά την αναβάθμιση της Ελλάδας από τους οίκους αξιολόγησης εκτιμάται από τον ΟΔΔΗΧ (Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους) πως θα ευνοήσει τη χώρα, η οποία όμως εξακολουθεί να πληρώνει επιτόκια γύρω στο 3,90% ακόμα και για τρίμηνα ή εξάμηνα έντοκα γραμμάτια, κόστος ιδιαίτερα υψηλό!
Για το 2024, σύμφωνα με την έκθεση στρατηγικής του ΟΔΔΗΧ για τις χρηματοδοτικές ανάγκες του Ελληνικού Δημοσίου, θα χρειαστούν εν συνόλω 18,99 δισεκατομμύρια ευρώ. Στη σχετική έκθεση προσδιορίζεται ότι 10 δισεκατομμύρια ευρώ θα προέλθουν από εκδόσεις ομολογιακών δανείων μεσοπρόθεσμης και μακροπρόθεσμης διάρκειας. Τα υπόλοιπα 9 δισεκατομμύρια προσδιορίζεται ότι θα προέλθουν από άλλες πηγές. Από αυτά τα 4,195 δισ. ευρώ από NGEU, ETE, CEB, κ.λπ., ενώ 1,161 δισ. από πωλήσεις μετοχών (προφανώς κρατικών συμμετοχών).