Διονύσης Μαυρογένης / Μια κόκκινη κλωστή ενώνει τη νεολαία της αντιδικτατορικής αντίστασης
«Οι νέοι να είναι όρθιοι, να παλεύουν και να μην ντρέπονται! Θα βρουν το δρόμο τους δίνοντας τη μάχη, αξίζει ο τόπος, η κοινωνία και ο λαός μας και δεν μπορούν να απαλλαγούν κιόλας, γιατί έχουμε από πίσω τόνους ιστορίας» είπε Στο Κόκκινο και τον Νίκο Ξυδάκη, ο Διονύσης Μαυρογένης, με αφορμή την επέτειο των 54 χρόνων σήμερα, από το πραξικόπημα των συνταγματαρχών.
Σε μια συγκινησιακά φορτισμένη συνέντευξη ο Διονύσης Μαυρογένης, περιγράφει τις εμπειρίες του ως φοιτητής Φαρμακευτικής κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, τη συμμετοχή του στο φοιτητικό κίνημα το 71-73, ως μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής του Πολυτεχνείου και για την μετέπειτα φυγάδευση του στο μιτάτο, στα ορεινά της Κρήτης.
Την 21η Απριλίου του 1967 βρισκόμουν στην Κυπαρισσία, στο μπαλκόνι του σπιτιού μου όταν αντίκρυσα έναν παλιό αριστερό, τον μπάρμπα Χρίστο που ζούσε λίγο πιο πάνω από το σπίτι μου, να τον μεταφέρουν αστυνομικοί.
- Που πας μπάρμπα Χρίστο; ρώτησα. Εκείνος έμπειρος από εξορίες και φυλακίσεις μου λέει:
- Θα σε δω αργότερα, Διονυσάκη.
Πράγματι στη μία το μεσημέρι, ήρθαν στο σπίτι μου αστυνομικοί και με μετέφεραν στην ασφάλεια, όπου εκεί ξανασυνάντησα τον μπαρμπα Χρίστο, μ ένα βαλιτσάκι στο χέρι. Μου είπε: Διονυσάκη, θυμάσαι που σου είπα θα σε δω σύντομα;
Έπαθα σοκ, γιατί όλα συνέβησαν αστραπιαία. Ήταν Παρασκευή παραμονή του Λαζάρου, μόλις είχα δώσει εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο που λόγω οικογενειακών φρονημάτων δεν έμαθα ποτέ πού πέρασα και έτσι αναγκάστηκα να πάω στο στρατό.
Στη συνέχεια πήγα στην Ιταλία. Στην Μπολόνια έζησα την πρώτη επέτειο της 21ης Απριλίου στην πιάτσα Ματζόρε εκεί όπου είδα για πρώτη φορά κόκκινες σημαίες και λάβαρα σε μια μεγαλειώδη συγκέντρωση. Κάποια στιγμή ο δήμαρχος της Μπολόνια ανακοίνωσε ότι τελείωσε η τελετή και ο κόσμος έφυγε αλλά μείναμε στα περίπτερα Έλληνες, Πορτογάλοι και Ισπανοί που κοιτούσαμε ο ένας τον άλλον ανάμεσα στις κόκκινες σημαίες απορημένοι.
Μετά επέστρεψα στην Ελλάδα. Υπήρχαν έντονες ζυμώσεις από τους φοιτητές, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους δεν είχαν ακόμη αποκτήσει φακέλους. Δεν ήταν οι χαρακτηρισμένοι ΕΑΜ-οβούλγαροι που λέγανε παλιότερα, άλλα παιδιά οικογενειών που δεν είχαν μπει στην περιπέτεια του εμφυλίου και με αυτή την έννοια ήτανε δύσκολο για τους ασφαλίτες να τους παρακολουθήσουν. Πολλά παιδία ήταν παιδιά στρατηγών και υπεράνω υποψίας οικογενειών.
Όσοι είχαν οικογενειακές βέβαια καταβολές ήταν έτσι κι αλλιώς γραμμένοι και πολλά παιδιά απ αυτά παίρνουν μέρος στην αντίσταση, αλλά έχοντας ζήσει στο σπίτι τους στις τραγωδίες του εμφυλίου προσπαθούσαν να φυλαχθούν.
Μία τέτοια φοβερή περίπτωση ήταν ο μακαρίτης συμφοιτητής μου που παρακολουθούσε όλες τις εξεγέρσεις, ο Γιάννης Παρτσαλίδης, ο εγγονός του Μήτσου Παρτσαλίδη που επιχείρησα να του δώσω μία προκήρυξη. Ξαφνιασμένος εκείνος μου αποκρίθηκε: Μα σε εμένα τη δίνεις;
Ένας Μεσσήνιος στον Ψηλορείτη- Συνάντηση με τον Toby Mcleod
Το Μάιο του 74 μόλις είχα βγει από τη φυλακή και φυγαδεύτηκα με καΐκι στην Κρήτη όπου έμενα σε ένα μιτάτο πάνω από την Αγία Γαλήνη στον Ψηλορείτη. Τότε συμπτωματικά ήρθε σε επαφή μαζί μου, ένας Αμερικανός τουρίστας ο Toby McLeod πολυβραβευμένος αργότερα ντοκιμαντερίστας για τους ιθαγενείς της Αμερικής, όπου περάσαμε τρεις μέρες στο μιτάτο, μαζί με την οικογένεια των βοσκών που μας φιλοξενούσαν. Εγώ προσπαθούσα να εξηγήσω στον νεαρό τότε Αμερικανό, το πώς βρέθηκα εκεί. Όλες τις μνήμες αυτές μου τις υπενθύμισε ο Toby, με την μελέτη που έγραψε τότε και μου έστειλε πριν από ένα μήνα, μαζί με φωτογραφίες της συνάντησης μας.
Η γενιά της αντιδικτατορικής αντίστασης ενώνεται με κόκκινη κλωστή
Η γενιά του Πολυτεχνείου ενώνεται με μία κόκκινη κλωστή, δεν είναι κανείς αδρανής, το ρολόι της ιστορίας έχει χτυπήσει για αυτή τη γενιά κι όσο κι αν προσπαθούν να χτυπήσουν την φοιτητική αντίσταση, κηρύσσοντάς την χρεωκοπία της μεταπολίτευσης ή το τέλος της ιστορίας, άνθρωποι που ήταν απόντες, δεν μπορούν να το καταφέρουν.
Από την άλλη μεριά, άνθρωποι που είχαν ζήσει την ήττα του εμφυλίου, δεν μιλούσαν γιατί είχαν την πίκρα της ήττας. Σε αντίθεση με τη γενιά μου, που δεν είχε την πίκρα αυτή, νιώθαμε νικητές.