Εύα Νάθενα / Η «Φόνισσα» πνίγει τα παιδιά με τον ίδιο τρόπο που τα φέρνουμε στη ζωή
Η ηρωίδα του Παπαδιαμάντη ζωντανεύει στη μεγάλη οθόνη υπό το σκηνοθετικό βλέμμα της Εύας Νάθενα. Η σκηνοθέτρια της ταινίας μίλησε στο Πολιτιστικό Μαγκαζίνο του Κόκκινου για την ταινία «Φόνισσα».
«Κανείς δεν μπορεί να συγχωρήσει έναν άνθρωπο που σκοτώνει μικρά κοριτσάκια. Ούτε ο Παπαδιαμάντης το έκανε. Αιτιολόγησε όμως γιατί το έκανε. Αν το αιτιολογήσει αυτό κανείς φανερά, βρίσκει τα αίτια και ίσως μετά να έχει μεγαλύτερη επιείκεια. Σαν να ήταν παγιδευμένη και αυτή η ηρωίδα στη μοίρα της. Αυτό μας είπε Παπαδιαμάντης με έναν τρόπο. Αυτό ακριβώς μας λένε κι οι μύθοι που συστήνουν την ανθρώπινη πραγματικότητα εδώ και αιώνες. Ήξερε πολύ καλά τους μύθους και τους έβαλε να δουλέψουν σε ένα αφήγημα τρομερά δυνατό. Πήρε δηλαδή τη δομή της αρχαίας τραγωδίας και έφτιαξε μια λαϊκή τραγωδία, σύγχρονη, για την εποχή του, εισπράττοντας και αφουγκραζόμενος το “τώρα”. Ένα “τώρα” με τις γυναίκες να είναι σε αυτή την άσχημη κατάσταση και τους άντρες να σηκώνουν ένα άλλο σταυρό, να διανύουν ένα άλλο τραύμα, επίσης διαγενεακό, από μιαν άλλη πλευρά» είπε στη Ναταλί Χατζηαντωνίου και τη Μαρία Θανασούλια.
Σχετικά με τη μελέτη της Φόνισσας του Παπαδιαμάντη για πάνω από δέκα χρόνια
«Δεν θα ξεχάσω ποτέ την εμπλοκή μου στο αρχαιολογικό μουσείο της Αθήνας και τη γνωριμία μου με τις επιτύμβιες στήλες. Την ώρα που τις σχεδίαζα, καταλάβαινα και αποκρυπτογραφούσα τα μαθηματικά και τις αναλογίες που είχαν κρυμμένες μέσα τους. Κάπως έτσι κάτι με συνέδεε με τη Φόνισσα. Κάτι που μου μαρτυρούσε μια αντίστοιχη αλήθεια» σημείωσε. «Με θυμάμαι στο φοιτητικό μου διαμέρισμα στο Παγκράτι να διαβάζω αυτό το αφήγημα δυνατά. Είχα ανάγκη να ακούω τη φωνή μου, γιατί καταλάβαινα ότι αυτό το κείμενο δεν έχει μόνο οπτικές περιγραφές τοπίων, αλλά και ηχητικές. Οφείλω πάρα πολλά σε αυτό το αφήγημα. Επέστρεψα κάποια στιγμή σε αυτό και ξεκίνησα να βαθαίνω και να βαθαίνω... Μια μέρα με τη βοήθεια των ειδικών και με όλη τη γνώση που είχα αποκτήσει, κατάλαβα ότι μιλώ για το διαγενεακό τραύμα, σαν να αφορά τους άλλους και όχι εμένα. Τότε ήταν που άρχισε μια πιο σοβαρή και πιο σημαντική ανασκαφή του εαυτού μου. Να το διαβάσω και να το αναγνωρίσω στη μητέρα μου. Κατά τη διάρκεια των προβών ανέσυρα την ιστορία. Μπήκαμε όλοι οι συντελεστές σε κάτι σαν ομαδική ψυχοθεραπεία, σε πολύ προσωπικά δεδομένα. Εκεί ανέσυρα λοιπόν τη στιγμή που η μητέρα μου, άθελά της, μου μετέδωσε και μου φύτεψε στην καρδιά αυτό το διαγενεακό τραύμα. Πίστευα πως και μόνο που το γνωρίζω, φτάνει ώστε να μην το περάσω στην κόρη μου. Οι ειδικοί όμως μου είπαν ότι δυστυχώς η μνήμη είναι κυτταρική. Μπορεί η ταινία από εδώ και πέρα να μην προσθέσει τίποτα παραπάνω σε κάποια κατάσταση. Εγώ όμως είμαι ευγνώμων και μόνο που την έκανα».
Κοτσίδες σαν βαρίδια
«Άρχισα να κατανοώ τον κόσμο εκ νέου, από την ώρα που έκανα παιδιά. Η ανάγκη να μάθω ό,τι μπορούσα περισσότερο, όπως ακριβώς έκανα και με τη δουλειά μου, με ώθησε να πάω με τον άντρα μου σε μια σύμβουλο γονέων. Εκεί συλλάβαμε τη χρυσή ευκαιρία που μας δίνει η ζωή. Να καταλάβουμε δηλαδή τι δεν πήγε καλά με εμάς, την ίδια ώρα που προβάλουμε τη ζωή μας στα παιδιά μας. Εκεί άρχισαν να κουμπώνουν όλα τα παζλ. Αυτό λοιπόν που μάθαινα, άρχισα να το επικοινωνώ με τη μετέπειτα ιστορική και επιστημονική μας σύμβουλο, τη Μαρία Τουγιαννίδου. Οι καταγραφές μας σε σχέση με το διαγενεακό τραύμα μπήκαν στο τραπέζι και συγκρίνοντάς τες κατάλαβα ότι τελικά όλα τεκμηριώνονται και όλα εξηγούνται. Από την αρχή είχα πει ότι οι γυναίκες θα έχουν σφιχτές κοτσίδες, σαν βαρίδια. Αυτό θα σημαίνουν πάνω στα κεφάλια τους. Θα είναι η μοίρα τους. Η χωρίστρα στη μέση, είναι τα 2 ημισφαίρια της ζωής μας, που χωρίζουν χρόνια τώρα το ανδρικό με το γυναικείο φύλο. Μία μόνο στιγμή ελευθερίας έχουν οι γυναίκες. Την ώρα που γεννούν. Μετά γυρνούν πίσω στις κοτσίδες. Η Μαρία Τουγιαννίδου έψαξε και βρήκε ότι στα Σιάτιστα, αλλά και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, οι δέχτρες που κρατούν την επίτοκο προκειμένου να γεννήσει, της δίνουν να μασήσει τα λυτά μαλλιά της, προκειμένου να έχει τανισμούς και αναγούλες και να μπορέσει να σπρώξει πιο εύκολα το παιδί. Η μαία Διονυσία Μπίκου που με ξεγέννησε ήρθε να μας διδάξει το πώς γεννάμε. Ήταν τρομερό να καταλάβουμε την κινησιολογία. Ψάχναμε με την κινησιολόγο μας, Κατερίνα Φωτιάδη, μια τεχνική για το πώς η Φόνισσα πνίγει τα παιδιά. Είχε μαζευτεί όλη η ομάδα της ταινίας και συνειδητοποιήσαμε πως με τα ίδια χέρια και τα ίδια δάχτυλα που τα πνίγει, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο τα φέρνει κάποιος στη ζωή. Από το λαιμό, τραβώντας τα με τον αντίχειρα, με το δείκτη… Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο» είπε στο Κόκκινο.
Τα τοπία της νέας γενιάς
Σχετικά με την επιλογή των τοπίων της ταινίας, η Εύα Νάθενα εξήγησε πως «Τα τοπία της Κρήτης και της Μάνης είναι τα δύο αντίπαλα δέη για μένα. Φυσικά και μου μιλά περισσότερο της Κρήτης, γιατί εκεί αναστήθηκα, εκεί μεγάλωσα. Η θάλασσα επιλέχθηκε να είναι στη Μάνη, το βουνό στην Κρήτη. Είναι ο Ψηλορείτης. Η τελευταία κορυφή του, στην οποία ανεβήκαμε με την Καρυοφυλιά (Καραμπέτη). Δυόμιση χιλιάδες μέτρα για να αναμετρηθώ εγώ με τους δικούς μου δαίμονες. Με το δικό μου τοπίο, που στοίχειωνε την ανατροφή πατέρα μου και μετέπειτα τη δική μου. Ήταν μια αναμέτρηση αυτή με τα τοπία. Όταν κατέβηκα στην Κρήτη για να κάνουμε την πρεμιέρα, από το να κάνω συνεντεύξεις, επέλεξα να πάω σε ένα σχολείο. Στάθηκα μπροστά στους μαθητές και τους είπα “ήρθα να σας πω αυτά που δεν άκουσα εγώ όταν ήμουνα μαθήτρια. Θα είχα αλλάξει ίσως και τη ζωή μου πιο νωρίς και θα την είχαν στρέψει προς το καλύτερο”».
Μια μέρα το παρελθόν θα μας αιφνιδιάσει με τη δύναμη της επικαιρότητάς του
«Υπάρχουν δύο γλώσσες στον Παπαδιαμάντη: η ομιλούσα, η οποία έχει μεταφερθεί στο σενάριό μας αυτολεξεί και χαίρομαι που ισχύει ακόμα. Δηλαδή την καταλάβαινε ο άνθρωπος του τότε, την καταλαβαίνει και άνθρωπος του σήμερα χωρίς να χρειάζεται μετάφραση. Υπάρχει όμως και η λόγια, η οποία είναι μια πολύ σύνθετη γλώσσα, μια δική του γλώσσα, η οποία δεν μεταφέρεται με τίποτα στο σήμερα, παρά μόνο με την κάμερα. Αυτό το επιβεβαίωσε ένα βιβλίο που ήρθε στα χέρια μου κατά τη διάρκεια των προβών που λέγεται «η μαγεία του Παπαδιαμάντη» και το έχει γράψει ο Ελύτης. Με τη φράση αυτού του βιβλίου ξεκινάει η ταινία λέγοντας ότι “μια μέρα το παρελθόν θα μας αιφνιδιάσει με τη δύναμη της επικαιρότητάς του”» κατέληξε.