Αθηνά Λινού / Το οχτάωρο προστατευτικός παράγοντας στην έκθεση του εργαζομένου στις ώρες και συνθήκες εργασίας
Το οχτάωρο ή και λιγότερο έχει ορισθεί και από τον παγκόσμιο οργανισμό Υγείας και τον παγκόσμιο οργανισμό Εργασίας σαν «προστατευτικός παράγοντας για να μην εκτίθεται ο εργαζόμενος και στις πολλές ώρες και στις συνθήκες της εργασίας» τόνισε η καθηγήτρια Ιατρικής Αθηνά Λινού.
Μιλώντας στο Κοκκίνο και στην εκπομπή «Ξυπνήστε!» η Προέδρος του Ινστιτούτου Προληπτικής Περιβαλλοντικής και Εργασιακής Ιατρικής, παραδέχτηκε ότι στη χώρα μας δυστυχώς, οι συγκεκριμένες οδηγίες που υπάρχουν για εργαζομένους και την για έκθεση τους σε συγκεκριμένους παράγοντες, «καταστρατηγούνται».
Ερωτηθείσα για την αύξηση στις εργατοώρες που προβλέπεται να φέρει το νέο εργασιακό νομοσχέδιο, η κ. Λινού ξεκαθάρισε πως σαφώς από ιατρικής σκοπιάς επηρεάζουν τον ανθρώπινο οργανισμό και τόνισε πως χρειάζονται ειδικές μελέτες για κάθε επάγγελμα ανάλογα με τα ωράρια και τις συνθήκες στις οποίες οι εργαζόμενοι εκτίθενται.
Για την πορεία της επιδημίας η Αθηνά Λινού εμφανίστηκε αισιόδοξη πως μπορούμε να καταφέρουμε μια ανοσολογική προστασία καθώς μέχρι στιγμής οι δείκτες θετικότητας βρίσκονται κάτω του 4%, πάντα όμως υπό τον όρο ότι τα εμβόλια που έχουν παραγγελθεί θα διατεθούν στον σωστό χρόνο και όχι αργότερα.
Προβληματισμό εξέφρασε η καθηγήτρια Ιατρικής στο ΕΚΠΑ για τις πολλές ανοιχτές «κερκόπορτες» που έχουμε αφήσει, όπως είναι τα σχολεία , τα μη επαρκή μέτρα σε ΜΜΜ αλλά και πολλές κατηγορίες συνάνθρωπων μας, στις φυλακές, σε προσφυγικούς καταυλισμούς ή και αστέγους στο δρόμο, η εμβολιαστική προστασία των οποίων είναι
συνυφασμένη με αυτή όλων μας.
Ειδικά για τα σχολεία η κ Λινού επανάλαβε την πρόταση της να αυξηθούν οι ώρες διδασκαλίας σε ανοιχτούς χώρους, αναφερόμενη και σε σχετικό πείραμα στην Νέα Υόρκη όπου σχολεία αναζητούν ανοιχτούς χώρους για μαθήματα, ακόμα και σε πλοία ή ταράτσες, αξιοποιώντας εμπειρία του παρελθόντος στις πανδημίες.
Ερωτηθείσα τέλος για την «Αττική» μετάλλαξη, η γνωστή καθηγήτρια Ιατρικής εμφανίστηκε επιφυλακτική για το κατά πόσο αποτελεί κάποιον παράγοντα που πρέπει να απασχολήσει ιδιαίτερα, καθώς η χώρα μας δεν συμμετέχει στις δυο μεγάλες πλατφόρμες διεθνώς που αφορούν στις μεταλλάξεις και τη διάδοση τους, ενώ δεν προκύπτει κάτι και από τη διεθνή βιβλιογραφία.