Live τώρα    
16°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αίθριος καιρός
16 °C
11.8°C17.0°C
2 BF 52%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αίθριος καιρός
15 °C
11.8°C16.2°C
1 BF 67%
ΠΑΤΡΑ
Αίθριος καιρός
16 °C
14.3°C16.0°C
1 BF 67%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Ελαφρές νεφώσεις
16 °C
13.2°C16.8°C
3 BF 77%
ΛΑΡΙΣΑ
Αίθριος καιρός
10 °C
9.9°C12.3°C
0 BF 100%
Η φωτιά στα μεσογειακά οικοσυστήματα
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Η φωτιά στα μεσογειακά οικοσυστήματα

Δάσος

Το τέλος του φετινού καλοκαιριού έρχεται μαζί με ανυπολόγιστες απώλειες σε ζωές, δασικές και αγροτικές εκτάσεις, αλλά και περιουσίες, λόγω των φονικών πυρκαγιών που έπληξαν για ακόμα μια χρονιά τη χώρα μας. Το Πρίσμα αναζητώντας απαντήσεις για τα αίτια της καταστροφής, για τους τρόπους διαχείρισης και για το μέλλον των μεσογειακών οικοσυστημάτων, απευθύνθηκε στη βιολόγο Αναστασία Χριστοπούλου*, μεταδιδακτορική ερευνήτρια με εξειδίκευση στην οικολογία και τη μεταπυρική αναγέννηση των χερσαίων οικοσυστημάτων.

Κάθε χρόνο καίγονται χιλιάδες στρέμματα δασικών εκτάσεων στη χώρα μας. Τι γνωρίζουμε για τη δυνατότητα και τον χρόνο αναγέννησης των καμένων μεσογειακών οικοσυστημάτων;

Οι δασικές πυρκαγιές δεν είναι κάτι νέο για τα οικοσυστήματα της Ελλάδας. Ενδείξεις για φωτιές, τόσο φυσικές όσο και ανθρωπογενούς προέλευσης, στη χώρα μας, όπως και συνολικά στη Μεσόγειο υπάρχουν εδώ και χιλιάδες χρόνια και τα οικοσυστήματα είχαν το χρόνο να προσαρμοστούν σε αυτές και να αναπτύξουν μηχανισμούς επιβίωσης και αναγέννησης. Για το λόγο αυτό μιλάμε άλλωστε για πυροπροσαρμοσμένα ή/και πυροεπαγόμενα οικοσυστήματα. Αυτό ισχύει για τα φρύγανα, τους θαμνώνες και τα μεσογειακά πευκοδάση. Είδη που αναβλαστάνουν όπως το πουρνάρι μπορούν να εμφανιστούν μέσα σε λιγότερο από ένα μήνα στις καμένες εκτάσεις, ενώ ένα ώριμο πευκοδάσος που καίγεται μπορεί να ξαναγίνει πευκοδάσος με καλή δομή μέσα σε 15-20 χρόνια. Τα οικοσυστήματα αυτά επομένως μπορούν να αναγεννηθούν φυσικά μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα. Διαφορετική ωστόσο είναι η κατάσταση όταν το μεσοδιάστημα μεταξύ δύο διαδοχικών πυρκαγιών είναι μικρότερο από το απαιτούμενο για την ανάπτυξη αναπαραγωγικά ώριμων ατόμων. Και δυστυχώς αυτή είναι μια περίπτωση που βλέπουμε να συμβαίνει ολοένα και συχνότερα σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, ιδιαίτερα στην Αττική. Διπλοκαμένες ή και τριπλοκαμένες εκτάσεις στα ίδια βουνά, στις ίδιες θέσεις, καθιστούν τη δυνατότητα φυσικής ανάκαμψης του οικοσυστήματος αδύνατη.

Πως μελετάται η αναγέννηση των καμένων οικοσυστημάτων; Μπορείτε να μας δώσετε παραδείγματα τέτοιων μελετών σε οικοσυστήματα της Ελλάδας;

Η αναγέννηση των καμένων οικοσυστημάτων έχει μελετηθεί σε μεγάλο βαθμό στην Ελλάδα, από διάφορες ομάδες. Για τα μεσογειακά οικοσυστήματα υπάρχει πληθώρα δεδομένων από επιστημονικές έρευνες, που ξεκινούν από τις αρχές της δεκαετίας του 80. Προσωπικά είχα την τιμή να εκπαιδευτώ και να συνεργαστώ με την Ομότιμη πλέον καθηγήτρια του Τμήματος Βιολογίας του ΕΚΠΑ Μαργαρίτα Αριανούτσου και την ομάδα της, η οποία διαθέτει μεγάλη εμπειρία στη μελέτη και την παρακολούθηση της φυσικής αναγέννησης των οικοσυστημάτων. Για τη μελέτη αυτή απαιτούνται εργασίες πεδίου, ενώ τεχνικές όπως η ανάλυση δορυφορικών εικόνων, η τηλεπισκόπηση και η χρήση συστημάτων γεωγραφικών πληροφοριών επιτρέπουν την ταχύτερη διεξαγωγή συμπερασμάτων και την κάλυψη πολύ μεγαλύτερων περιοχών.

Η φωτιά δεν είναι άγνωστος παράγοντας ούτε για τα πιο ορεινά οικοσυστήματα, όπου επικρατούν πιο υγρές και ψυχρές συνθήκες. Το 2007 είχαμε πολλά περιστατικά πυρκαγιών σε δάση Μαύρης πεύκης και Κεφαλληνιακής ελάτης, που μας έδωσαν (δυστυχώς) τη δυνατότητα να μελετήσουμε την πορεία των οικοσυστημάτων μετά από αυτές. Τα δάση κεφαλληνιακής ελάτης, που κάηκαν μεταξύ άλλων στον Εθνικό Δρυμό της Πάρνηθας, δεν έχουν τη δυνατότητα φυσικής μεταπυρικής αναγέννησης όπως τα Μεσογειακά πευκοδάση και η επανάκαμψη του οικοσυστήματος εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη διατήρηση άκαυτων συστάδων ή νησίδων με ενήλικα άτομα, τα οποία θα επιτρέψουν τη σταδιακή επανεποίκιση των καμένων εκτάσεων μέσω της ανεμόχωρης διασποράς σπερμάτων ελάτης. Η πορεία αυτή αναμένεται να είναι μια αργή διαδικασία, όπως έδειξαν διαχρονικές μελέτες μας στην Πάρνηθα, αλλά και σε άλλα βουνά (π.χ. Ταΰγετος)[i]. Στην πορεία αυτή δεν είχαμε υπολογίσει μια δεύτερη πυρκαγιά μέσα σε λιγότερο από 20 χρόνια. Από την άλλη πλευρά ορεινά οικοσυστήματα, όπως τα δάση Μαύρης πεύκης, μπορούν να επιβιώσουν ύστερα από επαναλαμβανόμενες δασικές πυρκαγιές εφόσον αυτές είναι χαμηλής έντασης και έρπουσες, όπως έδειξαν τα αποτελέσματα έρευνας στον ορεινό όγκο του Ταϋγέτου[ii]. Η έρευνά μας αυτή έγινε με αφορμή πάλι τις πυρκαγιές του 2007, με στόχο τη διερεύνηση της διαχρονικής παρουσίας της φωτιάς στα οικοσυστήματα Μαύρης πεύκης, με χρήση της μεθόδου της δενδροχρονολόγησης και ειδικότερα μέσω της ανάλυσης των σημαδιών φωτιάς (fire scars). Τα σημάδια της φωτιάς είναι μια ευρέως χρησιμοποιούμενη τεχνική όπου μελετώνται τα ίχνη που αφήνουν οι υψηλές θερμοκρασίες στο ξύλο και στα κύτταρα. Μέσω των σημαδιών φωτιάς και των θέσεων εντοπισμού των ατόμων μεγάλης ηλικίας μπορεί να ελεγχθεί η συχνότητα των πυρκαγιών, το χωρικό και το χρονικό τους πρότυπο και το σχετικό μέγεθος των καμένων εκτάσεων. Τα αποτελέσματα της έρευνάς μας από τον ορεινό όγκο του Ταϋγέτου έδειξαν ότι τα δάση Μαύρης πεύκης καίγονταν κατά μέσο όρο κάθε 16 έτη κατά τη διάρκεια των τελευταίων 165 ετών. Αντίστοιχης, μικρότερης κλίμακας έρευνες από την περιοχή της Βάλια Κάλντα έχουν τεκμηριώσει την παρουσία ερπουσών πυρκαγιών σε δάση Μαύρης πεύκης για περισσότερους από 7 αιώνες[iii].Φυσικές πυρκαγιές εντοπίζονται και σε ακόμα μεγαλύτερα υψόμετρα, όπως τα δάση Ρόμπολου στο Εθνικό Πάρκο Βόρειας Πίνδου. Εκεί συναντάμε υπεραιωνόβια δένδρα που συνεχίζουν να ζουν, παρότι φέρουν σημάδια φωτιάς στον κορμό τους, είτε από κεραυνούς είτε από ανθρωπογενούς προέλευσης πυρκαγιές που έβαζαν οι βοσκοί της περιοχής[iv].

Με βάση τις μελέτες σας τι έχει αλλάξει σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια;

Με βάση τα όσα προαναφέρθηκαν φαίνεται ότι η φωτιά αποτελεί μια φυσική διαταραχή, με πυρκαγιές να καταγράφονται ιστορικά στα χαμηλά αλλά και στα μεγάλα υψόμετρα, σε πιο υγρές και ψυχρές θέσεις, με διαφορετικό, ωστόσο, καθεστώς φωτιάς. Το καθεστώς της φωτιάς (fire regime) καθορίζεται από την ένταση της φωτιάς, τη συχνότητα με την οποία καίγεται ένα οικοσύστημα, την εποχή κατά την οποία λαμβάνει χώρα το γεγονός και το μέγεθος της συνολικά καμένης έκτασης. Τις τελευταίες δεκαετίες καταγράφεται μία ‘παρέκκλιση’ από το καθεστώς της φωτιάς αναφορικά με την ένταση με την οποία συμβαίνει, το μεσοδιάστημα μεταξύ δύο διαδοχικών περιστατικών αλλά και τις περιοχές που καίγονται. Δεν είναι μόνο οι πιο συχνές πυρκαγιές που αντιμετωπίζουμε. Είναι και οι πυρκαγιές μεγάλης έκτασης που γίνονται ολοένα και πιο κοινό φαινόμενο. Μεγαπυρκαγιές με τεράστιες εκτάσεις καμένης γης και σημαντικές οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις σημειώνονται ολοένα και πιο συχνά στη Μεσόγειο και στην Ελλάδα, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την περίπτωση της φετινής πυρκαγιάς στον Έβρο, η οποία δεν άφησε ανεπηρέαστο ούτε το Δάσος της Δαδιάς. Ειδικά για το συγκεκριμένο δάσος οι επιπτώσεις στη μοναδική ορνιθοπανίδα της περιοχής προβληματίζουν ιδιαίτερα.

Με βάση και την πρόσφατη μελέτη της Επιτροπής για την Ανθεκτικότητα των Ελληνικών Δασικών Οικοσυστημάτων στην Κλιματική Αλλαγή οι μεταβολές στο καθεστώς της φωτιάς, με συχνότερες, μεγαλύτερης έκτασης και έντασης δασικές πυρκαγιές αποτελούν έναν από τους σημαντικότερους κινδύνους για τα δασικά οικοσυστήματα της χώρας υπό το πρίσμα της κλιματικής αλλαγής[v].

Εκτός από την κλιματική αλλαγή ποιοι άλλοι παράγοντες ευθύνονται για την επιδείνωση των πυρκαγιών σε ένταση και συχνότητα στη χώρα μας;

Πρίσμα

Σίγουρα η εγκατάλειψη της ενεργούς διαχείρισης των δασών και η συσσώρευση καύσιμης βιομάζας αυξάνουν τον κίνδυνο εξάπλωσης των δασικών πυρκαγιών. Πριν από κάποιες δεκαετίες τα δάση αποτελούσαν κέντρο διαφόρων παραγωγικών δραστηριοτήτων. Σήμερα, η ορεινή γεωργία, η κτηνοτροφία, η υλοτομία έχουν μειωθεί στο ελάχιστο. Ταυτόχρονα, τα Δασαρχεία είναι εμφανώς υποστελεχωμένα, και η χρηματοδότηση για την ενεργό διαχείριση των δασών μειώνεται συστηματικά. Ο μειωμένος προϋπολογισμός για την πρόληψη συνεπάγεται υπερδιπλάσιο κόστος για την καταστολή και την αποκατάσταση.

Και η ίδια όμως η αντιμετώπιση των πυρκαγιών καθίσταται προβληματική. Η πυροσβεστική, με το μόνιμο και εποχικό προσωπικό της, το οποίο είναι και πάλι ανεπαρκές, σε σύγκριση με άλλα σώματα ασφαλείας, καλείται να καλύψει τεράστιες ανάγκες. Πυροσβέστες που μεταφέρονται από τη μία περιοχή στην άλλη, με ανεπαρκή εξοπλισμό, πολλές φορές χωρίς την απαραίτητη εκπαίδευση, έρχονται αντιμέτωποι με το δίλημμα: «τι να πρωτοσώσω;». Το ερώτημα αυτό καθίσταται ολοένα και πιο επίκαιρο δεδομένου ότι πλέον οι περισσότερες πυρκαγιές,τουλάχιστον κοντά στα μεγάλα αστικά κέντρα, ξεκινούν κοντά στους οικισμούς ή στα όρια δάσους- δομημένων εκτάσεων. Και κάπου εδώ μπαίνει και το ζήτημα της ατομικής ευθύνης. Σύμφωνα με τον πρόσφατο Κανονισμό Πυροπροστασίας Ακινήτων εντός δασών ή πλησίον δασικών εκτάσεων [ΚΥΑ ΥΠΕΝ/ΔΑΟΚΑ/55904/2019/19.05.2023 (Β΄ 3475)] υπάρχουν ατομικές ευθύνες και συγκεκριμένα προληπτικά μέτρα πυροπροστασίας που πρέπει να λαμβάνουν οι ιδιοκτήτες και οι κάτοικοι των ζωνών Μίξης Δασών- Οικισμών.

Φυσικά η ατομική ευθύνη δεν υποσκελίζει τις πολιτικές ευθύνες. Γιατί έχει δομηθεί ένα σύστημα που βασίζεται στην καταστολή και όχι στην πρόληψη, με κατακερματισμένες αρμοδιότητες και υποστελεχωμένους φορείς. Ποιος είναι ο ρόλος των Δασαρχείων; Πού και πόσες είναι οι εξειδικευμένες ομάδες της πυροσβεστικής στην αντιμετώπιση δασικών πυρκαγιών; Ποια είναι τα μέτρα που έχουμε λάβει σε εθνικό επίπεδο για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, ενώ τα σενάρια προβλέπουν παρατεταμένες περιόδους ξηρασίας, αλλαγές στο καθεστώς της φωτιάς με συχνότερες και μεγαλύτερης έντασης και έκτασης δασικές πυρκαγιές; Η ερώτησή σας αναδεικνύει πολλά περισσότερα αναπάντητα ερωτήματα.

Με ποιους τρόπους θεωρείτε ότι μπορούν να αντιμετωπιστούν οι πυρκαγιές σε επίπεδο πρόληψης και διαχείρισης;

Αρχικά θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στη σωστή διαχείριση και παρακολούθηση της κατάστασης των δασών και των δασικών οικοσυστημάτων της χώρας. Απαιτείται καλύτερη συνεργασία και σίγουρα περαιτέρω στελέχωση των αρμόδιων διαχειριστικών αρχών, όπως τα Δασαρχεία αλλά και οι Μονάδες Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών. Πολλοί δασολόγοι και άλλοι επιστήμονες έχουν εκφράσει την άποψη ότι η δασοπυρόσβεση πρέπει να επιστρέψει στις Δασικές Υπηρεσίες και στα Δασαρχεία. Η απόφαση αυτή σίγουρα δεν είναι εύκολη, καθώς είναι πιθανό να οδηγήσει σε περαιτέρω κατακερματισμό των αρμοδιοτήτων και ακόμα μεγαλύτερη δυσκολία στο συντονισμό, ιδίως στις περιπτώσεις των ολοένα και αυξανόμενων πυρκαγιών στα όρια δάσους-δομημένων εκτάσεων.Σε κάθε περίπτωση εκτιμώ ότι απαιτείται περαιτέρω εκπαίδευση των πυροσβεστών, εποχικών και εθελοντών στα βουνά της περιοχής αρμοδιότητάς τους αλλά και συνολικά στην Ελλάδα, πιθανώς και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, δεδομένων των ολοένα αυξανόμενων αναγκών για κινητικότητα και ενίσχυση δυνάμεων και σε άλλες περιοχές.

Μια σταθερή πολιτική είναι απαραίτητη, η οποία θα τρέχει καθ΄όλη τη διάρκεια του έτους και όχι μονό κατά τη διάρκεια της ολοένα και πιο παρατεταμένης και δύσκολης αντιπυρικής περιόδου. Η πολιτική αυτή θα πρέπει να χαραχθεί με γνώμονα ότι το κόστος για την πρόληψη είναι κατά πολύ χαμηλότερο αυτού που απαιτείται αθροιστικά για την καταστολή και τη μεταπυρική αποκατάσταση των καμένων εκτάσεων. Τα οικοσυστήματα μπορούν να ανταποκριθούν τόσο στη δράση της φωτιάς όσο και στην αλλαγή του κλίματος, αλλά με τους δικούς τους όρους και στους δικούς τους χρόνους. Χρέος μας είναι να τα προστατεύσουμε και να ενισχύσουμε την προσπάθεια προσαρμογής τους στην κλιματική αλλαγή, για την οποία φέρουμε μερίδιο ευθύνης.

Η Αναστασία Χριστοπούλου είναι Βιολόγος, διδάκτορας του Πανεπιστήμιου Αθηνών, με μεταδιδακτορική έρευνα και πληθώρα δημοσιεύσεων πάνω στην οικολογία χερσαίων οικοσυστημάτων, τη δενδροχρονολόγηση, την οικολογία της φωτιάς και τη μεταπυρική αναγέννηση των οικοσυστημάτων, τη βιοποικιλότητα, την κλιματική αλλαγή και τη διαχείριση προστατευόμενων περιοχών.

[i]Christopoulou A. et al, 2018. Post-fire recovery of Abiescephalonica forest communities: the case of Mt Parnitha National Park, Attica, Greece. iForest - Biogeosciences and Forestry 11(6):757-764.

Christopoulou A. et al, 2019. Assessing the impact of different landscape features on post-fire forest recovery with multi-temporal remote sensing data: the case of Mount Taygetos (southern Greece).International Journal of Wildland Fire 28:521-532.

[ii]Christopoulou A.et al, 2013. Dendrochronology-based fire history of Pinusnigra forests in Mount Taygetos, Southern Greece. Forest Ecology and Management 293: 132-139.

[iii]Touchan R. et al, 2012. Fire history in European black pine (PinusnigraArn.) forests of the ValiaKalda, Pindus mountains, Greece. Tree-Ring Research 68(1): 45-50.

[iv]Christopoulou A. et al, 2022. Exploring the past of Mavrovouni forest in the Pindus Mountain range (Greece) using tree rings of Bosnian pines. Trees 36: 153–166.

[v]EAΔΟ, 2023. Η Ανθεκτικότητα των Ελληνικών Δασικών Οικοσυστημάτων στην Κλιματική Αλλαγή. Επιτροπή για την Ανθεκτικότητα των Ελληνικών Δασικών Οικοσυστημάτων στην Κλιματική Αλλαγή (EAΔΟ) [Μ. Αριανούτσου, Χ. Ζερεφός, Κ. Καλαμποκίδης, Α. Πούπκου, Φ. Αραβανόπουλος (επιμ.)]. Ακαδημία Αθηνών, Αθήνα, Ελλάδα, 547 σελ, ISBN 978-960-404-413-9.

Λεζάντα εικόνας 2

Πηγή: DonarReiskoffer, Wikimedia commons

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL