Στην αρχή της χρονιάς οι σύμβουλοι του πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου ήταν πεπεισμένοι ότι η αντίθεση στο αμφιλεγόμενο σχέδιο αναμόρφωσης του δικαστικού συστήματος -ακρογωνιαίος λίθος της κυβερνητικής βούλησης για ριζικό μετασχηματισμό των θεσμών- θα κατέληγε να εξασθενήσει και ότι ο αριθμός των εχθρικών προς τη μεταρρύθμιση διαδηλωτών θα υποχωρούσε κάθε εβδομάδα και περισσότερο. Έκαναν λάθος. Ποτέ στην ιστορία του το Ισραήλ δεν γνώρισε τόσες πολλές λαϊκές συγκεντρώσεις, τόσο πολυάριθμες, τόσο στρατευμένες στο πολιτικό πρόγραμμα και τόσο επίμονες. Κάθε Σάββατο απόγευμα εκατοντάδες χιλιάδες άτομα έβγαιναν από τα σπίτια τους. Άλλοι κράδαιναν τη σημαία της χώρας, άλλοι αυτοσχέδια πλακάτ. Όλοι βροντοφώναζαν «Demokratia» και όλοι μαζί τραγουδούσαν το σύνθημα που απευθυνόταν στην κυβέρνηση: «Πέσατε στη λάθος γενιά. Αν δεν υπάρξει ισότητα, θα ρίξουμε την εξουσία». Για όλους τους η μεταρρύθμιση που αποσκοπεί στην αύξηση της εξουσίας των βουλευτών σε βάρος των δικαστών και του Ανώτατου Δικαστηρίου θέτει υπό αμφισβήτηση τα θεμέλια της ισραηλινής Δημοκρατίας.
Η σημαντική αυτή αφύπνιση ενός τμήματος του πληθυσμού κατευθύνεται από την κοσμική, ουδετερόθρησκη ελίτ της χώρας. Ωστόσο, η ίδια ελίτ δεν είχε αντιδράσει στις 19 Ιουλίου 2018, όταν ο Νετανιάχου είχε οδηγήσει την Κνεσέτ, την ισραηλινή Βουλή, να υιοθετήσει τον νόμο που ορίζει το Ισραήλ ως το έθνος-κράτος του εβραϊκού λαού (1). Τότε το Ανώτατο Δικαστήριο είχε επικυρώσει αυτό το νομοθετικό κείμενο που συνεπάγεται διακρίσεις για τους μη Εβραίους πολίτες της χώρας. Η αντίδραση προέκυψε μονάχα κατά τη δεύτερη εβδομάδα του Δεκεμβρίου 2022, μετά τον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης Νετανιάχου και την άνοδο στην εξουσία των ριζοσπαστών του θρησκευτικού σιωνισμού και των ιδεολογικών κληρονόμων της οργάνωσης που είχε ιδρύσει το 1968 στις ΗΠΑ ο ρατσιστής ραβίνος Μεΐρ Καχάνε (2).
Επιχειρηματίες του κλάδου της υψηλής τεχνολογίας (μεταξύ αυτών και ο φιλάνθρωπος Όρνι Πέτρουσκα), διακεκριμένοι νομικοί (όπως ο δικηγόρος Γκιλεάντ Σερ), στρατηγοί εν αποστρατεία (ανάμεσά τους ο πρώην αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Νταν Χαλούτζ και ο Άμος Μάλκα, παλιός διοικητής της στρατιωτικής αντικατασκοπείας), χωρίς να παραλείπουμε και προβεβλημένους οικονομολόγους, κινητοποιήθηκαν για να στήσουν μια πραγματική πολεμική μηχανή ενάντια στον υπερορθόδοξο και μεσσιανικό ακροδεξιό συνασπισμό που αποτελείται από 64 βουλευτές (επί συνόλου 120). Αυτές οι προσωπικότητες δημιούργησαν τη μη κερδοσκοπική οργάνωση Χοφοσίμ μπε Αρτσένου («Ελεύθεροι μέσα στην πατρίδα μας»), με στόχο τον συντονισμό της δράσης του συνόλου των οργανώσεων που αντιτίθενται στην κυβερνητική πολιτική. Η ιδέα ήταν να πραγματοποιούνται συγκεντρώσεις στο πλαίσιο ενός ευρύτατου κινήματος υπέρ της δημοκρατίας, κρατώντας αποστάσεις από τα πολιτικά κόμματα.
Σύμφωνα με τον Σερ, η οργάνωση διαθέτει προϋπολογισμό αρκετών εκατομμυρίων σέκελ (3), προερχόμενων από τη συμμετοχική χρηματοδότηση 40.000 ατόμων και από ιδιώτες δωρητές, εκ των οποίων κανείς δεν συνεισέφερε περισσότερο από το 5% του συνολικού ποσού. Η Χοφοσίμ μπε Αρτσένου προτείνει σε Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις να χρηματοδοτήσει το σύνολο ή μέρος των λειτουργικών εξόδων τους και να διασφαλίσει τη νομική και επικοινωνιακή υποστήριξή τους. Σε αντάλλαγμα, κάθε αποδέκτης οφείλει να δηλώσει ότι ασπάζεται μια κοινή ιδεολογική πλατφόρμα, βασισμένη στη μη-βία και στις θεμελιώδεις αρχές της διακήρυξης της ανεξαρτησίας του 1948: «την ελευθερία, τη δικαιοσύνη και την ειρήνη σύμφωνα με το ιδανικό των προφητών του Ισραήλ», «την απόλυτη κοινωνική και πολιτική ισότητα για όλους τους κατοίκους της χώρας, ανεξαρτήτως θρησκείας, φυλής ή φύλου», «την ελευθερία στην άσκηση θρησκευτικών καθηκόντων, την ελευθερία συνείδησης, γλώσσας, εκπαίδευσης και πολιτισμού». Μέχρι σήμερα 130 τοπικές οργανώσεις και 140 οργανώσεις εθνικής εμβέλειας έχουν προσχωρήσει στο κίνημα. Καθεμιά τους διατηρεί τις ιδιαιτερότητές της, αλλά υιοθετεί το κοινό μήνυμα: η αντίθεση στον συνασπισμό εξουσίας του Νετανιάχου είναι πατριωτική πράξη. Έτσι, οι διαδηλωτές καλούνται να κραδαίνουν τη σημαία της χώρας και να ψάλλουν στο τέλος κάθε συγκέντρωσης τη Χατικβά, τον ισραηλινό εθνικό ύμνο.
Στις 21 Ιανουαρίου 110.000 άτομα συγκεντρώθηκαν στο Τελ Αβίβ μπροστά στο Θέατρο Χαμπίμα και στη συνέχεια διαδήλωσαν στην οδό Κάπλαν, κεντρική αρτηρία της πόλης. Αναλογικά με τον πληθυσμό, θα ισοδυναμούσε με μια συγκέντρωση 820.000 διαδηλωτών στο Παρίσι. Εκείνες τις ημέρες πραγματοποιήθηκαν παρόμοιες συγκεντρώσεις σε 150 πόλεις και οικισμούς, από τον Βορρά μέχρι τον Νότο του Ισραήλ, κυρίως στην Ιερουσαλήμ, στη Χάιφα και στην Μπέερ Σέβα. Η νέα οργάνωση Brothers and Sisters in Arms («Συμπολεμιστές και Συμπολεμίστριες») είναι ιδιαίτερα δραστήρια. Συγκεντρώνει χιλιάδες έφεδρους του ισραηλινού στρατού που έχουν κάνει τον εξής όρκο: «Να υπερασπιστούμε την πατρίδα μας, δίνοντας και τη ζωή μας εάν χρειαστεί, και να μην υπηρετήσουμε άλλη μία δικτατορία στη Μέση Ανατολή» (4). Από εβδομάδα σε εβδομάδα το κίνημα ισχυροποιήθηκε, φτάνοντας στις 25 Φεβρουαρίου τις 300.000 διαδηλωτές σε ολόκληρη τη χώρα, μετά την υιοθέτηση από την Κνεσέτ της πρώτης ανάγνωσης του νόμου για την αναμόρφωση του δικαστικού συστήματος.
Ακόμα και ο στρατός, που δεν γλιτώνει από την κριτική των εποίκων λόγω της υποτιθέμενης επιείκειας που δείχνει απέναντι στους Παλαιστίνιους, επηρεάζεται από το κίνημα διαμαρτυρίας ενάντια στην πολιτική του Νετανιάχου. Έτσι, χιλιάδες έφεδροι έχουν αναστείλει την ετήσια εθελοντική στρατιωτική υπηρεσία τους. Η αεροπορία πλήττεται ιδιαίτερα, καθώς σχεδόν το 60% των πιλότων, του ιπτάμενου προσωπικού και των αξιωματικών στις αίθουσες επιχειρήσεων είναι εθελοντές έφεδροι, με περισσότερους από τους μισούς να έχουν ενταχθεί στην κίνηση εναντίον της δικτατορίας. Ορισμένοι πιλότοι από τα σμήνη καταδιωκτικών έχουν σταματήσει την τακτική εκπαίδευσή τους και, εν καιρώ, δεν θα μπορούν πλέον να πετούν. Ορισμένοι έχουν ήδη δηλώσει ότι δεν θα συμμετάσχουν σε έναν ενδεχόμενο βομβαρδισμό εναντίον των πυρηνικών εγκαταστάσεων του Ιράν. Στη Σχολή Ικάρων οι βετεράνοι δεν εγγυώνται πλέον ούτε την κατάρτιση ούτε την εκπαίδευση των μαθητευόμενων πιλότων.
Πρόκειται για μια ανοιχτά εκφρασμένη δυσφορία που διόλου δεν αρέσει στους θρησκευόμενους εθνικιστές. Έτσι, ο υπουργός Επικοινωνιών Σλομό Καρχί εξαπέλυσε επίθεση μέσω του κοινωνικού δικτύου Χ (πρώην Twitter): «Προς όσους αρνούνται να υπηρετήσουν: θα τα καταφέρουμε και χωρίς εσάς! Να πάτε στον διάβολο!». Όσο περνούσαν οι μήνες, κορυφώνονταν οι επιθέσεις ενάντια στους έφεδρους και στην ηγεσία του στρατού. Οι στρατηγοί και οι διοικητές των υπηρεσιών ασφαλείας που δεν υπακούν στις διαταγές της θρησκευτικής Ακροδεξιάς κατηγορούνται ότι είναι επικεφαλής «μιας παραστρατιωτικής οργάνωσης που βρίσκεται υπό τις διαταγές της Αριστεράς». Τον περασμένο Ιούνιο η Ορίτ Στροκ, υπουργός Εποικισμού και Εθνικών Αποστολών, έφτασε να τους συγκρίνει ακόμα και με τις δυνάμεις Wagner, τη ρωσική παραστρατιωτική οργάνωση. Ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου, ο αρχηγός της αστυνομίας και ο διοικητής του Σιν Μπετ (της υπηρεσίας πληροφοριών εσωτερικού) είχαν μόλις δώσει στη δημοσιότητα ένα κοινό ανακοινωθέν που χαρακτήριζε «εθνικιστική τρομοκρατία» τις επιθέσεις που είχαν διαπράξει οι έποικοι εναντίον των Παλαιστινίων.
Αυτές οι κατηγορίες οδήγησαν αρκετούς Ισραηλινούς να διακρίνουν καλύτερα την πραγματικότητα της ισραηλινής κατοχής (5). Σύμφωνα με τον Τόμερ Πέρσικο, ερευνητή στο Shalom Hartman Institute of Jerusalem, «συνειδητοποιούν ότι στη Δυτική Όχθη επικρατεί ένα χάος επενδυμένο με αιματηρές βιαιοπραγίες. Ορισμένοι έποικοι επικρίνουν ακόμη και τους στρατιωτικούς και τους συνοριοφύλακες, παρότι αυτοί είναι που μεριμνούν για την ασφάλειά τους. Στους οικισμούς έχει εδραιωθεί μια πραγματική αγριότητα και αυτή η κατάσταση δημιουργεί κινδύνους για τη χώρα. Θεωρώ ότι γινόμαστε μάρτυρες μιας πραγματικής αλλαγής στους κόλπους των πολιτικών κέντρων του Ισραήλ, τα οποία αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι η κατοχή συνιστά ένα πραγματικό πρόβλημα ύπαρξης».
Σε κάθε περίπτωση, ο ισραηλινός στρατός, που βλέπει την επιχειρησιακή ικανότητά του να περιορίζεται, γνωρίζει τη σημαντικότερη κρίση με την οποία έχει βρεθεί αντιμέτωπος σε καιρό ειρήνης. Στις 25 Μαρτίου ο υπουργός Άμυνας Γιοάβ Γκαλάντ αποφάσισε να παρέμβει. Χωρίς να ενημερώσει τον πρωθυπουργό, απηύθυνε έκκληση για τον τερματισμό της μεταρρύθμισης του δικαστικού συστήματος: «Το ρήγμα διευρύνεται στους κόλπους της κοινωνίας μας και εισχωρεί στον στρατό και στις υπηρεσίες ασφαλείας. Αποτελεί μια πραγματική, χειροπιαστή και άμεση απειλή για την ασφάλεια του κράτους. Εγώ δεν θα συνδέσω το όνομά μου με αυτήν!». Το επόμενο βράδυ, μόλις επέστρεψε από το επίσημο ταξίδι του στο Λονδίνο, ο Νετανιάχου τον έπαυσε.
Αμέσως, σχεδόν παντού στο Ισραήλ, τεράστια πλήθη κατέβηκαν αυθόρμητα στον δρόμο. Στο Τελ Αβίβ 100.000 διαδηλωτές μπλόκαραν την περιφερειακή λεωφόρο. Στην Ιερουσαλήμ χιλιάδες οργισμένοι διαδηλωτές έσπασαν τα μπλόκα της αστυνομίας και έφτασαν μέχρι την είσοδο του κτηρίου όπου κατοικεί η οικογένεια Νετανιάχου, στην οδό Αζά. Το κίνημα έλαβε σχεδόν μορφή εξέγερσης. Η εθνική συνομοσπονδία των συνδικαλιστικών οργανώσεων ΧαΧιστραντούτ κήρυξε γενική απεργία. Το διεθνές αεροδρόμιο Μπεν Γκουριόν έκλεισε. Ο πρωθυπουργός δεν είχε άλλη επιλογή. Στην τηλεοπτική παρέμβασή του, αφού πρώτα απείλησε τους διαδηλωτές, ανακοίνωσε την αναστολή της διαδικασίας της μεταρρύθμισης. Δέχτηκε να διαπραγματευθεί με τις δυνάμεις της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης για να επιχειρηθεί η επίτευξη μιας συμφωνίας, πρόσθεσε όμως ότι «η μεταρρύθμιση θα πραγματοποιηθεί με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο». Όσο για τον Γκαλάντ, εξακολουθεί να ασκεί τα καθήκοντά του.
Στην πράξη, ο Νετανιάχου δεν εγκατέλειψε τα σχέδιά του και συνέχισε την πολιτική του. Στις 23 Ιουλίου, αγνοώντας μισό εκατομμύριο Ισραηλινούς που διαδήλωναν σε ολόκληρη τη χώρα και είχαν μπλοκάρει τα περίχωρα της Κνεσέτ, ωθεί το Κοινοβούλιο να ψηφίσει έναν αποκαλούμενο «συνταγματικό» νόμο (6), ο οποίος περιορίζει τις αρμοδιότητες του Ανώτατου Δικαστηρίου, αφαιρώντας του το δικαίωμα να κρίνει σύμφωνα με την αρχή του «εύλογου χαρακτήρα». Το σύνολο των δυνάμεων της αντιπολίτευσης στο Κοινοβούλιο απείχε από την ψηφοφορία. Το υψηλότερο δικαιοδοτικό όργανο της χώρας άραγε θα επικύρωνε ή θα απέρριπτε αυτό το νομοθετικό κείμενο;
Στις 12 Σεπτεμβρίου, κατά τη διάρκεια μιας ιστορικής συνεδρίασης, τα δεκαπέντε μέλη του δικαστηρίου προχώρησαν στην ακρόαση των δύο πλευρών. Ο Ιλάν Μπόμπαχ, εκπρόσωπος της κυβέρνησης, αμφισβήτησε την εγκυρότητα του ιδρυτικού κειμένου του ισραηλινού κράτους, που διακηρύχθηκε στις 14 Μαΐου 1948 από τον Νταβίντ Μπεν Γκουριόν: «Επειδή τριάντα επτά άτομα -μη εκλεγμένα- κάποτε υπέγραψαν εσπευσμένα τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας, γραμμένη με βιασύνη, αυτό δεσμεύει άραγε όλους όσοι ακολούθησαν στη συνέχεια;». Ο υπαινιγμός του παραπέμπει στην αρχή που καθοδηγεί τον σημερινό κυβερνητικό συνασπισμό: «Δίνοντάς μας την πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο, ο λαός μάς έδωσε τη νομιμοποίηση να κυβερνάμε μόνοι, χωρίς τις παρεμβάσεις των δικαστών, που δεν είναι εκλεγμένοι». Το μήνυμα είναι ξεκάθαρο. Για τη Δεξιά και τους μεσσιανικούς συμμάχους της το μοναδικό ιδρυτικό κείμενο είναι ο νόμος που θεσπίζει το Ισραήλ ως το έθνος-κράτος του εβραϊκού λαού.
Το Δικαστήριο θα αποφασίσει μετά από μερικούς μήνες. Τότε θα ξέρουμε αν το Ισραήλ θα βυθιστεί σε συνταγματική κρίση. Εν τω μεταξύ, ο Νετανιάχου επιμένει στην επιθυμία του για αλλαγή καθεστώτος. Ανέθεσε στον Σλόμο Κάρχι, τον υπουργό Επικοινωνιών του, βουλευτή του Λικούντ και θρησκευόμενο σιωνιστή, το καθήκον της φίμωσης των μέσων ενημέρωσης. Το νομοσχέδιό του, βασισμένο στο μοντέλο που έχει εφαρμόσει ο Βίκτορ Όρμπαν στην Ουγγαρία, θέτει τους τηλεοπτικούς σταθμούς και το σύνολο σχεδόν του γραπτού Τύπου υπό την επιτήρηση μιας επιτροπής ελεγχόμενης σε μεγάλο βαθμό από την εκτελεστική εξουσία. Η κυβέρνηση έχει επίσης την πρόθεση να καταφύγει στην τεχνολογία αναγνώρισης προσώπων, με υλικό από τις κάμερες που έχουν εγκατασταθεί στους δημόσιους χώρους, συμπεριλαμβανομένων και των σημείων όπου πραγματοποιούνται οι διαδηλώσεις. Οι επόμενες βουλευτικές εκλογές θα διεξαχθούν στις 27 Οκτωβρίου 2026 – αν, βέβαια, τα γεγονότα δεν υποχρεώσουν τον κυβερνητικό συνασπισμό να καταφύγει σε πρόωρες εκλογές...
Ο Charles Enderlin είναι δημοσιογράφος στην Ιερουσαλήμ. Συγγραφέας του «Israel. L’agonie d’une democratie», Seuil, Παρίσι, 2023.
1) Βλ. «Israel devient une “ethnocratie”», Le Monde diplomatique, Σεπτέμβριος 2018.
2) Βλ. «Ισραήλ: Ολίσθηση προς την Ακροδεξιά», Le Monde diplomatique - ελληνική έκδοση, Φεβρουάριος 2023, www.monde-diplomatique.gr. «En Israel, l’essor de l’ultranationalisme religieux», Le Monde diplomatique, Σεπτέμβριος 2022.
3) 1 σέκελ=0,25 ευρώ.
4) «Why are we protesting?», Brothers and Sisters in Arms, www.brothersandsistersinarms.org
5) Βλ. Dominique Vidal, «Cisjordanie, de la colonisation a l’annexion», Le Monde diplomatique, Φεβρουάριος 2017.
6) (ΣτΜ) Το Ισραήλ είναι μία από τις ελάχιστες χώρες που δεν διαθέτουν σύνταγμα. Κατά τη συγκρότησή του ως κράτος αυτή η «παράλειψη» επέτρεψε να παρακαμφθεί το ζήτημα του χαρακτήρα του και να αφεθεί για το μέλλον το κατά πόσον ο θρησκευτικός προσδιορισμός θα είναι καθοριστικός για την ταυτότητά του.
Το Παλαιστινιακό ζήτημα στις διαδηλώσεις
Τι λένε οι διαδηλωτές για τη σύγκρουση με τους Παλαιστίνιους τη στιγμή που στον κυβερνητικό συνασπισμό πολλαπλασιάζονται οι εκκλήσεις για προσάρτηση της Δυτικής Όχθης; Η οργανωτική επιτροπή της κυριότερης συγκέντρωσης, που πραγματοποιούνταν το απόγευμα κάθε Σαββάτου στην οδό Κάπλαν του Τελ Αβίβ, φρόντιζε να παραμερίζει το ζήτημα. Ο Ρόι Νιούμαν, ένας από τους υπεύθυνους, εξηγεί: «Από την αρχή αποφασίσαμε να μην εισάγουμε προς συζήτηση το συγκεκριμένο ζήτημα. Όταν οι δεξιοί ομιλητές θέλουν να μιλήσουν γι’ αυτό, αρνούμαστε. Θέλουμε να δημιουργήσουμε κάτι νέο: τον αγώνα για τη δημοκρατία ενάντια στη δικτατορία, όταν όμως συμβαίνει ένα σοβαρό γεγονός, μιλάμε γι’ αυτό». Ουσιαστικά, το ζητούμενο είναι η προσέλκυση στοιχείων της μετριοπαθούς Δεξιάς που δυσφορούν απέναντι στην κυβερνητική πολιτική. Για τον Άβνερ Γκβαριάχου, συμπρόεδρο της Breaking the Silence («Να σπάσουμε τη σιωπή»), μιας οργάνωσης βετεράνων του ισραηλινού στρατού που αγωνίζεται ενάντια στην κατοχή των παλαιστινιακών εδαφών, αυτή η επιλογή είναι λανθασμένη: «Το κλείσιμο της πόρτας στην Αριστερά και το άνοιγμά της στη Δεξιά δεν είναι μια ιδιαίτερα έξυπνη στρατηγική. Σημαίνει πως δεν κατανοείς ότι το στρατόπεδο των οπαδών της προσάρτησης των παλαιστινιακών εδαφών δεν χρειάζεται πλέον τους κεντρώους. Επιπλέον, η μετριοπαθής Δεξιά εξακολουθεί να επιθυμεί τη διατήρηση του ελέγχου στους Παλαιστίνιους».
Παρ’ όλα αυτά, κάθε Σάββατο απόγευμα αρκετές χιλιάδες ακτιβιστές, προερχόμενοι από τριάντα περίπου οργανώσεις της Αριστεράς που αντιτίθενται στην κατοχή των παλαιστινιακών εδαφών, συγκεντρώνονταν σε μια διασταύρωση της οδού Κάπλαν. Ορισμένοι κρατούσαν την παλαιστινιακή σημαία. Αν και δεν είχαν καμία επαφή με τους οργανωτές της κύριας συγκέντρωσης, διαπίστωσαν με την πάροδο του χρόνου μια αλλαγή της στάσης σημαντικού τμήματος του κοινού απέναντί τους. Ο Γκάι Χίρσφελντ, πρόεδρος της μικρής οργάνωσης Looking the Occupation in the Eye («Κοιτάζοντας κατάματα την κατοχή»), διηγείται: «Συχνά υπάρχει μια πραγματική συμπάθεια απέναντί μας. Ο κόσμος έρχεται να αγοράσει τα μπλουζάκια με τα συνθήματά μας κι ύστερα διαδηλώνει φορώντας τα. Έχουμε ήδη πουλήσει 12.000!».
Στην Ιερουσαλήμ τα πράγματα γίνονται με διαφορετικό τρόπο. Από τη δημιουργία της τον Ιανουάριο η οργανωτική επιτροπή της σαββατιάτικης διαδήλωσης μπροστά από την κατοικία του αρχηγού του κράτους αποφάσισε να απευθυνθεί σε μια ευρύτερη γκάμα κοινού. Με το σύνθημα «Να προστατέψουμε το κοινό μας σπίτι» η οργάνωση Μπάιτ Μεσουτάφ («Σπίτι που το μοιραζόμαστε») συσπείρωσε πάνω από δέκα οργανώσεις της Αριστεράς που δραστηριοποιούνται στην Ιερουσαλήμ, ανάμεσά τους και η Free Jerusalem, που αγωνίζεται εναντίον της κατοχής των παλαιστινιακών εδαφών. Ο Γκάι Σβαρτζ, ένα από τα ηγετικά στελέχη της, περιγράφει αυτήν την πλουραλιστική προσέγγιση: «Καλούμε ομιλητές που προέρχονται από διαφορετικούς ορίζοντες. Μπορεί να πρόκειται για έναν έποικο που διαφωνεί με τη μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος, τον διευθυντή του μεγάλου θρησκευτικού Λυκείου της Ιερουσαλήμ, προσωπικότητες από τον χώρο των Αράβων Ισραηλινών ή Παλαιστίνιους ακτιβιστές». Σε αυτές τις συγκεντρώσεις συμμετέχει τακτικά και ένας διόλου αμελητέος αριθμός θρησκευόμενων Εβραίων.
Επιμέλεια:
Βασίλης Παπακριβόπουλος