Επιμέλεια: Χάρης Λογοθέτης
Γιατί τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης, τα οποία εύχονταν να ηττηθεί ο Ντόναλντ Τραμπ, υπονόμευσαν τον Μπέρνι Σάντερς, έναν Δημοκρατικό υποψήφιο που θα μπορούσε να έχει νικήσει;
Του Thomas Frank*
Ποτέ ο αμερικανικός Τύπος δεν πήρε τόσο ανοιχτά θέση σε προεδρικές εκλογές. Μήνα με τον μήνα, καταπιάστηκε συστηματικά με την απαξίωση κάθε υποψηφίου που δεν του άρεσε, με πρώτον τον «σοσιαλιστή» γερουσιαστή του Βερμόντ Μπέρνι Σάντερς, αντίπαλο της Χίλαρι Κλίντον στις προκριματικές εκλογές των Δημοκρατικών. Όμως, οι επιδόσεις του Σάντερς στις Πολιτείες-κλειδιά, στις οποίες η Κλίντον ηττήθηκε κατά τις προεδρικές εκλογές, επιτρέπουν να κάνουμε τη σκέψη ότι ο γερουσιαστής του Βερμόντ θα είχε φέρει καλύτερο αποτέλεσμα εναντίον του Ντόναλντ Τραμπ.
Με κείμενα γνώμης, άρθρα της συντακτικής ομάδας και αναρτήσεις στον ιστότοπο της εφημερίδας, η «Washington Post» υπήρξε σημείο αναφοράς και ενορχηστρωτής της εκστρατείας δυσφήμησης του προοδευτικού υποψηφίου - ο οποίος πρότεινε καθολική και δημόσια περίθαλψη, σημαντική αύξηση του κατώτατου μισθού, δωρεάν Τριτοβάθμια Εκπαίδευση κ.τ.λ. Με τις διαρκείς εκκλήσεις της για ευγένεια και τη σχεδόν γενετική προδιάθεσή της υπέρ των συναινέσεων, η «Washington Ρost» είναι κάτι περισσότερο από «εφημερίδα αναφοράς»: χρησιμεύει ως «κλαδικό έντυπο» για την ελίτ της αξιοκρατίας, η οποία έχει μεταμορφώσει την ομοσπονδιακή πρωτεύουσα σε ιδιωτικοποιημένη αρένα για τις πρακτικές της.
Οι σχολιαστές και οι αρθρογράφοι της «Washington Post» είναι «επαγγελματίες» με την πλήρη έννοια του όρου. Με εκλεκτή εκπαίδευση, πάντα με καλές διασυνδέσεις, επιδεικνύοντας συχνά τις διαπιστεύσεις τους, κερδίζουν με άνεση τα προς το ζην. Όταν συναντούν υψηλόβαθμους κρατικούς αξιωματούχους, καθηγητές πανεπιστημίου, ιατρούς, χρηματιστές της Γουόλ Στριτ ή επιχειρηματίες της Σίλικον Βάλεϊ -όλοι τους εξίσου καλά αμειβόμενοι- τους αντιμετωπίζουν ως ομοίους τους. Ή ως παλαιούς συμφοιτητές: πέντε από τα οκτώ μέλη της σημερινής διευθυντικής ομάδας της «Washington Post» έχουν περάσει από κάποιο πανεπιστήμιο της αριστοκρατικής Ivy League.1
Από τη δεκαετία του 1970, το Δημοκρατικό Κόμμα σιγά σιγά μετατράπηκε σε πολιτικό όργανο αυτών των κυρίαρχων κοινωνικών στρωμάτων, σε τέτοιο σημείο ώστε τα «λευκά κολάρα» με την πανεπιστημιακή μόρφωση να αποτελούν σήμερα την κοινωνική ομάδα που οι Δημοκρατικοί εκπροσωπούν πιο πιστά από οποιαδήποτε άλλη. Η Χίλαρι Κλίντον, καταξιωμένη δικηγόρος, με λαμπερό βιογραφικό, στο συγκεκριμένο οικοσύστημα κινείται σαν το ψάρι μέσα στο νερό. Ο Σάντερς, από την πλευρά του, μάταια προσπάθησε να παρουσιαστεί ως προοδευτικός που εμπνέεται από το σκανδιναβικό μοντέλο.2 Στα μάτια των παραγόντων του κόμματος δεν ενσαρκώνει παρά έναν αταβισμό, μια οπισθοδρόμηση σε εποχές όπου δημαγωγοί με ζαρωμένα σακάκια υπέκυπταν στις χυδαίες επιθυμίες της κοινής γνώμης και στρέφονταν κατά των τραπεζών, των καπιταλιστών, των εργοδοτών.
Η ανάγνωση των περίπου διακοσίων άρθρων και αναρτήσεων στον ιστότοπό της που η «Washington Post» αφιέρωσε στον Μπέρνι Σάντερς μεταξύ Ιανουαρίου και Μαΐου του 2016 φανερώνει εξαρχής την κραυγαλέα άνιση μεταχείριση που του επιφυλάχθηκε. Όσον αφορά τα άρθρα της συντακτικής ομάδας και των διάφορων σχολιαστών, τα αρνητικά κείμενα ήταν πέντε φορές περισσότερα από τα θετικά, τη στιγμή που για την Κλίντον τα πράγματα ήταν μοιρασμένα.
Οι επιθέσεις κατά του γερουσιαστή του Βερμόντ ξεκίνησαν τις εβδομάδες πριν από την έναρξη των προκριματικών εκλογών, στην Αϊόβα, όταν στην Ουάσιγκτον σχηματίστηκε η εντύπωση ότι θα μπορούσε και να κερδίσει. Στις 20 Ιανουαρίου, ένα κύριο άρθρο με τίτλο «Να είστε τίμιος απέναντι μας, κύριε Σάντερς» ανοίγει τον χορό, καταγγέλλοντας τον γερουσιαστή για «έλλειψη ρεαλισμού»: ο Δημοκρατικός υποψήφιος κατηγορείται ότι δεν έχει κανένα αξιόπιστο σχέδιο για «τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος» και τη συγκράτηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης -τα κριτήρια της «Post» όσον αφορά την αξιολόγηση της σοβαρότητας ενός πολιτικού.
Ο Τσαρλς Λέιν παίρνει τη σκυτάλη την επομένη, με άρθρο του που γελοιοποιεί την άποψη του Σάντερς ότι υπάρχει μια «τάξη δισεκατομμυριούχων», η οποία ενωμένη υπερασπίζεται τη σημερινή κατάσταση πραγμάτων. Μάλιστα, ο αρθρογράφος κρίνει ότι «οι δισεκατομμυριούχοι έχουν κάνει περισσότερα για την κοινωνική πρόοδο από τον Μπέρνι Σάντερς». Ο Ντάνα Μίλμπανκ, αρθρογράφος και απόφοιτος του πανεπιστημίου Γέιλ, μπαίνει στη σκηνή στις 27 Ιανουαρίου, λίγες ημέρες πριν από τις εκλογές στην Αϊόβα. «Η επικράτηση του Σάντερς θα ήταν τρέλα», επαναλαμβάνει διαρκώς, καθώς «οι σοσιαλιστές δεν κερδίζουν ποτέ στις προεδρικές εκλογές». Στη συνέχεια, η συντακτική επιτροπή της εφημερίδας αφιερώνει ένα άρθρο στην «εκστρατεία ψεμάτων» του Σάντερς, ο οποίος σκιαγραφείται ως δεξιοτέχνης της απάτης: «Ο Σάντερς δεν είναι ένας θαρραλέος πολιτικός που λέει την αλήθεια. Είναι ένας πολιτικός που πουλά τον δικό του κατάλογο ψεμάτων σε ένα μέρος της χώρας που θέλει απελπισμένα να τον αγοράσει».
Κάθε εβδομάδα που περνάει, και μια νέα σειρά κατηγοριών ακούγεται στην Ουάσιγκτον, με τον κατάλογο των λαθών που καταλογίζονται στον σοσιαλιστή υποψήφιο διαρκώς να διευρύνεται και να διαφοροποιείται. Μετά τη νίκη του στο Νιου Χαμσάιρ, στις 9 Φεβρουαρίου, η «Washington Post» τον χαρακτηρίζει, όπως και τον Τραμπ, «ανυπόφορο πολιτικό», ο οποίος δεν προτείνει παρά «απλουστευτικές» λύσεις. Κατηγορείται επίσης ότι χρησιμοποιεί την πλουτοκρατία ως «βολικό αποδιοπομπαίο τράγο» για να κρύψει την έλλειψη σχεδίου. Και οι επικρίσεις του κατά του ελεύθερου εμπορίου στηρίζονται, σύμφωνα με την εφημερίδα, σε «αυθαίρετους αριθμούς, οι οποίοι δεν είναι γενικώς αποδεκτοί από τους οικονομολόγους».
Στη συνέχεια, έρχεται η υποψία ότι τα φυλετικά ζητήματα αφήνουν αδιάφορο τον Σάντερς. Σύμφωνα με τον Τζόναθαν Κέιπχαρτ, μέλος της συντακτικής επιτροπής της «Washington Post», ο Σάντερς είναι ανίκανος «να μιλήσει για φυλετικά ζητήματα χωρίς να τα αναγάγει όλα στην κοινωνική τάξη και τη φτώχεια». Ακόμη και η νεανική εμπλοκή του στο κίνημα πολιτικών δικαιωμάτων αμφισβητείται από έρευνα του ντετέκτιβ Κέιπχαρτ. Εξετάζοντας φωτογραφία διαδήλωσης του 1962, το λαγωνικό της εφημερίδας αποφαίνεται, στις 11 Φεβρουαρίου, ότι ο Σάντερς δεν συμμετέχει. Παρ’ όλο που ο φωτογράφος διαψεύδει τον ισχυρισμό της εφημερίδας, η «Washington Post» αρνείται να ζητήσει συγνώμη: «Πρόκειται για μια υπόθεση όπου η μνήμη και η ιστορική ακρίβεια έρχονται αντιμέτωπες» δικαιολογείται.
Ο Ντάνα Μίλμπανκ, επιτήδειος αρθρογράφος, διαρκώς πολλαπλασιάζει τις γωνίες επίθεσης. Τον Μάρτιο, διαβεβαιώνει ότι οι Δημοκρατικοί είναι πολύ «ικανοποιημένοι» με την κατάσταση στη χώρα ώστε να θέλουν να ακολουθήσουν έναν «αντάρτη» όπως ο Σάντερς. Τον Απρίλιο, επικρίνει τις προτάσεις του για το ελεύθερο εμπόριο, με το πρόσχημα ότι μοιάζουν με τις αντίστοιχες προτάσεις του Τραμπ και ότι θα έπλητταν τις φτωχές χώρες. Τον Μάιο, εμφανίζει τον γερουσιαστή του Βερμόντ να παίζει το παιχνίδι των Ρεπουμπλικανών: «Ο Σάντερς συνεχίζει την εκστρατεία του κατά της Κλίντον, η οποία έχει ήδη εξασφαλίσει το χρίσμα. Αυτό είναι εξαιρετικό νέο για τον Ντόναλντ Τραμπ».
Βέβαια, μέσα στους πέντε αυτούς μήνες, ο ιστότοπος της εφημερίδας φιλοξένησε κείμενα υποστηρικτών του Σάντερς. Αλλά οι αναγνώστες της έντυπης έκδοσης χρειάστηκε να περιμένουν μέχρι τις 26 Μαΐου για να διαβάσουν, από τη γραφίδα του Τζέφρι Σακς, το πρώτο βαρυσήμαντο άρθρο που να υπερασπίζεται τις προτάσεις του γερουσιαστή. Μόλις έντεκα ημέρες πριν η «Washington Post» ανακηρύξει την Κλίντον νικήτρια των προκριματικών εκλογών των Δημοκρατικών...
Οι δημοσιογράφοι μοιάζουν πλέον να συμπεριφέρονται ως στρατιώτες σε καιρό πολέμου, υποχρεωμένοι όπως είναι να ζυγίζουν την παραμικρή λέξη προκειμένου να βεβαιωθούν ότι δεν θα εξυπηρετήσει την αντίπαλη πλευρά. Η προσέγγιση αυτή, την οποία ορισμένοι χαρακτηρίζουν πολιτική, είναι στην πραγματικότητα βαθιά αντιπολιτική: αποκλείει ορισμένες απόψεις από τη δημόσια συζήτηση με το πρόσχημα ότι δεν είναι «πραγματιστικές».
Η «Washington Post» αναπτύσσει τη συγκεκριμένη γραμμή σε δύο κεντρικά άρθρα γνώμης που δημοσιεύονται τον Φεβρουάριο. Με την υπογραφή της συντακτικής ομάδας, το πρώτο, «Οι επιθέσεις του Μπέρνι Σάντερς εναντίον της πραγματικότητας», κατηγορεί τον γερουσιαστή ότι επικρίνει εμμέσως τον Μπάρακ Ομπάμα επειδή υποστηρίζει πως ήταν εφικτό να γίνουν περισσότερα στον τομέα των κοινωνικών ανισοτήτων και της ασφαλιστικής κάλυψης. «Το σύστημα -και με τον όρο εννοείται εδώ η συνταγματική δομή ισορροπίας μεταξύ των εξουσιών- υποδηλώνει ότι ο νομοθέτης είναι ικανοποιημένος με τις σταδιακές αλλαγές» εξηγεί η συντακτική επιτροπή. «Ο Ομπάμα εγκαινίασε αρκετές φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις, σίγουρα ανολοκλήρωτες, που βελτίωσαν όμως τη ζωή των πολιτών, την ώρα που οι ιδεολόγοι των δύο στρατοπέδων τον λοιδορούσαν».
Μερικές ημέρες αργότερα, το δεύτερο άρθρο, με τίτλο «Η μάχη των άκρων», συγκρίνει τον Σάντερς με τον ευαγγελιστή Ρεπουμπλικανό Τεντ Κρουζ. Και οι δύο παρουσιάζονται να οδηγούνται από την πεποίθηση ότι «ο δρόμος προς την πρόοδο περνά μέσα από την καθαρότητα, όχι μέσα από τον συμβιβασμό (...). Η πρόοδος θα έρθει με ηγέτες που διαθέτουν αρχές, αλλά είναι έτοιμοι να προωθήσουν συμβιβασμούς, που αποδέχονται τη σταδιακή αλλαγή, που παραδέχονται ότι δεν διαθέτουν το μονοπώλιο της σοφίας. Το συγκεκριμένο μήνυμα είναι δύσκολο να πουληθεί στις προκριματικές εκλογές, αλλά είναι το μόνο που μπορεί να αναδείξει έναν υποψήφιο ο οποίος θα μπορέσει να επιβληθεί τον Νοέμβριο και να κυβερνήσει με επιτυχία τα επόμενα τέσσερα χρόνια» αποφαίνεται η εφημερίδα.
Όμως, εάν εφαρμοζόταν σε όλους η λογική της «Washington Post», θα έπρεπε να αποδοκιμαστούν και μερικές προσωπικότητες εντελώς «πραγματιστικές». Για παράδειγμα, τι να πει κανείς για έναν υποψήφιο που θα ήθελε -όπως η Χίλαρι Κλίντον το 2016- να επιβάλει έλεγχο στα πυροβόλα όπλα; Όλοι γνωρίζουν ότι ένα τέτοιο μέτρο δεν θα είχε καμία πιθανότητα να υιοθετηθεί από το Κογκρέσο. Ακόμη όμως και να υπερψηφιζόταν, θα έμενε το Ανώτατο Δικαστήριο και η δεύτερη τροποποίηση του Συντάγματος για να του φράξει τον δρόμο.
Εξάλλου, το επιχείρημα της σταδιακής αλλαγής, της μεταρρύθμισης με μικρά βήματα, δίνει τη δυνατότητα να αποφεύγεται η σε βάθος εξέταση των προβλημάτων. Ο Σάντερς ρίχτηκε στη μάχη των προκριματικών εκλογών με ιδέες που έβρισκαν αντίθετη την «Washington Post» και τις περισσότερες εφημερίδες ανάλογης εμβέλειας. Αντί να τις αντικρούσουν, οι έγκυροι σχολιαστές τις απέκλεισαν από το πεδίο του εφικτού. Η νομιμοποίηση είναι ιδιοκτησία τους -και τη μοιράζουν κατά βούληση.
Προκειμένου κάποιος να εξασφαλίσει την υποστήριξή τους, καλύτερα είναι να επιμένει στη συναίνεση, στον θαυμασμό του «πραγματισμού», στον έρωτα για τον δικομματισμό, στην περιφρόνηση των «λαϊκιστών». Να τα συστατικά της ιδεολογίας της κυρίαρχης τάξης, αυτών των ακούραστων εργατών του ορθολογισμού από την Ανατολική Ακτή, οι οποίοι μόλις έχουν αποφοιτήσει από το Πρίνστον ή το Χάρβαρντ και θεωρούν αυθεντίες τους ομοίους τους που διαπρέπουν σε συναφείς κλάδους, είτε είναι οικονομολόγοι στο Massachusetts Institute of Technology, είτε αναλυτές στην Crédit Suisse, είτε πολιτικοί επιστήμονες στο Brookings Institution. Πάνω απ’ όλα, πρόκειται για έναν τρόπο σκέψης χαρακτηριστικό ενός περιβάλλοντος προστατευμένου από την οικονομική ανασφάλεια, από όπου κάποιος παρατηρεί τους καθημερινούς ανθρώπους μέσα από τα γυαλιά του αριστοκράτη.
Ωστόσο, ως κοινωνική ομάδα, οι δημοσιογράφοι δεν είναι καθόλου προστατευμένοι από τις οικονομικές διακυμάνσεις. Οι έντυπες εκδόσεις των εφημερίδων μοιάζουν με εκθέματα μουσείου, τουλάχιστον όσο και οι πολιτικές του Νιου Ντιλ που υπερασπίζεται ο Σάντερς. Οι κριτικοί λογοτεχνίας έχουν γίνει τόσο σπάνιο είδος ώστε θα μπορούσαν κάλλιστα να εξαφανιστούν, εκτός εάν κάποιος αποφάσιζε να τους θέσει σε καθεστώς προστασίας και να τους σιτίζει. Σε ορισμένα περιοδικά, οι συντάκτες άρθρων γνώμης πρέπει να έχουν και δεύτερη δουλειά για να τα βγάζουν πέρα. Με λίγα λόγια, καμία κοινωνική ομάδα δεν γνωρίζει τόσο καλά την ιστορία της αποκαθήλωσης της μεσαίας τάξης όσο οι δημοσιογράφοι. Τότε, γιατί όσοι βρίσκονται στην κορυφή αυτού του ετοιμοθάνατου επαγγέλματος ταυτίζονται με τους αλαζόνες, τους ικανοποιημένους, τους ισχυρούς;
Η απάντηση είναι απλή: Οι αρθρογράφοι και οι σχολιαστές δεν έχουν τίποτε κοινό με τους υπόλοιπους δημοσιογράφους όσον αφορά τη διαρκώς επιδεινούμενη κοινωνική θέση τους. Είναι πεπεισμένοι, για παράδειγμα, ότι δεν θα έχουν ποτέ την τύχη της «Tampa Tribune», η οποία έκλεισε το 2016. Στην Ουάσιγκτον, οι αρθρογράφοι κοιτούν προς τα πάνω, μόνο προς τα πάνω. Επομένως, το πρόγραμμα του Σάντερς διέφευγε του οπτικού τους πεδίου.
Σε όλη τη διάρκεια των προκριματικών εκλογών του Δημοκρατικού Κόμματος, οι «έγκυρες» αμερικανικές εφημερίδες βομβάρδισαν τους αναγνώστες τους με την άποψη ότι ο γερουσιαστής του Βερμόντ δεν είχε την παραμικρή πιθανότητα να κερδίσει τις προεδρικές εκλογές, ιδιαίτερα απέναντι στον Τραμπ. Μάλιστα, στους «New York Times», ο Πολ Κρούγκμαν έφτασε στο σημείο να απειλήσει τους ψηφοφόρους που θα έμπαιναν στον πειρασμό να εμπιστευθούν τον σοσιαλιστή υποψήφιο: «Η Ιστορία δεν θα σας το συγχωρήσει» τους ανακοίνωσε στις 6 Φεβρουαρίου. Εκείνη την περίοδο ωστόσο, οι δημοσκοπήσεις έδειχναν το ακριβώς αντίθετο: ο Σάντερς υπερίσχυε συστηματικά του Τραμπ, ενώ η Κλίντον έδινε μάχη στήθος με στήθος με τον καυχησιάρη δισεκατομμυριούχο.
Ο λόγος που συνέβαινε αυτό ήταν προφανής: ο Τραμπ αντλούσε τη δύναμή του από τα λευκά λαϊκά στρώματα, τα οποία όμως εκτιμούσαν ακόμη περισσότερο τις προτάσεις του Σάντερς. Αντίθετα, η Κλίντον ήταν αντιδημοφιλής, βαρυνόταν με σκάνδαλα και δεν ήταν σε θέση να εισακουστεί από τους εργάτες. Ωστόσο, όλα τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης τάχθηκαν με το μέρος της, με πρωτοφανή ομοφωνία και ενθουσιασμό - λόγω αποστροφής προς τον Τραμπ και επειδή η «Χίλαρι» μοιραζόταν την ιδεολογία τους περί «ειδημόνων» και «ικανών». Οι σχολιαστές αποδύθηκαν σε μια προσπάθεια να πείσουν τους αναγνώστες τους να ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο. Έτσι, στο πρωτοσέλιδό τους της 7ης Αυγούστου, οι «New York Times» εκτιμούσαν ότι, αυτήν τη φορά, οι δημοσιογράφοι έπρεπε «να απαλλαγούν από το εγχειρίδιο που η αμερικανική δημοσιογραφία χρησιμοποιούσε (μέχρι τώρα)» και να πάρουν θέση - υπέρ της Κλίντον.
Η σταυροφορία των μέσων ενημέρωσης υπέρ της υποψήφιας των Δημοκρατικών δεν κατέληξε όπως είχε προβλεφθεί. Μπορεί ο πόλεμος κατά του Σάντερς να υπήρξε αποτελεσματικός στους ψηφοφόρους των προκριματικών εκλογών, που είναι πιο πολιτικοποιημένοι και διαβάζουν περισσότερες εφημερίδες, αλλά το εθνικό ακροατήριο αντέδρασε διαφορετικά στις επιθέσεις κατά του Τραμπ. Διότι οι Αμερικανοί έχουν τουλάχιστον ένα κοινό χαρακτηριστικό: αρνούνται να συμμορφωθούν με τα άνωθεν επιβεβλημένα φιρμάνια των κύκλων εξουσίας. Η παθιασμένη εκστρατεία των δημοσιογράφων προκάλεσε μια αντίδραση γιγαντιαίων διαστάσεων, με την οποία ο πλανήτης θα πρέπει να ζήσει για τα επόμενα τέσσερα χρόνια.
1 Σ.τ.Μ.: Με τον όρο Ivy League περιγράφεται συχνά μια ομάδα οκτώ φημισμένων αμερικανικών πανεπιστημίων, μεταξύ τους το Χάρβαρντ, το Πρίνστον, το Γέιλ κ.τ.λ.
2 Βλ. Bhaskar Sunkara, «Η Χίλαρι Κλίντον απέναντι σε έναν αντίπαλο πιο σκληρό απ’ όσο περίμενε», «Le Monde diplomatique - ελληνική έκδοση», http://monde-diplomatique.gr/?p=1157, 6 Μαρτίου 2016.
* O Thomas Frank είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας του βιβλίου «Listen, Liberal. Or What Ever Happened to the Party of the People?», Metropolitan Books, Νέα Υόρκη, 2016. Το παρόν άρθρο είναι επικαιροποιημένη εκδοχή κειμένου που δημοσιεύθηκε τον Νοέμβριο του 2016 στο περιοδικό “Harper’s”