Live τώρα    
24°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Ελαφρές νεφώσεις
24 °C
21.9°C26.7°C
3 BF 39%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ελαφρές νεφώσεις
25 °C
23.7°C25.1°C
4 BF 36%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
23 °C
23.0°C25.4°C
3 BF 63%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Αίθριος καιρός
22 °C
20.8°C24.3°C
4 BF 39%
ΛΑΡΙΣΑ
Ελαφρές νεφώσεις
27 °C
26.9°C26.9°C
2 BF 32%
Κακοκαιρία Daniel / Οδοιπορικό της «Α» - «Ίσα να μείνει το κεφάλι μας ψηλότερα απ’ το νερό»
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Κακοκαιρία Daniel / Οδοιπορικό της «Α» - «Ίσα να μείνει το κεφάλι μας ψηλότερα απ’ το νερό»

1338933IMG20230910175934.jpg

Αποστολή στην Καρδίτσα

Ας φανταστούμε, λοιπόν, την επόμενη μέρα. Η Δήμητρα θα ξαναβρεθεί στις αποθήκες του σούπερ μάρκετ όπου δούλευε. Θα περπατά ανάμεσα σε γνώριμα τείχη από παλέτες, με τυλιγμένες πάνω τους όλες τις πιθανές προμήθειες που μπορεί να χρειάζεται ένα σπίτι. Τα φορτηγά θα έχουν φτάσει στην ώρα τους, από δρόμους στεγνούς, χωρίς εμπόδια που μπορεί ν’ αποκόψουν τη συνηθισμένη ροή των πραγμάτων. Εκείνη θα κουνά το στιλό της σαν ραβδί προς τη μία και την άλλη στοίβα με τα εμπορεύματα, ενώ θα μετρά αν έχουν φτάσει όλα όσα είχαν πράγματι παραγγελθεί.

Αφήνοντας, όμως, πίσω ακόμη ένα οκτάωρο, η σκέψη της θα επανέρχεται σ’ εκείνο που δεν είχε ακόμη γεννηθεί προηγουμένως ως συμπέρασμα, αφού δεν υπήρχε ποτέ ξανά τόση μαζεμένη και απόλυτη καταστροφή στον Παλαμά της Καρδίτσας: «Το νερό τελικά είναι κάτι που δεν προλαβαίνεται. Η εμπειρία που θα λέω όλα τα χρόνια είναι ότι το νερό έφτασε μέσα σε 10 λεπτά από τη γάμπα στο στέρνο μου». Ενώ μου μιλά η Δήμητρα τεντώνει το χέρι της ως τον αστράγαλο. Τα πόδια της μέχρι το καλάμι είναι πιτσιλισμένα απ’ το χώμα. Το ίδιο και τα παπούτσια της. Δεν πρόκειται, ωστόσο, για το αποτύπωμα της καταστροφής. Η κουβέντα μας γίνεται μετά το πέρας των μεγάλων πλημμυρών, μια μέρα ηλιόλουστη, κατά την οποία οι άνθρωποι του χωριού αντί να χαίρονται τον καφέ τους με τον καταγάλανο ουρανό, πετάνε στα σκουπίδια όλη τους, κυριολεκτικά, την καθημερινότητα: από το κρεβάτι στο οποίο κοιμόνταν μέχρι τα ντουλάπια που είχαν καρφώσει στον τοίχο, σε μια κίνηση που δείχνει για κάθε κουζίνα ότι τα πράγματα θα μείνουν σταθερά για πάντα.

Πλημμυροπαθής
Με τον φόβο ότι δεν θα τα καταφέρουν, η Δήμητρα και η κόρη της κοίταξαν να σώσουν το παιδί της οικογένειας ακουμπώντας το στη στέγη του λεβητοστασίου. Όπως λένε στην ΑΥΓΗ, το ύψος του νερού έξω από το σπίτι έφτασε περίπου τα 2 μέτρα

Κουφάρια αναμνήσεων

Τα σπίτια έμειναν τοίχοι αδειανοί, κουφάρια αναμνήσεων, καθώς τα μόνα αντικείμενα που σώθηκαν ήταν όσα βρίσκονταν ψηλότερα: κάδρα με φωτογραφίες και πίνακες. Από εκεί και κάτω η ζωή σταματούσε στο σημείο που την άφησε ο καταποντισμός.

Πραγματικό σώμα στην απειλή, απτό και σ’ εκείνους που πήγαν μετά, έδιναν τα σημάδια στους εξωτερικούς τοίχους του σπιτιού του ξαδέρφου της, στο οποίο κατέφυγε με την κόρη, το τετράχρονο εγγόνι της και ακόμη μια γυναίκα 85 χρονών μέσα στο ξημέρωμα γιατί ήταν τέσσερα σκαλιά ψηλότερο: «Πήρα τη θεία μου από τη Μεταμόρφωση να τη σώσω, αλλά την είχα κι αυτή μαζί μου τελικά εκείνο το βράδυ. Για να τη βγάλουμε έξω την πήραμε στα χέρια».

Με το νερό πια να μετρά ένα πολύ μικρότερο ανάστημα και να διατηρεί την επικράτειά του μόνο πάνω στο χώμα, σε κάποια πιο βαθιά σημεία της αυλής, το ίχνος που απομένει για να κατανοήσει κανείς τι σήμαινε εκείνη τη στιγμή να φτάνει ο χείμαρρος τόσο κοντά στα κεραμίδια εντοπίζεται σε μια αχνή κυματιστή γραμμή. Σαν να τη χάραξε ένα πιο τραχύ πινέλο, διασχίζοντας περιμετρικά όλο το σπίτι. Μαύρη, από το χρώμα που έδωσε στο νερό το πετρέλαιο των ανθρώπων που το ’χαν συγκεντρώσει στις δεξαμενές τους για να ζεσταθούν τον χειμώνα, αλλά και από τα λεβητοστάσια των αγροτών, που το ’δαν να σκορπίζει πάνω στους σπόρους τους.

Πήραν τη θεία τους στα χέρια

Για να διαφύγουν από το σπίτι του ξαδέρφου τους χρειάστηκε να φτάσει στην πόρτα τους ένα τρακτέρ. Ήταν το μόνο όχημα του οποίου οι ρόδες ακουμπούσαν ακόμη στην άσφαλτο. Ένας αλληλέγγυος γείτονας έβαλε μπρος τη μηχανή στην αρχή της πλημμύρας και για κάμποσες ώρες μετά δεν την έσβησε. Για να φτάσουν, όμως, ν’ ανέβουν στο όχημα, που γρύλισε σωτήρια εκείνη τη στιγμή έξω από την πόρτα τους, έπρεπε να πηδήξουν από τα κάγκελα γιατί δεν άνοιγε η πόρτα. Τη θεία τους, τη μεγαλύτερη γυναίκα που νωρίτερα πίστευαν ότι είχαν καταφέρει ν’ απαλλάξουν από τις δυσκολίες της κακοκαιρίας, έπρεπε να την πάρουν στα χέρια τους. Με το τρακτέρ άφησαν πίσω τους το κομμάτι της πόλης που είχε βουλιάξει, αλλά και τη στιγμή που έδειχνε ότι ο χρόνος είχε σταματήσει. Ήταν τότε που η κόρη της Δήμητρας ακούμπησε τον τετράχρονο γιο της στο στέγαστρο του λεβητοστασίου. Να μείνει το κεφάλι του ψηλότερα από το νερό ό,τι κι αν συνέβαινε μετά. Τελικά, κατάφεραν να σκαρφαλώσουν σ’ ένα πολύ πιο ασφαλές σημείο. Κατεβαίνοντας από το τρακτέρ, βρίσκονταν στον λόφο του Αγίου Αθανασίου, όπου υπάρχουν ένα σχολείο και δίπλα μία εκκλησία. Εκεί δεν υπήρχε περίπτωση να κινδυνεύσουν. Το νερό κυλούσε από την πλαγιά και πότιζε απελπισία την υπόλοιπη κοινότητα.

Η Δήμητρα και η κόρη της έμειναν χωρίς υπάρχοντα και αυτοκίνητο. Δύο μονογονεϊκές οικογένειες σ’ ένα σπίτι κενό. «Δεν είχα θέμα, πάντα τα κατάφερνα. Δόξα τω Θεώ. Ζούσα. Θα ζήσω, αλλά θα ζοριστώ» λέει η Δήμητρα με φωνή που αρχίζει να τρεμοπαίζει σαν μικρή φλόγα από τη συναισθηματική φόρτιση. «Αφού βγήκα ζωντανή, τέσσερις παρά είκοσι τη νύχτα, με τρακτέρ κι έσωσα το εγγόνι μου, θα ζήσω. Αλλά πώς. Πώς;»

Έσωσε τους κατάκοιτους γείτονές του με το κανό που πήγαινε για ψάρεμα

Η ιστορία του Νίκου Τζιβένη αποδεικνύει ότι το μόνο που δεν σκέπασε η λάσπη ήταν η αλληλεγγύη

Η καταστροφή δεν έχει μόνο μία όψη. Καμιά φορά χωρά όλη η πραγματικότητα μέσα σ’ έναν μικρό λάκκο με νερό. Εκεί όπου μπόρεσαν να ζήσουν λίγες ημέρες ακόμη ψαράκια του ποταμού. Τα παρέσυραν σε διάφορα σημεία παράταιρα με τον φυσικό τους χώρο οι χείμαρροι. Μια ζωή με ημερομηνία λήξης, μια κουκκίδα μόνο μέσα στην πανωλεθρία, που συμπυκνώνει συμβολικά το πόσο πολύ έχει διαταραχθεί η ζωή στον τόπο.

Οι εικόνες που επικρατούν στον Παλαμά είναι πρωτόγνωρες. Για να το αποδείξουν, οι κάτοικοι επικαλούνται τη σημερινή κατάσταση των πλίνθινων σπιτιών. Δεκάδες από αυτά και ο μεγαλύτερος αριθμός όσων υπήρχαν έχουν μετατραπεί σ’ έναν σωρό από χαλάσματα. Πριν τις πλημμύρες, όμως, είχαν αντέξει στις φθορές δεκαετιών. Συνιστούσαν το καμάρι των ανθρώπων που γεννήθηκαν κάτω από τις σκεπές τους. Για πολλούς απ’ αυτούς, ειδικά για εκείνους που είναι 60 και 70 ετών, ήταν μέχρι πρότινος τα «πατρικά». Ποτέ δεν πίστευαν ότι θα έβλεπαν όλες τις αναμνήσεις εκείνες λερωμένες από λάσπη. Οι τοίχοι που κρατούσαν τα κάδρα με τις φωτογραφίες έγιναν ένα με το χώμα από το οποίο φτιάχτηκαν. Και τι έμεινε να κρατήσεις αν όχι ένα παρελθόν που μπόρεσε να συλλάβει κάποτε ακέραιο η φωτογραφική; Ίσως να έμεινε, κάτι που δεν φθείρεται.

Πλημμυροπαθής
Από τις ξέγνοιαστες ημέρες στη λίμνη Πλαστήρα στις ώρες αγωνίας για την επιβίωση των ανθρώπων της γειτονιάς του. Ο Νίκος Τζιβένης κατάφερε με την ευρηματικότητα και την επιμονή του να γίνει ο λόγος που σήμερα συνεχίζει να λέει καλημέρα κόσμος που αγαπά

«Μπορούσαν να κινήσουν μόνο τα μάτια»

Το ξημέρωμα της Τετάρτης ο Νίκος Τζιβένης, 59 ετών, διέσχισε τη γειτονιά του πρώτη φορά με κανό. Στο άκουσμα της έκκλησης για βοήθεια από έναν παιδικό του φίλο που έβλεπε το νερό να πλησιάζει απειλητικά στο κρεβάτι του καταπονημένου πατέρα του, αναζήτησε τη λύση στο παρελθόν, στις ημέρες που πήγαινε για ψάρεμα πριν κάποια χρόνια. Το κανό ήταν παροπλισμένο πάνω σε μια στέγη, εκτεθειμένο και στις τέσσερις εποχές. Πόση φθορά να είχε απορροφήσει το σκαρί του; Θα επέπλεε;

Η απάντηση δόθηκε απ’ την κίνηση που έκανε με το χέρι του, απαριθμώντας τις σκεπές που είχαν μείνει όρθιες. «Πρώτο, δεύτερο, τρίτο, τέταρτο… σπίτι ήρθαν σ’ εμάς. Φτάσαμε να έχουμε μέσα τριάντα οκτώ άτομα και πάνω από δέκα σκυλιά». Στο κανό, από τον καιρό που το χρησιμοποιούσε, δεν είχαν μείνει κουπιά. Η παρουσία του στον χώρο περισσότερο είχε το νόημα που δίνεις στα πράγματα όταν δυσκολεύεσαι ν’ αποχωριστείς ένα κομμάτι σου. Φάνηκε, όμως, ότι οι ξέγνοιαστες ημέρες στη λίμνη Πλαστήρα είχαν αφήσει παρακαταθήκη. Κι όσο για τα κουπιά, σκέφτηκε να πάρει δύο τάβλες από το κρεβάτι. Αν δεν το είχε τολμήσει, θα είχε πεθάνει και το βλέμμα των κατάκοιτων γειτόνων του, ο μόνος τους τρόπος να επικοινωνήσουν. «Μόνο τα μάτια μπορούσαν να κινήσουν. Δεν ήθελε, όμως, κάτι άλλο για να καταλάβεις τον φόβο. Ήταν όλος εκεί».

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL