Live τώρα    
20°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Ελαφρές νεφώσεις
20 °C
16.7°C20.7°C
1 BF 57%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ελαφρές νεφώσεις
19 °C
16.0°C21.3°C
1 BF 67%
ΠΑΤΡΑ
Σποραδικές νεφώσεις
19 °C
15.0°C18.8°C
1 BF 56%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Αίθριος καιρός
17 °C
14.9°C17.7°C
3 BF 71%
ΛΑΡΙΣΑ
Ελαφρές νεφώσεις
16 °C
15.9°C18.5°C
0 BF 82%
Ενεργειακή φτώχεια / Η μεγάλη απειλή είναι ήδη εδώ - Παγωμένα σπίτια και απλήρωτοι λογαριασμοί
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Ενεργειακή φτώχεια / Η μεγάλη απειλή είναι ήδη εδώ - Παγωμένα σπίτια και απλήρωτοι λογαριασμοί

134428322a.jpg

Την ένταση των παραγόντων που συνιστούν την ενεργειακή φτώχεια μπορεί να προκαλέσει μια πράσινη μετάβαση που αγνοεί τα κόστη και τις επιβαρύνσεις που συνεπάγονται για τους καταναλωτές, και ιδίως τους ευάλωτους, οι νέες απαιτήσεις στην πορεία προς οικονομίες μηδενικών ρύπων.

Ο μετασχηματισμός του ενεργειακού μείγματος με τη συμπερίληψη ολοένα και περισσότερο «καθαρών» τεχνολογιών λιγότερο ή περισσότερο ώριμων, καθώς και οι αυξανόμενες απαιτήσεις για την ενεργειακή αποδοτικότητα (κτηριακός τομέας-εξοπλισμός και ιδιωτικές μεταφορές), δημιουργούν πιέσεις για νέες δαπάνες.

Ήδη σήμερα η ενεργειακή φτώχεια είναι παρούσα, με τις ακραίες αυξήσεις της περιόδου 2021-2022 να έχουν στραγγαλίσει οικονομικά ασθενέστερους και ευάλωτους καταναλωτές, ενώ η ακρίβεια στο ρεύμα και στο αέριο είναι δεδομένη τουλάχιστον για το αμέσως επόμενο διάστημα, παρατείνοντας τις πιέσεις κυρίως στα χαμηλότερα εισοδήματα.

Η ενεργειακή φτώχεια σήμερα

Όλες οι ενδείξεις επιβεβαιώνουν ότι η Ελλάδα (που ευθύνεται για το 0,19% των παγκόσμιων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα) βρίσκεται σε μια από τις χειρότερες θέσεις σε ό,τι αφορά την ενεργειακή φτώχεια μεταξύ των 27 κρατών-μελών της Ε.Ε.

Σύμφωνα με σχετική ανάλυση της ΟΚΕ, οι συνέπειες της ενεργειακής φτώχειας περιλαμβάνουν την περιορισμένη χρήση θέρμανσης, κρύα και με υγρασία σπίτια, χρέη σε λογαριασμούς κοινής ωφελείας και τη μείωση εξόδων των νοικοκυριών σε άλλα είδη πρώτης ανάγκης, ενώ σχετίζεται με ένα ευρύ φάσμα φυσικών και ψυχικών ασθενειών υγείας, όπως η κατάθλιψη, το άσθμα και η καρδιακή ασθένεια.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, στην Ελλάδα το 2021, έτος πανδημίας και lockdown, 17,5% των πολιτών αδυνατούσε να θερμάνει επαρκώς το σπίτι του - κατάσταση που προφανώς συνδέεται άρρηκτα με το υψηλό ενεργειακό κόστος (όπως και με τα υπόλοιπα υψηλά κόστη της στέγασης σε συνάρτηση με τα χαμηλά εισοδήματα).

Με το ποσοστό αυτό η χώρα μας τοποθετείται στην 4η θέση με τα υψηλότερα μερίδια ανεπαρκούς κάλυψης των αναγκών θέρμανσης των νοικοκυριών στην Ε.Ε. των 27, μετά τη Βουλγαρία (με 23,7%), τη Λιθουανία (με 22,5%) και την Κύπρο (με 19,4%).

Το συγκεκριμένο νούμερο είναι υπερδιπλάσιο του αντίστοιχου μέσου όρου σε επίπεδο Ε.Ε., ήτοι 6,9%. Στον αντίποδα, τα χαμηλότερα ποσοστά εμφανίζονται στη Φινλανδία (1,3%) και στις Σουηδία, Σλοβενία και Αυστρία (με μερίδια κάτω από 2%).

Σημειώνεται ότι η μη επαρκής θέρμανση του σπιτιού αποτελεί τη μία από τις δύο βασικές συνθήκες που συνιστούν ενεργειακή φτώχεια. Η έτερη αφορά στη αδυναμία αποπληρωμής των ενεργειακών λογαριασμών από τα νοικοκυριά, που οδηγεί στη δημιουργία οφειλών, κατάσταση που επίσης «πνίγει» τα ελληνικά νοικοκυριά. Ως προς τους απλήρωτους λογαριασμούς ρεύματος, η Ελλάδα διατηρεί το ρεκόρ σε όλη την Ε.Ε.: το 26,3% των πολιτών το 2021 είχε απλήρωτους λογαριασμούς, όταν ο μέσος όρος σε Ε.Ε.-27 και Ευρωζώνη ανερχόταν σε 6,4%, δηλαδή 4 φορές λιγότεροι από ό,τι στην Ελλάδα.

Συνολικά το ποσοστό των νοικοκυριών που αντιμετωπίζουν ενεργειακή ένδεια το 2021 ανέρχεται σε 12,4% -αυξημένο κατά 12% έναντι του 2020-, ενώ πλήττονται 513.000 νοικοκυριά.

Στην ανάλυση «Ενεργειακή Φτώχεια και Δίκαιος Μετασχηματισμός στην Ελλάδα» των Π. Φράγκου, Ε. Κανέλλου, Γ. Κωνσταντόπουλου, Α. Νίκα, Κ. Φραγκιαδάκη, Φ. Φιλίππου, Θ. Φωτίου και Χ. Δούκα, που δημοσιοποιήθηκε πρόσφατα (συλλογική έκδοση Springer), περιλαμβάνονται δύο ακόμα συνθήκες για τα νοικοκυριά που πληρούν ταυτόχρονα και τις δύο παρακάτω απαιτήσεις:

- Το ετήσιο κόστος της συνολικής ενέργειας του νοικοκυριού είναι χαμηλότερο από το 80% του ετήσιου κόστους για την κάλυψη της ελάχιστης απαιτούμενης κατανάλωσης ενέργειας (συνθήκη Ι).

- Το ισοδύναμο καθαρό εισόδημα κάθε νοικοκυριού (με βάση τον ισοδύναμο αριθμό μελών του νοικοκυριού σύμφωνα με την κλίμακα ΟΟΣΑ) σε ετήσια βάση είναι χαμηλότερο από το 60% του μέσου όρου του αντίστοιχου εισοδήματος για όλα τα νοικοκυριά, κατά τον ορισμό της σχετικής φτώχειας (συνθήκη ΙΙ).

Η τελευταία έκθεση προόδου που εκδόθηκε το 2021 στη χώρα μας υπολογίζει τις δύο αυτές συνθήκες σε περίπου 12% (περίπου 497.000 νοικοκυριά).

Περιβαλλοντικές πολιτικές και επιπτώσεις

Οι προσπάθειες απαλλαγής από τις ανθρακούχες εκπομπές μπορούν να καταλήξουν σε μεγάλης κλίμακας οικονομική αναδιάρθρωση με πιθανές φθίνουσες διανεμητικές επιπτώσεις, επηρεάζοντας δυσανάλογα τις μειονεκτούσες πληθυσμιακές ομάδες, επισημαίνεται στην προαναφερθείσα ανάλυση «Ενεργειακή Φτώχεια και Δίκαιος Μετασχηματισμός στην Ελλάδα».

Οπως αναφέρεται, η επιβολή πρόσθετων φόρων άνθρακα στα ενεργειακά προϊόντα και η ανάγκη αγοράς ενεργειακά αποδοτικού, αν και πιο ακριβού εξοπλισμού, μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος που αντιμετωπίζουν ανεπάρκεια χρηματοδότησης, αυξάνοντας παράλληλα την απειλή της ενεργειακής φτώχειας. Οι περιβαλλοντικές πολιτικές συνδέονται συνήθως, στη βιβλιογραφία, με οπισθοδρομικές διανεμητικές επιπτώσεις που επηρεάζουν αρνητικά τα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος, σημειώνεται και τονίζεται ότι η παράβλεψη τέτοιων επιπτώσεων μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα λιγότερο αποτελεσματικές πολιτικές και αυξημένες κοινωνικές ανισότητες. Η ανάλυση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι απαιτούνται καλά σχεδιασμένες στρατηγικές και πολιτικές να επιτύχει προοδευτικά αποτελέσματα εξετάζοντας κατάλληλα συστήματα αποζημίωσης, είτε αυξάνοντας το εισόδημα των νοικοκυριών μέσω εφάπαξ πληρωμών, μειώνοντας άλλους φόρους, ή μέσω του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.

Κοινωνική ανισότητα

Μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι η απαλλαγή από εκπομπές άνθρακα επηρεάζει την απασχόληση και το εισόδημα από την εργασία, οδηγώντας σε μείωση της ζήτησης εργατικού δυναμικού χαμηλής ειδίκευσης σε συνδυασμό με αύξηση των θέσεων εργασίας υψηλής ειδίκευσης που απαιτούνται για τη μετάβαση. Όπως διαπιστώνεται, η κατάσταση αυτή προκαλεί διανεμητικές επιπτώσεις μέσω της αγοράς εργασίας, οδηγώντας σε υψηλότερα επίπεδα κοινωνικής ανισότητας. Η μετάβαση σε οικονομίες μηδενικού άνθρακα, επισημαίνεται, μπορεί επίσης να αυξήσει τις δαπάνες που σχετίζονται με την ενέργεια στα νοικοκυριά, ειδικά σε ομάδες χαμηλού εισοδήματος, θέτοντας ζητήματα ενεργειακής φτώχειας και ενεργειακής προσιτότητας, καθώς αυτές οι εισοδηματικές κατηγορίες ξοδεύουν ήδη μεγάλο μέρος του εισοδήματός τους για την αγορά ενεργειακών υπηρεσιών και εξοπλισμού.

Συνολικά, η ανάλυση (βάσει μοντέλου) καταδεικνύει ότι η απαλλαγή από τις ανθρακούχες εκπομπές αυξάνει ελαφρώς την υπάρχουσα ανισότητα μεταξύ των εισοδηματικών τάξεων, με τα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος να αντιμετωπίζουν περισσότερες αρνητικές επιπτώσεις από εκείνα με υψηλότερο εισόδημα.

Από την άλλη πλευρά, αναφέρεται ότι η χρήση εσόδων από άνθρακα ως κατ’ αποκοπή μεταβιβάσεις προς τα νοικοκυριά και η απαίτηση μειωμένων εισφορών κοινωνικής ασφάλισης μπορεί να έχουν σαφή οφέλη, όπως την αύξηση της συνολικής απασχόλησης, ενώ παράλληλα μειώνουν σημαντικά την ανισότητα μεταξύ των εισοδηματικών τάξεων.

Με την υπόθεση ότι η κατανομή των εφάπαξ μεταφορών ακολουθεί τη διανομή κοινωνικών παροχών και επιδομάτων σε εισοδηματικές ομάδες, η ανακατανομή των εσόδων από άνθρακα θα μειώσει σημαντικά την εισοδηματική ανισότητα φέρνοντας υψηλά οφέλη για τα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος.

Οι συγγραφείς διαπιστώνουν ότι αν η Ελλάδα -μαζί με άλλες χώρες της Ε.Ε.- υιοθετήσει τον απαραίτητο φόρο άνθρακα και στη συνέχεια επιστρέψει έσοδα στους πολίτες σε ίση κατά κεφαλήν βάση, θα είναι δυνατό να επιτευχθεί ο καθαρός μηδενικός στόχος το 2050, ενώ παράλληλα θα μειωθεί η ανισότητα.

Επομένως, τα αποτελέσματα αυτά δείχνουν ότι είναι δυνατό για μια κοινωνία να εφαρμόσει ισχυρή δράση για το κλίμα χωρίς να παρεμποδίζει τους στόχους για ισότητα και ανάπτυξη.

Ακριβή μετάβαση

Πάντως, σύμφωνα με την τελευταία εκδοχή του ΕΣΕΚ (Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα), υπολογίζεται ότι η συνολική ετήσια δαπάνη (με αγορά CO2) των καταναλωτών για ενεργειακές υπηρεσίες θα ανέλθει το 2030 σε 46,030 εκατ., από 35,719 εκατ. το 2021, και σε 48,295 εκατ. το 2050. Για τον οικιακό τομέα το αντίστοιχο ποσό ανέρχεται για το 2030 σε 14,953 εκατ. ετησίως και είναι η δεύτερη μεγαλύτερη επιβάρυνση μετά τις μεταφορές (με 19,756 εκατ.).

Η μέση ετήσια επένδυση και καταναλωτική δαπάνη για ενεργειακά αποδοτικό εξοπλισμό θα ανέλθει την περίοδο 2025-2030 συνολικά σε 24,7 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 11,6 δισ. ευρώ αφορούν μόνο τα νοικοκυριά (6,7 δισ. μεταφορικά μέσα, 0,9 δισ. ανακαίνιση κτηρίων, 2,6 δισ. ενεργειακές συσκευές - θέρμανση/ψύξη, 1,4 δισ. ηλεκτρικές συσκευές).

Την περίοδο αυτή η συμμετοχή των νοικοκυριών είναι στο 52% των επιπλέον επενδύσεων-δαπανών, ενώ ο δημόσιος τομέας στο 2%, οι μεταφορές στο 12%, ο ιδιωτικός τομέας στο 8% και η ενέργεια στο 26%. Ως ποσοστό του εισοδήματος η καταναλωτική δαπάνη για ενεργειακά αποδοτικό εξοπλισμό αναμένεται να ανέλθει στο 8,2% το 2030, από 5,7% το 2020.

Εκτιμάται, μάλιστα, ότι η μέση ετήσια καταναλωτική δαπάνη που απαιτείται για την «πράσινη μετάβαση» σε σχέση με τα νοικοκυριά χαμηλής εισοδηματικής τάξης θα ανέλθει στα 4 δισ. ευρώ την περίοδο 2025-2030.

Κοινωνική δικαιοσύνη

Κλειδί για τη μετάβαση στην καθαρή ενέργεια, σύμφωνα με την ΟΚΕ, είναι η κοινωνική δικαιοσύνη, κάνοντας λόγο για ενίσχυση της δημόσιας στήριξης.

Τίθενται δύο κεντρικά ερωτήματα από πλευράς κοινωνικής πολιτικής και επιπτώσεων στα νοικοκυριά:

- Ποιος θα καταβάλει το κόστος για την ενεργειακή μετάβαση.

- Ποιοι και πόσο θα πληγούν από αυτή την αλλαγή.

Η εκτίναξη των χονδρικών τιμών ρεύματος από τον Ιούνιο 2021 μάλλον οδηγεί στην υπόθεση ότι δεν ήταν επαρκώς προετοιμασμένη η Ε.Ε. για να εκκινήσει τη διαδικασία της πράσινης μετάβασης με τρόπο που δεν θα προκαλούσε κύμα ανατιμήσεων στην τιμή του ρεύματος, το οποίο θα κατέληγε στον τελικό καταναλωτή, πλήττοντας τις δύο πιο ευάλωτες στην ενεργειακή φτώχεια κοινωνικές ομάδες: τους οικονομικά ασθενέστερους και τις ευάλωτες οικογένειες (πολύτεκνοι, ΑμεΑ κ.λπ.) - οι μεν λόγω οικονομικής αδυναμίας, οι δε λόγω μεγάλων αναγκών (λόγω πλήθους μελών).

Η ΟΚΕ θίγει το ζήτημα της επανεξέτασης της ενεργειακής μετάβασης με ανάλυση των επιπτώσεων σε νοικοκυριά και ευάλωτες κοινωνικές ομάδες και στην ενεργειακή και οικονομική φτώχεια των ευάλωτων νοικοκυριών με καταλυτικές συνέπειες στον κοινωνικό αποκλεισμό.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL