Σε μια πόλη της Ανατολικής Γαλλίας τα καπρίτσια της κτηματαγοράς έφεραν μια αλυσίδα βιολογικών προϊόντων ακριβώς δίπλα σε ένα εκπτωτικό σούπερ μάρκετ. Είναι δύο εντελώς διαφορετικοί κόσμοι: Ο ένας έχει ποιότητα και οικολογική συνείδηση, ο άλλος προσφέρει φθηνή βιομηχανοποιημένη τροφή. Όμως από το ρεπορτάζ προκύπτει πως, τελικά, πρόκειται για δύο επιχειρήσεις προσανατολισμένες στην κερδοφορία, που απλώς απευθύνονται σε διαφορετική πελατεία.
Ο βόρειος άνεμος κάνει τις φιλύρες να ανασαλεύουν στη λεωφόρο Costa-de-Βauregard, που οδηγεί προς το κέντρο της πόλης του Σαμπερί. (1) Ο συγκεκριμένος οδικός άξονας χωρίζει την πεδιάδα του Μπισί, που έχει μετατραπεί σε ζώνη εμπορικών δραστηριοτήτων, από τους γειτονικούς λόφους, όπου έχει επεκταθεί ο οικιστικός ιστός. Η βιομηχανία, που παλαιότερα κυριαρχούσε εδώ, εκδιώχθηκε μακρύτερα -όταν δεν μεταφέρθηκε στο εξωτερικό- και τώρα στις εγκαταστάσεις της στεγάζονται εμπορικά καταστήματα. Όπως συμβαίνει με μια παλιά ζυθοποιία, που πλέον φιλοξενεί δίπλα-δίπλα ένα κατάστημα της αλυσίδας βιολογικών προϊόντων Biocoop και ένα εκπτωτικό σούπερ μάρκετ Aldi.
Οι χώροι πάρκινγκ των δύο επιχειρήσεων είναι και αυτοί συνεχόμενοι. Πέντε ποδήλατα είναι δεμένα στις ειδικές μεταλλικές θέσεις μπροστά από την επενδυμένη με ξύλο πρόσοψη του καταστήματος βιολογικών προϊόντων. Στην είσοδό του μια πινακίδα υπενθυμίζει τη δέσμευση της αλυσίδας να «ανακυκλώνει το 100% των αποβλήτων που δημιουργούνται από τη δραστηριότητα του καταστήματος». Μια μικρή αφίσα διαφημίζει την άφιξη φρέσκιας γύρης, τοπικής παραγωγής. Μόλις διαβείς την είσοδο, βρίσκεσαι σε έναν χώρο 400 τ.μ. με ξύλινα ράφια, φορτωμένα με προϊόντα τα οποία αναδεικνύονται από προβολείς που εκπέμπουν δέσμες φωτός σε ζεστά χρώματα, όπως στις γκαλερί τέχνης. Ένα λεπτό άρωμα εσπεριδοειδών, μπαχαρικών και καφέ συνοδεύει την αργή περιπλάνηση των πελατών ανάμεσα στα ράφια, οι οποίοι είναι πεπεισμένοι ότι κάνουν μια χειρονομία οικολογικής στράτευσης ή πως φροντίζουν την υγεία τους αγοράζοντας 1 κιλό ζάχαρη προς 3,89 ευρώ ή βιολογικά φρούτα και λαχανικά κατά μέσο όρο 44% ακριβότερα από τα συμβατικά στη Γαλλία. (2)
Φορώντας ένα φλούο κίτρινο κράνος ποδηλάτου που δεν έβγαλε μπαίνοντας στο κατάστημα, η Ελοντί Φ., δασκάλα ντυμένη με τζιν και μπότες Pataugas, βάζει στο καρότσι της χαρτοσακούλες με χύμα δημητριακά. «Κάνω το 90% από τα ψώνια μου σε καταστήματα βιολογικών προϊόντων» μας λέει. «Το κάνω για τον πλανήτη, για την οικολογία, αλλά και επειδή είμαι χορτοφάγος και δεν καταναλώνω γλουτένη. Εδώ είμαι σίγουρη ότι τα προϊόντα είναι βιολογικά, όχι όπως στις μεγάλες εμπορικές αλυσίδες». Δεν πατάει ποτέ το πόδι της στο διπλανό κατάστημα, που «κατεβάζει τις τιμές ασκώντας τρομερές πιέσεις στους παραγωγούς», όσο κι αν εκεί βρίσκουμε όλο και πιο συχνά προϊόντα με πιστοποίηση βιολογικής καλλιέργειας.
Υπάλληλος στην Opinel, στην εταιρεία που κατασκευάζει τους πασίγνωστους στη Γαλλία σουγιάδες, η Οντρέ Ζ. δέχεται καλοπροαίρετα να απαντήσει στις ερωτήσεις μας και επαυξάνει: «Ψωνίζω όλα μου τα τρόφιμα σε βιολογικά καταστήματα για την υγεία μου, για να στηρίξω τους αγρότες, αλλά και όλους όσοι μάχονται ενάντια στα φυτοφάρμακα και στη χαμηλής ποιότητας βιομηχανική τροφή». Προσηλυτίστηκε στα βιολογικά προϊόντα πριν οκτώ χρόνια μετά από ορισμένα προβλήματα υγείας: «Όταν ήταν μικρός, ο γιος μου δυσκολευόταν να κατανοήσει την απόφασή μου. Όμως μεγαλώνοντας, ενδιαφέρθηκε γι’ αυτά. Τώρα, στα 17 του, συμμερίζεται τη λογική μου. Νοιάζεται για τον τρόπο που παράγονται όσα τρώει. Με τον πατέρα μου, αντίθετα, η διαφωνία είναι απόλυτη. Εδώ και πολύ καιρό αγοράζει τα τρόφιμά του από αλυσίδες εκπτωτικών σούπερ μάρκετ. Η διαμονή και τα γεύματα στο σπίτι του γίνονται αιτία σύγκρουσης. Δεν καταλαβαινόμαστε. Όταν τον επισκέπτομαι, καταλήγω να κάνω εγώ τα ψώνια».
Οπως και αυτές οι δύο νεαρές γυναίκες, το μεγαλύτερο μέρος της πελατείας του συγκεκριμένου καταστήματος της Biocoop αποτελούν συμπαθέστατοι τριαντάρηδες και σαραντάρηδες, στους οποίους προστίθενται και μερικοί οπαδοί των βιολογικών προϊόντων από τον πρώτο καιρό της εμφάνισής τους, που έχουν πια ξεπεράσει τα εξήντα. Οι σιλουέτες της πελατείας δείχνουν κομψές τόσο λόγω της προσεγμένης διατροφής όσο και ενός τρόπου ζωής ο οποίος αφιερώνει χρόνο στην άσκηση και στον αθλητισμό, χωρίς να παραβλέπουμε και το ενδεχόμενο να έχουν καταφύγει στις κούρες με χυμό σημύδας από την κοιλάδα Μποφορτέν - προς πώληση κοντά στα ταμεία.
Περνώντας μπροστά από την όλο γυαλί και ατσάλι πρόσοψη του σούπερ μάρκετ Aldi, που είναι διακοσμημένη με φωτογραφίες από πίτσες και μπριζόλες με πράσινο πιπέρι, συναντάμε μια ποικιλομορφία που συμβαδίζει περισσότερο με την πραγματικότητα της γαλλικής κοινωνίας. Δύο νεαροί με αθλητικές φόρμες κατευθύνονται προς το ταμείο κρατώντας ένα πακέτο μπισκότα και ένα μπουκάλι αναψυκτικό. Μια μητέρα, συνοδευόμενη από τον γιο της, του οποίου τα ποδοσφαιρικά παπούτσια με καρφιά κάνουν θόρυβο στις πλάκες του πατώματος, προσθέτει στο καρότσι της ένα πακέτο λευκή ζάχαρη του 1 κιλού με κόστος μόλις 79 λεπτά. Εδώ η δουλειά και η κακή διατροφή αφήνουν τα σημάδια τους πάνω στα σώματα. Ένας ηλιοκαμένος εργάτης με φλούο πορτοκαλί γιλέκο και ένας ελαιοχρωματιστής ψάχνουν σιωπηλά στα μεγάλα συρμάτινα καλάθια, όπου είναι στοιβαγμένα ανάκατα ορειβατικά μπαστούνια, λίπασμα για το γκαζόν, μια αντλία κήπου και τσιμπίδες για το μπάρμπεκιου. Οι αρκετές αρνήσεις να απαντήσουν στις ερωτήσεις μας μαρτυρούν τη δυσπιστία τους απέναντι στα μέσα ενημέρωσης.
Οι πλατιές, δυνατές παλάμες του Μίρι Χ., δυσανάλογα μεγάλες σε σχέση με το κοντό, γεροδεμένο σώμα του, είναι ακόμα γεμάτες μπογιές και σοβάδες. Πατέρας τριών παιδιών με καταγωγή από το Κόσοβο, εγκατέλειψε τα Βαλκάνια το 2007 για να δουλέψει στη Γερμανία κι έπειτα στη Γαλλία. «Μαζί με τη γυναίκα μου ψωνίζουμε σχεδόν τα πάντα από εδώ. Είναι το φθηνότερο σούπερ μάρκετ της περιοχής» μας εξομολογείται. Όπως και το 10% των Γάλλων, δεν αγοράζει ποτέ βιολογικά προϊόντα: «Είναι ακριβά και καλλιεργούνται στα ίδια μέρη με τα υπόλοιπα, οπότε δεν τους έχω εμπιστοσύνη. Όταν ήμουν πιτσιρικάς, τρεφόμουν με βιολογικά προϊόντα χωρίς να το ξέρω. Είχαμε αναλάβει τον κήπο με τον αδελφό μου. Ανακατεύαμε με το φτυάρι την κοπριά με το χώμα. Θυμάμαι τις φουσκάλες που γέμιζαν τα χέρια μας».
«Αγόρασα τρία λαχανικά κι ένα μαρούλι, μου κόστισαν 15 ευρώ». Ο Ολιβιέ Ζ. έχει κακές αναμνήσεις από τη μία και μοναδική εμπειρία του με βιολογικά προϊόντα που αγόρασε από ένα εξειδικευμένο μεγάλο κατάστημα του κλάδου. Εργάζεται σε ένα ανεξάρτητο πρακτορείο Τύπου και έχει ζήσει τα τελευταία είκοσι χρόνια όλες τις διαδοχικές κρίσεις που έχει γνωρίσει ο κλάδος της διακίνησης εντύπων. Έχει επιβιώσει από αρκετά κύματα μαζικών απολύσεων, βγάζει 1.600 ευρώ καθαρά (3) και προσέχει διαρκώς μην βγει εκτός προϋπολογισμού: «Έχω δύο κόρες και η μία είναι φοιτήτρια. Κάνουμε οικονομίες στα ρούχα και στα τρόφιμα για να μπορούμε να κάνουμε κανένα ταξιδάκι. Έρχομαι εδώ μία φορά τον μήνα για να αγοράσω τα βασικά συστατικά για το μαγείρεμα. Το κυριότερο κίνητρό μου είναι να μην χάνω χρόνο. Εδώ δεν χρειάζεται να συγκρίνω τιμές ανάμεσα σε δεκαπέντε μάρκες βουτύρου και είκοσι συσκευασίες αλευριού».
Στα 1.000 τ.μ. του καταστήματος κυριαρχούν οι μυρωδιές των απορρυπαντικών και των καθαριστικών προϊόντων. Ήδη από την είσοδο μερικά προϊόντα γνωστών εταιρειών σε «σκοτωμένες» τιμές προσκαλούν τον πελάτη να ενδώσει στον πειρασμό της ευκαιρίας και να συνεχίσει την αναζήτηση προσφορών στα ράφια του καταστήματος. Το γουργουρητό των ψυγείων και τα μπιπ-μπιπ των ταμειακών μηχανών αντηχούν στον χώρο, που θυμίζει αποθήκη και φωτίζεται με ένα έντονο, σκληρό φως. Κανένας δεν λέει την παραμικρή κουβέντα. Όλοι είναι συγκεντρωμένοι στη λίστα με τα ψώνια τους. Τα προϊόντα είναι τοποθετημένα σε χαρτόκουτα πάνω στα μεταλλικά ράφια, χωρίς την παραμικρή προσπάθεια σκηνοθεσίας. Οι προσφορές χτυπάνε στο μάτι, με έντονα μαύρα στοιχεία πάνω σε ετικέτες με ζωηρό πορτοκαλί χρώμα.
Οι χαμηλές τιμές, που επιτυγχάνονται χάρη στις οικονομίες κλίμακας λόγω των γιγάντιων παραγγελιών, και ο περιορισμός του προσωπικού αποτελούν τα χαρακτηριστικά του μοντέλου που δημιούργησαν ο Καρλ και ο Τέο Άλμπρεχτ, οι ιδρυτές της Aldi (σύντμηση του Albrecht Discount). Σήμερα οι κληρονόμοι τους κατέχουν τη μεγαλύτερη περιουσία στη Γερμανία. Το 2020 ο κύκλος εργασιών αυτού του γίγαντα του εμπορίου τροφίμων με ειδίκευση στα εκπτωτικά προϊόντα ανήλθε στα 106 δισ. ευρώ. Με 210.000 εργαζομένους σε ολόκληρο τον κόσμο ο όμιλος κατέχει την τέταρτη θέση στο παγκόσμιο λιανικό εμπόριο, πίσω από τη Walmart, την Amazon και την Schwarz (Lidl). (4) Ο «ωρολογοποιός της μπακαλικής», σύμφωνα με τη διατύπωση του Ζαν Μαρί Μαλμπράνκ, αντιπροέδρου και γενικού διευθυντή της Aldi Γαλλίας, τελειοποίησε μια οργάνωση της εργασίας που στηρίζεται στην εξάλειψη του νεκρού εργασιακού χρόνου, στην αναγκαστική πολυλειτουργικότητα των υπαλλήλων και στη μείωση του προσωπικού στο ήμισυ συγκριτικά με τις παραδοσιακές μεγάλες επιχειρήσεις του λιανικού εμπορίου. (5) Ο φόρτος της εντατικοποιημένης εργασίας αμείβεται με έναν μισθό κατά μερικά ευρώ υψηλότερο από τον ελάχιστο που προβλέπει η συλλογική σύμβαση του κλάδου στη Γαλλία (1.697,61 ευρώ μεικτά το 2020 για 36,75 ώρες εργασίας εβδομαδιαίως). «Δεν πληρώνουν πραγματικά καλύτερα συγκριτικά με τις άλλες μεγάλες επιχειρήσεις του λιανικού εμπορίου, κάνουν όμως τη διαφορά με μικρές ανταμοιβές, όπως η διανομή ενός ποσοστού των κερδών της επιχείρησης» εξηγεί ο Σεντρίκ Αφνέ, συνδικαλιστικός εκπρόσωπος της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργασίας (CGT) στα Aldi. «Αυτό καθιστά μέχρι στιγμής αποδεκτές τις πιέσεις της διοίκησης και τον φόρτο εργασίας, που εξαντλούν το σώμα και το πνεύμα των εργαζομένων». Η γερμανική επιχείρηση απορρόφησε τα 574 καταστήματα της γαλλικής ομόλογής της Leader Price το 2020, γεγονός που επιτρέπει στον Φιλίπ Ντεμελμέστερ, διαχειριστή της γαλλικής θυγατρικής της Aldi, να ονειρεύεται ότι «κάθε Γάλλος θα έχει ένα Aldi σε απόσταση δεκαπέντε λεπτών από το σπίτι του». (6)
Την ίδια φιλοδοξία συμμερίζεται και ο Σιλβέν Φερί, που τον Νοέμβριο του 2020 ορίστηκε γενικός διευθυντής της Biocoop. «Επιθυμούμε, σε βάθος χρόνου, να υπάρχει ένα κατάστημά μας σε απόσταση δεκαπέντε λεπτών από το σπίτι κάθε Γάλλου» δήλωνε κατά την ανάληψη των καθηκόντων του το διευθυντικό στέλεχος, που είχε προηγουμένως εργαστεί επί είκοσι χρόνια στον όμιλο Carrefour. (7) Αν και η υψηλή τιμή αποτελεί εμπόδιο, το 73% του πληθυσμού της Γαλλίας δηλώνει ότι καταναλώνει βιολογικά προϊόντα τουλάχιστον μία φορά τον μήνα.
* Ο Olivier Moret είναι δημοσιογράφος
1. (Σ.τ.Μ.) Πρωτεύουσα του νομού της Σαβοΐας στη Νοτιοδυτική Γαλλία (56.000 κάτοικοι).
2. «Enquete - Fruits et legumes conventionnels et bio: le lieu d’achat et l’origine ont peu d’influence sur le prix» (Έρευνα - Φρούτα και λαχανικά συμβατικά και βιολογικά: ο τόπος αγοράς και η προέλευση έχουν μικρή επίπτωση στην τιμή), Consommation logement cadre de vie (CLCV), 14 Δεκεμβρίου 2020, www.clcv.org.
3. (Σ.τ.Μ.) Στη Γαλλία ο βασικός μισθός είναι 1.250 ευρώ καθαρά.
4. «Top 50 globalretailers 2021», National Retail Federation, 24 Μαρτίου 2021, https://nrf.com.
5. Cyrine Gardes, «Le cout des prix bas. Travailler dans le hard discount alimentaire», La Nouvelle Revue du travail, τ. 12, Παρίσι, άνοιξη 2018.
6. Julie Delvallee, «Aldi: “On veut doubler notre parc actuel avant dix ans”», Libre Service Actualite, Παρίσι, 1 Δεκεμβρίου 2020.
7. Camille Harel, «Biocoop en forte croissance mise sur la relocalisation», Libre Service Actualite, 16 Μαρτίου 2021.
Πίσω από τον καθρέφτη
O ενθουσιασμός για τα βιολογικά προϊόντα τροφοδοτεί μια ισχυρή οικονομική μεγέθυνση: κατά 16,6% το 2020 για το δίκτυο Biocoop, που κατέγραψε έναν κύκλο εργασιών της τάξης των 1,62 δισ. ευρώ (1) και άνοιξε το επτακοσιοστό κατάστημά του τον Απρίλιο του 2021. Το 60% των καταστημάτων του δικτύου είναι εταιρείες περιορισμένης ευθύνης με παραχώρηση δικαιόχρησης (franchise), όπως συμβαίνει και με τις παραδοσιακές μεγάλες αλυσίδες του λιανικού εμπορίου. Οι αρχικοί συνεταιρισμοί, στους οποίους βασίστηκε η ίδρυση της Biocoop και είχαν σχεδιαστεί για να φέρνουν σε επαφή τους παραγωγούς με τους καταναλωτές, έγιναν μειοψηφικοί και η εθνική συνεταιριστική ένωση που είχε δημιουργηθεί το 1986 παραχώρησε τη θέση της το 2002 σε μια ανώνυμη συνεταιριστική επιχείρηση.
Η κουλτούρα και οι μέθοδοι του μάνατζμεντ των μεγάλων επιχειρήσεων του λιανικού εμπορίου δύσκολα συμβιβάζονται με το συνεταιριστικό μοντέλο, που βασίζεται «στη δικαιοσύνη, στην υπευθυνότητα και στην αλληλεγγύη», αρχές τις οποίες υμνούν τα βιντεο-μανιφέστα που παίζονται αδιάκοπα μέσα στα καταστήματα της αλυσίδας. Στην περιφέρεια του Παρισιού, στο Στρασβούργο και στο Πουατιέ οι εργαζόμενοι απέργησαν το 2020 για να καταγγείλουν τη βιντεοεπιτήρηση του προσωπικού και την εργασία τις Κυριακές και τις αργίες, ζητώντας παράλληλα αύξηση μισθών μετά τις προσπάθειες που κατέβαλαν οι εργαζόμενοι κατά τη διάρκεια της καραντίνας την άνοιξη του 2020. Η διεύθυνση του δικτύου Biocoop επικαλέστηκε τις οικονομικές δυσκολίες εκείνης της περιόδου και υπενθύμισε «την ισχυρή σύστασή της να προσφέρεται κατώτατος μισθός κατά 10% υψηλότερος από τον εθνικό βασικό μισθό». Μετά από πέντε χρόνια εργασία στην Biocoop, με τα δύο από αυτά να έχουν αφιερωθεί σε εξαντλητικές μισθολογικές διαπραγματεύσεις με την επιχείρηση, μια υπάλληλος από τη Δυτική Γαλλία κατέληξε να παραιτηθεί: «Όντως προσλαμβάνουν με μισθό κατά 10% υψηλότερο από τον εθνικό βασικό μισθό, αυτός όμως δεν είναι στο επίπεδο που αντιστοιχεί στη θέση και στα καθήκοντά σου, ενώ προσφέρονται μηδενικές έως λιγοστές προοπτικές ατομικής εξέλιξης στη συνέχεια» μας εξηγεί υπό τον όρο να διατηρηθεί η ανωνυμία της. Μετά από δύο απεργίες και τη δημιουργία σωματείου, οι εργαζόμενοι πέτυχαν μισθολογική αναβάθμιση, ευθυγραμμισμένη με τα βασικά κλιμάκια που προβλέπει η συλλογική σύμβαση του κλάδου. «Κι όμως, είχα μπει στην επιχείρηση επειδή πίστευα σε αυτήν, γοητευμένη ταυτόχρονα από την προοπτική να στηρίξω τον κλάδο των βιολογικών προϊόντων, αλλά και από τη μισθολογική πολιτική που προωθείται από τον Κοινωνικό Καταστατικό Χάρτη της Biocoop, τοιχοκολλημένο μέσα σε όλα τα καταστήματα» προσθέτει η συνομιλήτριά μας. «Αποδείχθηκε ότι η πραγματικότητα απείχε πολύ από τη ρητορική. Ο διευθυντής του καταστήματος δεν ενδιαφέρθηκε καν να μάθει τα μικρά ονόματά μας. Μας μιλούσαν μονίμως για κερδοφορία, κατηγορώντας μας παράλληλα ότι “φλυαρούμε υπερβολικά με τους πελάτες”». Παρά τα επανειλημμένα αιτήματά μας, ούτε οι υπεύθυνοι των καταστημάτων Aldi ούτε και εκείνοι των Biocoop δέχτηκαν να απαντήσουν στις ερωτήσεις μας. Ακόμη ένα κοινό χαρακτηριστικό τους, μεταξύ αρκετών άλλων.
1. Camille Harel, «Excellent millesime 2020 pour les leaders du bio», Libre Service Actualite, 24 Μαρτίου 2021.
Επιμέλεια: Βασίλης Παπακριβόπουλος