Live τώρα    
24°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Ελαφρές νεφώσεις
24 °C
21.9°C26.7°C
3 BF 39%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ελαφρές νεφώσεις
25 °C
23.7°C25.1°C
4 BF 36%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
23 °C
23.0°C25.4°C
3 BF 63%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Αίθριος καιρός
22 °C
20.8°C24.3°C
4 BF 39%
ΛΑΡΙΣΑ
Ελαφρές νεφώσεις
27 °C
26.9°C26.9°C
2 BF 32%
Γιορτές / Κάλαντα στην πίσω αυλή της πόλης - Η ζωή και οι αγωνίες στις λαϊκές συνοικίες
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Γιορτές / Κάλαντα στην πίσω αυλή της πόλης - Η ζωή και οι αγωνίες στις λαϊκές συνοικίες

Το βράδυ στις εργατικές κατοικίες του Ρέντη δεν ανάβουν τα φώτα σε όλα τα διαμερίσματα. Το σπίτι του 57χρονου Αργύρη μένει βυθισμένο στο σκοτάδι. Ήταν χρόνια πριν η τελευταία φορά που κιτρίνισε κάποιο παράθυρο από δική του λάμπα. Στον δρόμο που σκαρφαλώνει το Πέραμα έως την κορυφή του υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που ζουν σε σπίτια χαμηλά. Δίπλα σε νεόκτιστες πολυκατοικίες, με αναρτημένα τηλέφωνα στα πωλητήρια αλλά τιμές που υπερβαίνουν τους κόπους μιας ζωής. Της δικής τους ζωής, που η οικογένεια δεν είναι μαζεμένη μπροστά από το τζάκι, αλλά βρίσκει λίγη ζεστασιά στη ξυλόσομπα. Στο Κερατσίνι συναντάς στα καφενεία ηλικιωμένους που δεν έχουν να πληρώσουν τον ελληνικό που λαχταράνε. Στο Αιγάλεω, την ανάγκη κάποιων συνταξιούχων να βρεθούν δανεικά ακόμη και για τα φάρμακα. Στη Νίκαια, τη μοναξιά εκείνου που δεν μπορεί να κάνει στον άλλον το τραπέζι.

Οι φτωχοί κερνάνε τσίπουρο, οι πλούσιοι δεν δίνουν ούτε ευρώ

Από την άλλη, υπάρχει η περηφάνια. Τις ημέρες των εορτών «τις περνάμε όπως όλοι» θα σου πουν, ακόμη κι εκείνοι που τις περνούν δυσκολότερα. Πιο κοντά. Αλλά και με χιούμορ. Πηγαίνοντας στο σπίτι που τον περίμενε, ένας από τους συγγενείς κρατάει ταψί με παστίτσιο. «Μην νομίζεις ότι το έφτιαξα εγώ, απλά με αγγάρεψαν να το κουβαλήσω». Κι ενώ δεν είναι πολλά τα αυτοκίνητα που κυκλοφορούν, κάθε τόσο θα ακουστεί μια πόρτα τους να κλείνει. Το οικογενειακό τραπέζι είναι έτοιμο να συμπληρωθεί από τα μέλη που μόλις κατέφτασαν με σακούλες στα χέρια, σε μια προσπάθεια να συμβάλει ο καθένας όπως μπορεί.

Ανήμερα των Χριστουγέννων τα τραγούδια στους δρόμους της Νίκαιας συνεχίζονται. Μια παρέα παιδιών με τύμπανα και πνευστά βγάζει τον κόσμο στα μπαλκόνια. Έχουν συνηθίσει να περπατούν στη μέση των δρόμων της γειτονιάς, να γίνονται ρωγμή στην ησυχία της, από τότε που ήταν μικροί. «Ο κόσμος εδώ είναι περισσότερο ανοιχτόκαρδος. Μας λένε να μπούμε μέσα, κερνάνε τσίπουρο. Στα πιο πλούσια μέρη δεν μας δίνουν ούτε ευρώ. Είναι και μεγάλες οι αυλές. Μέχρι να τις διασχίσουν...». Από την μπάντα η γειτονιά ζητά συχνά να παίξει κι ένα του Καζαντζίδη. «Μας λείπει το μπουζούκι, αλλιώς δεν θα χαλούσαμε χατίρι». Οι ανεβασμένες θερμοκρασίες επιτρέπουν ταυτόχρονα να μένουν τα παράθυρα ανοιχτά. «Γεια στα χέρια σου, γιαγιά» ακούγεται παραέξω μετά την πρώτη μπουκιά. Αλλού όμως λείπουν οι φωνές. Υπάρχουν σπίτια που δεν γίνονται πια μαζέματα και οι αναμνήσεις στοιχειώνουν την παροπλισμένη τραπεζαρία. Εκεί το κενό καλύπτουν το ράδιο και η φωνή του μεγάλου λαϊκού τραγουδιστή.

«Η κοινωνία είναι στα καφενεία»

Στην περίπτωση του Χρήστου, η μοναξιά ήρθε με τη σύνταξη. «Μου λείπει ο θόρυβος των ανθρώπων» λέει, ενώ θυμάται την περίοδο που δούλευε το δικό του καφενείο. Ζει μόνος στις εργατικές πολυκατοικίες του Αιγάλεω, όμως τώρα στις γιορτές το ξεχνά ευκολότερα. Ένα από τα παιδιά του με τη δική του οικογένεια μένουν απέναντι. Και κάθε τόσο κάποιο από τα εγγόνια τρυπώνει στο ξεχασμένο σαλόνι του παππού. «Η κοινωνία είναι στα καφενεία» θα πει ο Κώστας, ο οποίος συνεχίζει να βρίσκεται ενεργός πίσω από τον πάγκο του μαγαζιού του στο Κερατσίνι. «Έρχονται πελάτες και παραγγέλνουν ένα μπουκαλάκι νερό». Ο καφές κοστίζει 1,5 ευρώ. Το 1 ευρώ όμως που χωρίζει τους πελάτες του από το να τον αποκτήσουν είναι τόσο μακριά από τις δυνατότητές τους, που υποχρεώνονται «να κάθονται με το μπουκαλάκι από τις 8 το πρωί μέχρι τη 1 το μεσημέρι». Ακόμη κι έτσι όμως, το λειψό σε ποτήρια τραπεζάκι είναι το μόνο στο οποίο μπορούν ορισμένοι να καθίσουν τα Χριστούγεννα ώστε να αισθάνονται λιγότερο μόνοι.

«Μόλις απολύθηκα, τι θα κάνω;»

Η απόγνωση, η λειψή ζωή, ο ξαφνικός θάνατος με την απώλεια των ελάχιστων που υπήρχαν μέχρι να χαθούν γίνονται ορατά σε διάφορα σημεία και τόπους της καθημερινότητας. Ακόμη και στο πίσω κάθισμα του ταξί. «Πήρα μια γυναίκα να τη φέρω Αμφιάλη και την έπιασαν τα κλάματα. Μου έλεγε “μόλις απολύθηκα, τι θα κάνω;”» θυμάται ο Βασίλης, οδηγός του ταξί. Ο Κώστας, από τη μεριά του, έχει παρατηρήσει ότι οι κάδοι τους τελευταίους μήνες είναι πιο άδειοι λόγω της μειωμένης κατανάλωσης. Ενώ σε ένα μαγαζί με είδη σπιτιού απέναντι υπάρχει κολλημένη στο τζάμι της εισόδου η ενημέρωση ότι θα είναι η τελευταία του χρονιά. «Κλείνουμε 31/12 και ξεπουλάμε». Στο Αιγάλεω, ο φαρμακοποιός της γειτονιάς βλέπει τον κόσμο να δυσκολεύεται να πληρώσει ακόμη και τη συμμετοχή. Ο φούρναρης, λίγο πιο μακριά, λέει ότι του ζητάνε την πιο φτηνή σφολιάτα. Και ο ανθοπώλης την ίδια ανθοδέσμη με παλιότερα, αλλά να είναι μικρότερη σε μέγεθος.

Παρά τα διόδια και τη βενζίνη, αρκετός κόσμος επέλεξε να περάσει τις γιορτές στο χωριό. Τα Χριστούγεννα αντιμετωπίζονται ταυτόχρονα ως ευκαιρία να γεμίσουν για κάποιο καιρό τα ντουλάπια. «Γυρνάνε με ένα πορτ μπαγκάζ γεμάτο από τυριά, αυγά, ντομάτες...» λέει ο Βασίλης για τους γείτονές του. Για να τα βγάλει πέρα και ο ίδιος, χρειάστηκε να στηριχθεί κάπου. «Για να φτιάξω ένα πρόβλημα που βγήκε στη μηχανή, έπρεπε να βρω έναν φίλο που ήρθε από το εξωτερικό».

Χωρίς ρεύμα, βλέποντας μόνο σκιές

Ο Αργύρης στου Ρέντη δεν είναι εύκολο πια να δει τον άνθρωπο που προσπαθεί να του συμπαρασταθεί. Πριν από λίγα χρόνια απέκτησε σοβαρό πρόβλημα στην όραση όταν του ανέβηκε πάρα πολύ ψηλά η πίεση. «Ο γιατρός μού είπε ότι είχα γερή καρδιά κι έτσι, αντί να με χτυπήσει εκεί, με χτύπησε στα μάτια». Του συνέβη μόλις έμαθε πως δεν θα πάρει τίποτε από τα χρήματα που είχε δουλέψει ως μηχανικός αυτοκινήτων σε μεγάλη εταιρεία λόγω πτώχευσης. Για να μπορέσει να αποκαταστήσει τη ζημιά, χρειάζεται να υποβληθεί σε επέμβαση που κοστίζει 4.000 ευρώ. Είναι ένα ποσό το οποίο αδυνατεί να συγκεντρώσει, καθώς δεν μπορεί να βρει κάπου αλλού δουλειά. Η μέρα τον βρίσκει στο μπαλκόνι, μπροστά από ένα σκοτεινιασμένο δωμάτιο. Ζει με τον αδερφό του, ο οποίος είναι επίσης άνεργος και το εισόδημά τους δεν φτάνει ούτε για να πληρωθούν οι λογαριασμοί. Περνάει τον χρόνο του καθισμένος στη γνωστή λευκή πλαστική καρέκλα. Δίπλα παίζει το ραδιοφωνάκι συντονισμένο στη λαϊκή συχνότητα. Και τριγυρίζουν δύο γατούλες απόλυτα εξοικειωμένες.

Πριν από μια δεκαετία η ζωή του βρισκόταν σε εντελώς διαφορετική τροχιά. Αρχίζει να θυμάται τα παλιά με αφορμή τον θάνατο του Βασίλη Καρρά. «Κάποτε ήμουν dj σε μαγαζιά. Το βράδυ ξενυχτούσα και το πρωί πήγαινα σερί στη δουλειά». Περίμενε και παιδί. Η γυναίκα του όμως σκοτώθηκε σε τροχαίο μαζί με τον πατέρα της. Το σκοτάδι στο σπίτι έχει ως μόνο καλό ότι προσφέρει τη διακριτική του κάλυψη στο παρελθόν και στο παρόν. Δεν φαίνονται μεμιάς τα κάδρα με τις φωτογραφίες μιας εποχής που πέρασε. Ούτε η έλλειψη δυνατότητας για φροντίδα του χώρου όπως τότε. «Είναι το σπίτι που γεννήθηκα. Κάποτε ζούσαμε εδώ δώδεκα άνθρωποι». Μέσα στα ίδια δωμάτια που τώρα κυριαρχεί σιωπή θυμάται να ακούει διηγήσεις της μητέρας του για το σπίτι που έμενε εκείνη όταν ήταν μικρή. «Ήταν στον Πειραιά, στον ίδιο δρόμο με το σπίτι του Δημήτρη Παπαμιχαήλ». Ο Αργύρης δεν μπορεί πια να δει καθαρά τον άνθρωπο που έχει απέναντι. Τα Χριστούγεννα όμως, έστω και μέσα από το θολό της σχήμα, μπόρεσε να αντικρίσει την αλληλεγγύη, καθώς η γειτόνισσα που μένει από πάνω τους έφερε να φάνε από το φαγητό της. «Νομίζω ότι κάθε φορά που κατεβαίνει τη σκάλα για να βοηθήσει θυμάται ότι είχαμε και μια άλλη ζωή».

Θέλουν να ψωνίσουν, αλλά δεν έχουν λεφτά

Μάχη για να τα καταφέρει παρά την ανεργία δίνει κι ένα ζευγάρι στο Πέραμα. «Έχω δύο διπλώματα, οδηγού νταλίκας και χειριστή γερανού, όμως δεν με παίρνουν» λέει ο σύζυγος, 59 ετών, κι ενώ βλέπει κάθε μέρα μπροστά του στις προβλήτες της COSCO να πηγαινοέρχονται τα μηχανήματα. «Προτιμούν, φαίνεται, ανθρώπους που πάνε συστημένοι». Το σπίτι που μένει έχει στέγη από ελενίτ. Η περίφραξη στην αυλή του δεν είναι ενιαία. Ως μπάλωμα χρησιμεύει ακόμη και μια αναποδογυρισμένη καγκελόπορτα. Το χειρότερο, όμως, είναι ότι δεν μπορεί να καλυφθεί μια έκτακτη ανάγκη. «Έβγαλε κάτι στο μάτι του ο σκύλος μας και δεν έχουμε τα λεφτά να πάμε στον κτηνίατρο».

Τη γειτονιά στην οποία μένουν διασχίζει ένα κάθετος ανηφορικός δρόμος. Στη μία πλευρά το βλέμμα πέφτει ακόμα και σε σπίτια φτιαγμένα από τσιμεντόλιθους. Ένας από τους ανθρώπους που έμεναν το εγκατέλειψε για να δουλέψει στην Ολλανδία. Στην άλλη πλευρά φαίνονται ακόμη οι τιμές στα τυροκομικά από το παντοπωλείο «που έκλεισε από τα πολλά τεφτέρια». Σε ένα από τα ελάχιστα ψιλικατζίδικα που έχουν απομείνει ο κόσμος που μπαίνει μέσα «φυσά και ξεφυσά. Θέλει να ψωνίσει, μα δεν έχει λεφτά» λέει η γυναίκα που κάθεται στο ταμείο. Γεννημένη στην περιοχή, λέει πως δεν θα την άλλαζε για μια γειτονιά με περισσότερες ανέσεις. «Μου αρέσει το απλό». Όπου εκείνο εντοπίζεται στην καλημέρα που έχει να πει στους τόσους ανθρώπους που γνωρίζει. Ή σε ένα αγνάντεμα της θάλασσας, ακόμα κι αν προηγείται μια θάλασσα από στοιβαγμένα κοντέινερ.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL