Πριν μερικά τεύχη είχαμε παρουσιάσει τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούνται τεχνικές μηχανικής μάθησης για τη μελέτη των μουσικών έργων των Beatles. Σήμερα, μόλις 3 χρόνια αργότερα, η μηχανική μάθηση γίνεται μέρος της ίδιας της μουσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς του συγκροτήματος.
«Αναπαλαίωση» με τη βοήθεια ηλεκτρονικού υπολογιστή
Το 2018, με αφορμή τα εκατό χρόνια από τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, κυκλοφόρησε το ντοκιμαντέρ “They shall not grow old”, σε σκηνοθεσία του Peter Jackson. Ο σκηνοθέτης και παραγωγός της τριλογίας «Άρχοντας των Δαχτυλιδιών» είχε στη διάθεσή του ασπρόμαυρες βιντεοσκοπήσεις της εποχής, με διάφορα επίπεδα οπτικού θορύβου, διαφορετικές ταχύτητες εγγραφής, βλάβες στα φιλμ, και κακή ποιότητα. Προκειμένου να συνδυάσει το υλικό χρειάστηκε να ζητήσει από την ομάδα λογισμικού της εταιρείας παραγωγής του να αναπτύξει κατάλληλους κώδικες για την επεξεργασία των βιντεοσκοπήσεων. Η τελική ποιότητα της εικόνας έφτασε να θυμίζει σημερινές βιντεοσκοπήσεις, παρουσιάζοντας με πρωτοφανή λεπτομέρεια πρόσωπα και στιγμιότυπα του μεγάλου πολέμου.
Τον Ιανουάριο του 2019 θα συμπληρώνονταν πενήντα χρόνια από την τελευταία ζωντανή εμφάνιση των Beatles. Κατά τη διάρκεια του Ιανουαρίου του 1969 το συγκρότημα πέρασε ένα μήνα στο στούντιο προετοιμάζοντας νέα κομμάτια, με σκοπό να τα παρουσιάσει ζωντανά μέχρι το τέλος του μήνα. Ολόκληρη η προετοιμασία μαγνητοσκοπήθηκε από το συνεργείο του σκηνοθέτη Michael Lindsay-Hogg, προκειμένου να ετοιμαστεί ένα ντοκιμαντέρ για το συγκρότημα και τον τρόπο που δούλευε. Ο μήνας εκείνος ήταν από τους δυσκολότερους στην καριέρα των μουσικών καθώς η ένταση στις μεταξύ τους σχέσεις είχε κορυφωθεί, κάτι στο οποίο συνετέλεσε και η παρουσία του συνεργείου βιντεοσκόπησης. Η τελευταία ταινία του συγκροτήματος κυκλοφόρησε ένα χρόνο αργότερα στις κινηματογραφικές αίθουσες, όταν εκείνο είχε ήδη διαλυθεί. Περίπου μισό αιώνα αργότερα η εταιρεία Apple, που διαχειρίζεται το υλικό του συγκροτήματος, παρέδωσε στον Peter Jackson περίπου 55 ώρες βιντεοσκοπήσεων, προκειμένου να ετοιμάσει μια νέα, πλουσιότερη εκδοχή της ταινίας, με τον τίτλο “Get Back”.
Το πρώτο βήμα ήταν η εφαρμογή της τεχνογνωσίας που είχε αποκτηθεί προηγουμένως ώστε να καθαριστεί η εικόνα. Τα αυθεντικά κοκκώδη πλάνα που είχαν καταγραφεί σε φιλμ δεκαέξι χιλιοστών έδωσαν τελικά τη θέση τους σε υψηλής ευκρίνειας έγχρωμες εικόνες. Το επόμενο πρόβλημα, ωστόσο, ήταν η διαχείριση του ήχου. Καθώς το συνεργείο βιντεοσκοπούσε το συγκρότημα, η ηχογράφηση του ήχου των οργάνων, των ομιλιών και του περιβάλλοντος γινόταν στο ίδιο κανάλι, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατος ο διαχωρισμός και κατόπιν μίξη των επιμέρους ήχων. Επομένως πολλές από τις συζητήσεις μεταξύ των μουσικών ήταν αδύνατο να ακουστούν κατά τη διάρκεια των προβών, όπως επίσης και οι λεπτομέρειες της συνεισφοράς του κάθε οργάνου, περιορίζοντας κατά πολύ τις δυνατότητες του σκηνοθέτη.
Η ομάδα ανάπτυξης λογισμικού της εταιρείας παραγωγής αποφάσισε να στραφεί στην τεχνητή νοημοσύνη για το διαχωρισμό του σήματος από κάθε ηχητική πηγή. Καθώς κανένα διαθέσιμο λογισμικό δεν μπορούσε να δώσει λύση, απευθύνθηκαν στον Καθηγητή του Πανεπιστημίου του Ιλινόις, Πάρι Σμαραγδή. Το αποτέλεσμα της συνεργασίας ήταν η δημιουργία ενός λογισμικού βασισμένο σε νευρωνικά δίκτυα, με το όνομα MAL (Machine Assisted Learning). Το MAL εκπαιδεύτηκε σε υψηλής ποιότητας ηχογραφήσεις ώστε να μάθει να ξεχωρίζει τους ήχους από διαφορετικές πηγές, προτού εφαρμοστεί πάνω στις ηχογραφήσεις. Πλέον τα επιμέρους καθαρά σήματα μπορούσαν να συνδυαστούν στις απαραίτητες στάθμες το καθένα ώστε να είναι εφικτή η καθαρή ακρόαση των συνομιλιών.
Επιπρόσθετα, η ανάπτυξη του MAL προσφέρει νέες δυνατότητες στην επεξεργασία ήχου και στη μουσική παραγωγή, ειδικότερα σε ό,τι αφορά τις επανεκδόσεις υλικού από τις δεκαετίες του 1960 και μετά. Σε μια εποχή που τα όργανα εγγράφονταν σε κοινά κανάλια και η εκ νέου μίξη τους θα ήταν αδύνατη, με τη βοήθεια του MAL είναι εφικτή η επεξεργασία των ηχογραφήσεων αυτών και η παρουσίασή τους σε ένα νέο ακροατήριο.
Τότε και τώρα
Το αποτέλεσμα του διάρκειας σχεδόν οχτώ ωρών Get Back ήταν συγκλονιστικό, καθώς για πρώτη φορά οι φίλοι του συγκροτήματος μπορούσαν να δουν τους τέσσερις μουσικούς να αλληλεπιδρούν καθώς ανέπτυσσαν τις μουσικές τους ιδέες και τα κομμάτια τους έπαιρναν μορφή. Χρησιμοποιώντας την ίδια τεχνολογία, η εταιρεία Apple ξεκίνησε την επανέκδοση παλαιότερων δίσκων του συγκροτήματος. Υπήρχε όμως και συνέχεια.
Το 1994, περίπου δεκατέσσερα χρόνια μετά τη δολοφονία του Τζον Λένον, οι υπόλοιποι τρεις μουσικοί αποφάσισαν αν δουλέψουν πάνω σε πρόχειρες ηχογραφήσεις του πρώτου, από τα τέλη του 1977. Οι ηχογραφήσεις είχαν γίνει ζωντανά σε κασετόφωνο, στο σπίτι του και περιλάμβαναν τον ίδιο να παίζει πιάνο και να τραγουδάει τρία ημιτελή κομμάτια. Χρησιμοποιώντας την τεχνολογία της εποχής καθάρισαν τον ήχο όσο καλύτερα μπορούσαν και ηχογράφησαν τα δικά τους μέρη, τα οποία στη συνέχεια μίξαραν, δημιουργώντας δύο νέα κομμάτια. Όταν ήρθε η ώρα να εργαστούν στο τρίτο, που είχε τον τίτλο “Now and Then”, διαπίστωσαν ότι η ποιότητα της πρόχειρης ηχογράφησης σε κασέτα ήταν πολύ κακή. Λόγω του θορύβου του περιβάλλοντος και της έντασης του πιάνο δεν ήταν δυνατό να αναδειχθεί η φωνή, κάτι που οδήγησε το συγκρότημα στην εγκατάλειψη της προσπάθειας.
Ωστόσο, πλέον με το MAL κατέστη εφικτός ο διαχωρισμός της φωνής από το πιάνο και τους υπόλοιπους θορύβους. Οι δυο, πλέον, εναπομείναντες μουσικοί του συγκροτήματος μπορούσαν να συνεχίσουν την παραγωγή του κομματιού από εκεί όπου την είχαν αφήσει περισσότερο από είκοσι πέντε χρόνια πριν. Το “Now and Then” που κυκλοφόρησε στις 2 Νοεμβρίου περιέχει τις πρόχειρες ηχογραφήσεις του 1977, εκείνες του 1995, αποσπάσματα φωνητικών από το 1966 και το 1969 καθώς επίσης και νέες ηχογραφήσεις του 2022, πρόκειται επομένως για το αποτέλεσμα μιας πορείας μισού περίπου αιώνα. Η κυκλοφορία του τελευταίου, όπως το ονομάζουν, κομματιού των Beatles δεν θα ήταν εφικτή χωρίς την τεχνητή νοημοσύνη.
Η τεχνητή νοημοσύνη στη μουσική παραγωγή
Όπως είναι αναμενόμενο, η κυκλοφορία ενός μουσικού κομματιού από ένα από τα σημαντικότερα συγκροτήματα της ποπ μουσικής προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις. Παράλληλα με τα θέματα αισθητικής, η ίδια η χρήση της τεχνητής νοημοσύνης στην παραγωγή, παρόλο που αυτή χρησιμοποιήθηκε μόνο για να «καθαρίσει» τις αυθεντικές ηχογραφήσεις, αποτέλεσε αντικείμενο σχολιασμού. Είναι θεμιτή η χρήση της στην τέχνη; Μειώνει την αξία μιας σύνθεσης;
Η τέχνη ήταν πάντοτε στενά συνδεδεμένη με τις τεχνικές και την τεχνολογία. Τα εργαλεία και τα υλικά ενός γλύπτη βελτιώνονται και προσαρμόζονται στις τεχνικές δυνατότητες της εποχής, το ίδιο και οι βαφές ενός ζωγράφου, οι οποίες απαιτούν την εξαγωγή ουσιών από βότανα, έντομα και πετρώματα. Αντίστοιχα, τα μουσικά όργανα πρέπει να ικανοποιούν συγκεκριμένες τεχνικές προδιαγραφές προκειμένου να μπορούν να παράγουν συγκεκριμένους ήχους. Σήμερα η μίξη, η επεξεργασία και, πολλές φορές, η δημιουργία των ήχων γίνεται με τη βοήθεια ηλεκτρονικών υπολογιστών και λογισμικού, όπως πριν από μερικές δεκαετίες βασιζόταν σε ηλεκτρονικά κυκλώματα ή αναλογικές ηλεκτρικές συσκευές. Αντίστοιχη εξάρτηση/σχέση παρουσιάζουν το θέατρο και ο κινηματογράφος.
Η τεχνολογία των τελευταίων δεκαετιών έχει επηρεάσει βαθιά την ποπ μουσική. Με την εφεύρεση του γραμμοφώνου, τη μετατροπή του ήχου σε ηλεκτρικό σήμα και την αποθήκευσή του σε μαγνητοταινίες έγινε δυνατή η τυποποίηση και μαζική αναπαργωγή της μουσικής. Με αυτόν τον τρόπο οι επιμέρους λαϊκές μουσικές γίνονται ευρύτερα γνωστές και γίνονται μέρος μιας ευρύτερης λαϊκής κουλτούρας. Ταυτόχρονα, οι τεχνολογικές εξελίξεις δίνουν στους μουσικούς περισσότερες δυνατότητες έκφρασης, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που η επιθυμία των μουσικών να εκφραστούν έχει οδηγήσει σε βελτιωμένες τεχνικές στη μουσική παραγωγή.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η τεχνολογία δεν υποκατέστησε τη μουσική δημιουργία αλλά παρείχε εργαλεία και περισσότερες δυνατότητες. Ειδικότερα το παράδειγμα των Beatles αποδεικνύει τα προηγούμενα αλλά μας δείχνει και το αναντικατάστατο του ανθρώπινου παράγοντα. Οι τέσσερις μουσικοί από το Λίβερπουλ εξελίχθηκαν σε παγκόσμιο πολιτισμικό φαινόμενο στα έτη μεταξύ του 1963 και του 1970 ενώ η επίδραση της μουσικής τους ξεπέρασε κατά πολύ τα χρόνια της ενεργούς τους παρουσίας, φτάνοντας μέχρι σήμερα. Η μουσική τους εξελίχθηκε, ωρίμασε και άλλαξε ριζικά μέσα σε λιγότερα από εφτά χρόνια, ακολουθώντας και οδηγώντας τις εξελίξεις στη μουσική της δεκαετίας του 1960. Ταυτόχρονα εξελίχθηκαν οι σχέσεις ανάμεσά τους, οι τέσσερις παιδικοί φίλοι, που μεγάλωσαν και δημιούργησαν μαζί και στη συνέχεια διαμόρφωσαν ο καθένας το δικό τους χώρο, οδηγώντας τους τελικά στη διάλυση. Παράλληλα με τη μουσική τους, αυτή η εξέλιξη, το «δράμα» και η ειλικρίνεια στη σχέση τους, με τις αντιπαραθέσεις και τις επανασυνδέσεις, έγινε μέρος του «πακέτου» που κάνει τη μουσική τους τόσο ελκυστική σε πολύ κόσμο. Με τους δυο από αυτούς να βρίσκονται ακόμα εν ζωή, μεγάλο μέρος της «κληρονομιάς» του συγκροτήματος αναθεωρείται και επανεκδίδεται με ανέκδοτο υλικό και εναλλακτικές εκδοχές κομματιών, παρέχοντας περισσότερες πληροφορίες για τον τρόπο με τον οποίο συντέθηκε και ηχογραφήθηκε. Όλα αυτά προφανώς διατηρούν μια σημαντική εμπορική δραστηριότητα παράγοντας κέρδος και φήμη αλλά ταυτόχρονα δίνουν στους φίλους της συγκεκριμένης μουσικής περισσότερες πληροφορίες και μια πιο βαθιά ματιά στο πώς δημιουργήθηκε η μουσική και πώς την επηρέασαν οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων που τη δημιούργησαν.
Πάντως, η γενικότερη ανησυχία για την ευρεία χρήση της τεχνητής νοημοσύνης στη μουσική δεν είναι αδικαιολόγητη. Διάφορα πακέτα λογισμικού είναι σε θέση να παράγουν μουσική μαζικά, σύμφωνα με το στυλ της μουσικής και το ύφος που επιθυμεί ο χρήστης, είτε πρόκειται για είδος, φωνή ή για χαρακτηριστικό «ήχο» ενός καλλιτέχνη. Σε αυτή την περίπτωση το ζήτημα των πνευματικών δικαιωμάτων αλλά και των επιπτώσεων που θα έχει μια τόσο μαζική και εξατομικευμένη παραγωγή μουσικής είναι ανοιχτά.