Live τώρα    
23°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Ελαφρές νεφώσεις
23 °C
21.2°C25.2°C
3 BF 50%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ελαφρές νεφώσεις
22 °C
20.6°C24.0°C
3 BF 53%
ΠΑΤΡΑ
Σποραδικές νεφώσεις
22 °C
22.1°C24.8°C
2 BF 75%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
22 °C
20.8°C23.0°C
3 BF 70%
ΛΑΡΙΣΑ
Ελαφρές νεφώσεις
24 °C
22.3°C23.9°C
0 BF 43%
Μαίντη Σολομών (Κοέν) 1928 - 2024 / Τίμησε τη ζωή όπως την έζησε
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Μαίντη Σολομών (Κοέν) 1928 - 2024 / Τίμησε τη ζωή όπως την έζησε

1347164340.jpg

Μαίντη Σολομών (Κοέν). Γεννήθηκε το 1928 στη Θεσσαλονίκη και μας άφησε στις 8 Φεβρουαρίου του 2024. Καλό ταξίδι, μάνα.

Οι μέρες περνούν, η θλίψη καταλαγιάζει και οι αναμνήσεις έρχονται να καλύψουν το δυσάρεστο γεγονός. Κι εγώ σήμερα μετατρέπω τις μουσικές σελίδες μου στην ΑΥΓΗ σε ένα βήμα για να την τιμήσω.

Βγήκε στην παρανομία και πέρασε τον Όλυμπο με τους αντάρτες τις μέρες που οι ναζί εισβολείς φόρτωναν τα τρένα για το Άουσβιτς γεμάτα φίλους και συγγενείς. Βίωσε τη μεγάλη πείνα της Κατοχής, τον θάνατο, την απώλεια, κρύφτηκε σε κάθε λογής κρυψώνες, μέχρι που έφτασε η μέρα της Απελευθέρωσης.

Έγινε μετανάστρια από ανάγκη, ελπίζοντας να χτίσει μια καλύτερη ζωή στην ξενιτιά, πριν τελικά γυρίσει στην πατρίδα για να γεννήσει τον πρώτο της γιο. Κι όταν όλα γύρω της γκρεμίζονταν, δεν έπαψε να ελπίζει πως μια μέρα θα ζούσε πάλι ελεύθερη στη γενέτειρά της. Η Μαίντη Σολομών υπήρξε μία από τις λίγες επιζήσασες της εποχής του Ολοκαυτώματος, φορέας μνήμης της ναζιστικής θηριωδίας και του αντισημιτισμού.

Με την εγγονή της Λουίζα στα 90ά γενέθλιά της

Γεννήθηκα στη Σαλονίκη…

Οι γονείς της ήταν εύποροι, μέλη της κοινότητας της Θεσσαλονίκης. Ο πατέρας της Ιωσήφ Κοέν υπήρξε ιδιοκτήτης μεγάλου καταστήματος και εργοστασίου υποδηματοποιίας σε κεντρικό δρόμο της πόλης. Το 1940 στιγμάτισε τη ζωή της δευτερότοκης κόρης του.

Οικογενειακή φωτογραφία στον Άγιο Παντελεήμονα

Η Μαίντη θυμάται τον εαυτό της σε νεαρή ηλικία. Ήταν ένα άτακτο παιδί, που το χαρακτήριζε η άγνοια κινδύνου. Οι στιγμές της ξεγνοιασιάς έδωσαν τη θέση τους στο ανελέητο σκηνικό του πολέμου. Την ημέρα που οι Ιταλοί -και λίγο μετά οι Γερμανοί- μπήκανε στην πόλη ήταν 12 ετών. «Θυμάμαι τη μέρα αυτή τόσο έντονα, που ακόμη ανατριχιάζω. Φτάνω στο σχολείο, το βλέπω άδειο και αναρωτιέμαι “τι συμβαίνει;”. Μου λέει τότε ο επιστάτης “τι γυρεύεις εδώ, Μαίντη; Φύγε γρήγορα για το σπίτι, γίνεται πόλεμος!”. Δεν είχα καταλάβει τίποτα. Έπειτα από λίγη ώρα άρχισαν οι βομβαρδισμοί. Οι Ιταλοί αρχικά βομβάρδιζαν το λιμάνι και το σπίτι μας βρισκόταν στην παραλία. Σηκωθήκαμε και φύγαμε. Πήγαμε στο πατρικό μας, που ήταν απομακρυσμένο από το κέντρο. Στο κτήριο του μαγαζιού βρισκόταν η Ανωτάτη Διοίκηση Χωροφυλακής. Δεν θα ξεχάσω τη μέρα που ο διοικητής είπε στον πατέρα μου: “Ιωσήφ, μάζεψέ τα και φύγε. Τα πράγματα όσο πάνε δυσκολεύουν”. Η μικρότερη αδελφή μου Σέλλη ήταν 7 ετών» διηγούνταν στην εγγονή της Λουίζα. Είχε ορκιστεί ότι δεν θα άφηνε τη μνήμη να την προδώσει, ότι δεν θα ξεχνούσε την εισβολή και τα όσα επακολούθησαν.

Διά πυρός και σιδήρου

Η παρουσία των Ιταλών στην πόλη κράτησε μέχρι να κάνουν αισθητή την παρουσία τους οι Γερμανοί. Τα πράγματα γίνονταν κάθε μέρα και πιο δύσκολα. «Έπεσε φοβερή πείνα. Θυμάμαι τον κόσμο να πεθαίνει στους δρόμους και να μαζεύουν τα νεκρά κορμιά με τα κάρα...»

Η γιαγιά Μαίντη είχε τότε έναν ξάδελφο, αξιωματικό του στρατού, που προετοίμασε τη φυγή τους από τη Θεσσαλονίκη. «Είχαμε ξαπλώσει όλοι κάτω στην καρότσα ενός φορτηγού γκαζοζέν και μας σκέπασαν με έναν μουσαμά με τρύπες, για να μπορούμε να αναπνέουμε. Από πάνω είχαν βάλει κρέατα, σφαχτάρια. Τα αίματα τρέχανε πάνω μας. Κι όταν μας σταματούσανε και ρωτούσανε πού πάμε, “σε γάμο” τους έλεγε ο οδηγός. “Πάω τα σφαχτάρια σε γάμο!”. Κάπως έτσι περάσαμε το πρώτο μπλόκο των Γερμανών στον Αξιό. Ήμασταν κάτι παραπάνω από τυχεροί, καθώς από κει δεν περνούσε τίποτα ζωντανό. Το ότι περάσαμε τον Αξιό ήταν ένα θαύμα».

Θεσσαλονίκη, 1938, οικογένεια Κοέν. Η Μαίντη στο κέντρο

Περνώντας μέσα από τα βουνά, χρειάστηκαν πολλές ώρες για να φτάσουν. Αυτές οι ώρες, στο κρύο και στη βροχή, φάνταζαν ατελείωτες. Ο αγωγιάτης τους κατέβασε μέσα στη νύχτα. Περίμεναν να έρθουν «κάποιοι» να τους μαζέψουν. Άγνωστο ποιοι. Ξαφνικά, εμφανίστηκε μια άμαξα, τους φόρτωσε και τους πήρε. Τους ανάγκασαν να κατεβούν ξανά. Έπειτα, με μοναδικό μεταφορικό μέσο γαϊδουράκια, ανηφόρισαν τον Όλυμπο, καθώς ήταν αδύνατο να περάσουν από τα γερμανικά μπλόκα με προορισμό την Αθήνα.

«Μας ρωτούσανε πού πάμε. “Σε γάμο!” τους φωνάζαμε και γελούσαμε. Προσποιούμασταν για να ζήσουμε. Μαζί μας, ένας οδηγός, ο Αντώνης από την Ξάνθη. Σ’ αυτόν τον άνθρωπο οφείλω τη ζωή μου κυριολεκτικά. Στα βουνά βγάλαμε όλα τα βρεγμένα ρούχα, ξαπλώσαμε στα άχυρα και σκεπαστήκαμε μ’ αυτά για να μην κρυώνουμε».

Στην Κομαντατούρ

Η Μαίντη χωρίστηκε από την οικογένειά της. Την έβαλαν στο τρένο με τα δύο ξαδέλφια της και τον θείο της. Τους σταμάτησε ένα μπλόκο των Γερμανών. Τους μετέφεραν στην Κομαντατούρ της Λάρισας. Τότε ο ένας ξάδελφός της έπλασε μια ολόκληρη ιστορία με στόχο την επιβίωση. Πως ήταν πρόσφυγες από την Ξάνθη και πως έφυγαν από κει καθώς είχαν μπει οι Βούλγαροι στην πόλη. Όμως οι Γερμανοί πίστευαν ότι ήταν οι καταζητούμενοι σαμποτέρ αντάρτες που λίγες ώρες πριν είχαν ανατινάξει μια γέφυρα.

Τη στιγμή που ο ξάδελφος, που τον έδερναν αλύπητα για να ομολογήσει, ήταν έτοιμος να υποκύψει στα βασανιστήρια και να τα μαρτυρήσει όλα, δείχνοντας τα αχαμνά του, ένας στρατιώτης ανοίγει την πόρτα και λέει: «Τους πιάσαμε, χερ κομαντάντ!». Τους αφήσανε να φύγουν. Στην αρχή περπατούσαν αργά, μετά πιο γρήγορα, μετά έτρεχαν, ώσπου πήγαν να κρυφτούν στα σπίτια Λαρισινών φίλων. Το πρωί, δύο-δύο, ξεκίνησαν με μύριες προφυλάξεις για την Αθήνα.

«Οι πιο πολλοί συγγενείς οδηγήθηκαν σε στρατόπεδα. Δεν γύρισε κανείς. Μονάχα ένας κατάφερε κι επέστρεψε, ο εξάδελφός μου ο Σαμ. Όταν, μετά την Κατοχή, πηγαίνοντας από σπίτι σε σπίτι, από μαγαζί σε μαγαζί στην αγορά, άρχισε να διηγείται τις ιστορίες του από τα στρατόπεδα του θανάτου, όλοι τού έλεγαν ότι είναι τρελός, ότι δεν ξέρει τι λέει. Θυμάμαι ακόμα, στο μαγαζί του πεθερού μου στην Αθήνα, περνούσε κι ένας άλλος επιζών. Έλεγε ιστορίες από τα στρατόπεδα. Αντιμετώπιζαν κι αυτόν σαν τρελό. Μιλούσε για φούρνους, για τα κρεματόρια εξόντωσης των ναζί και δεν τον πίστευε κανείς. Όλοι έλεγαν: “Α, να τος, περνάει πάλι ο τρελός!”».

Μαίντη Σολομών, 23 Ιανουαρίου 1928 - 8 Φεβρουαρίου 2024

 

12 Οκτωβρίου 1944, η Απελευθέρωση

«Είχαμε περάσει σχεδόν δύο χρόνια κλεισμένοι σε κείνη την τρύπα, στον παράδρομο της Αρτάκη, από τη μέρα που φτάσαμε κρυφά στη Νέα Σμύρνη από τη Θεσσαλονίκη, όταν κυκλοφόρησε η φήμη πως πάει, φεύγανε, στα τσακίδια!»

«Από το πρωί εκείνης της μέρας -ήταν 12 Οκτώβρη του 1944- από στόμα σε στόμα κυκλοφορούσε η φήμη πως πάει, τέλειωσε, αυτοί φεύγανε, στα τσακίδια! Είχαμε περάσει σχεδόν δύο χρόνια κλεισμένοι σε κείνη την τρύπα, στον παράδρομο της Αρτάκη, από τη μέρα που φτάσαμε κρυφά στη Νέα Σμύρνη από τη Θεσσαλονίκη, με τη βοήθεια των ανταρτών που ήξεραν πολύ καλά τα βουνίσια περάσματα. Και βέβαια με μπόλικη τύχη. Ακόμα κι οι τοίχοι είχαν αυτιά. Ένα πρωί ο πατέρας μου είπε να πάει μια βόλτα στην πλατεία. Τον βλέπει ένας άγνωστος, χωροφύλακας από τη Θεσσαλονίκη, και του βάζει τις φωνές: “Τι κάνετε έξω, κ. Κοέν; Γρήγορα μέσα! Θα σας πιάσουν!”. Τον αναγνώρισε, κι ας ήταν τόσο μακριά από την πόλη μας…

Κοριτσάκι ήμουνα, η μόνη που τολμούσε να βγει, αραιά και πού, για ελάχιστες προμήθειες. Όσο άντεχε το μικρό μας κομπόδεμα, που κάθε φορά στράγγιζε απελπιστικά, και όσο ο Σαλονικιός κύριος Σκαζίκης μας έδινε, με κίνδυνο της ζωής του, λίγα τρόφιμα και κάποια κουπόνια του Ερυθρού Σταυρού - να ’ναι καλά όπου και να βρίσκεται τώρα. Η πρώτη πλαστή ταυτότητα που μου είχε δώσει η αστυνομία της Νέας Σμύρνης έγραφε: Μαρία Κατσουλίδου του Γεωργίου και της Ελένης, γεννηθείσα εν Διδυμοτείχω το 1929».

«Στον διάολο να πάνε!»

«Τα τεθωρακισμένα έφευγαν ρίχνοντας ριπές στα παράθυρα των σπιτιών. Τα καθίκια ακόμα και την τελευταία στιγμή σκότωναν αδιάκριτα - στον διάολο να πάνε οι Γερμαναράδες! Μια σφαίρα πέρασε από τα ερμητικά κλειστά παντζούρια μας, έξυσε το κεφάλι της μάνας μου της Λουίζας και καρφώθηκε στον τοίχο δίπλα της. Θα έχανε τη ζωή της την τελευταία ώρα του πολέμου. Είχε δώδεκα αδέλφια. Ζήσανε τα τέσσερα. Τα υπόλοιπα γίνανε σαπούνια, καπνός στα κρεματόρια του Άουσβιτς και του Νταχάου.

Λίγη ώρα μετά, ούτε που θυμάμαι πώς έγινε αυτό, γινόταν ένας χαμός στους δρόμους της Αθήνας κι εγώ βρισκόμουν σαν τρελή πάνω στο καπό ενός φορτηγού γκαζοζέν εκεί, στην αρχή της λεωφόρου Συγγρού, στην πύλη του Ανδριανού, με μια σημαία στο χέρι, πανηγυρίζοντας και τραγουδώντας τον εθνικό ύμνο. Είχαμε σωθεί. Μαζί μου ήταν η φίλη Τιτίτσα - Δέσποινα Λάππα είναι το όνομά της. Τα λέγαμε συχνά. Ο αδελφός της, ο Αλέκος, ήταν αντάρτης με το ΕΑΜ. Λίγα βράδια πριν είχαμε κι εμείς φτιάξει τη δική μας “βόμβα” από προσανάματα και μπαρούτι από σπίρτα» θυμάται στα 90 της χρόνια η γιαγιά Μαίντη και κλείνει τα μάτια...

Στα ριζά του πεύκου. Μαύρο Λιθάρι Αναβύσσου

Ερείπια μιας ζωής

«Την επόμενη μέρα ο πατέρας μου έφυγε για τη Θεσσαλονίκη, για να δει μπας και είχε μείνει κάτι όρθιο εκεί. Δεν βρήκε τίποτα. Το μαγαζί ήταν λεηλατημένο, με το βιεννέζικο παρκέ ανασκαμμένο. Τα είχαν πάρει όλα, δέρματα, χρήματα, χρυσές λίρες. Πέθανε λίγα χρόνια μετά χτυπημένος από βαριά κατάθλιψη για όσους και για όσα χάθηκαν. Πόσα χρόνια είπες πως πέρασαν;» ήταν τα τελευταία λόγια της Μαίντης, που έφυγε στα 96 της χρόνια, γεμάτη μνήμες. Καλό σου ταξίδι, μάνα. Τίμησες τη ζωή όπως την έζησες.

* Οι προσωπικές αφηγήσεις της μητέρας μου είναι αποσπάσματα από τη συνομιλία της με την ψυχολόγο και δημοσιογράφο εγγονή της Λουίζα

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL