ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΛΙΝΑΡΔΑΚΗ, ΣΚΠ, εκδόσεις Ενάντια, σελ. 62
Δύσκολο, πολύ δύσκολο να μιλήσεις ποιητικά για την οδυνηρή και ανίατη ασθένεια του σώματος, και μάλιστα χωρίς να έχεις, δημόσια τουλάχιστον, εκτεθεί επί μακρόν στο πεδίο του ποιητικού λόγου, άρα να έχεις το άλλοθι να μιλήσεις «και για αυτό». Εδώ όμως, σε κάθε περίπτωση, έρχεται να κριθεί η σοβαρότητα του προσώπου που επιχειρεί κάτι τέτοιο, είτε επικαλούμενο είτε αποποιούμενο την κατ’ αρχήν συμπάθεια στο «πρόβλημά του».
Η Χριστίνα Λιναρδάκη, ήδη στο εξώφυλλο, σημειώνει την ένδειξη «Ποιήματα», αντί του αυτάρεσκου και ανεκδιήγητου «Ποίηση», που τόσο συχνά βλέπουμε τελευταία σε βιβλία που δεν περιέχουν παρά θλιβερά στιχουργήματα. Στο «αυτί» του εξωφύλλου σημειώνει πως εδώ και δεκαπέντε χρόνια έχει διαγνωσθεί με Σύνδρομο Κατά Πλάκας, τα ακρωνύμια του οποίου δίνουν και τον τίτλο του βιβλίου. Τέλος, το βιβλίο δεν έχει σελίδα «Περιεχομένων», κάτι που φυσικά δεν διέφυγε από τη συγγραφέα, αφού βιοπορίζεται ως επιμελήτρια κειμένων και βιβλίων∙ μία ακόμα ένδειξη σεμνότητας και αποδραματοποίησης του ποιητικού της διαβήματος.
Τα δύο πρώτα ποιήματα αρχίζουν να μας εισάγουν «στο θέμα». Το πρώτο με τον στίχο-ένδειξη «έτσι άρχισαν όλα» και το δεύτερο με την εικόνα του πάσχοντος σώματος:
Χρειάστηκα είκοσι λεπτά
για μια απόσταση
εκατό μόλις μέτρων
Την ίδια ώρα
η καρδιά μου
είχε κάνει τον γύρο της Γης
χίλιες φορές περίπου
Με εκείνο το «περίπου» πάλι να αποδραματοποιεί και να υπονομεύει την εμφιλοχώρηση του ρητορισμού, προχωράμε στην καταγραφή στιγμιοτύπων από τα νοσοκομεία αλλά και αθέατων προβλημάτων της καθημερινότητας του ασθενούς, μέχρι το τέλος του πρώτου μέρους του βιβλίου που επιγράφεται «Ουλές», το οποίο ολοκληρώνεται με το ποίημα «Σταύρωση» και τους ακροτελεύτιους στίχους του, που όχι μόνο συνοψίζουν την περιπέτεια του ανθρώπινου είδους αλλά και ορθώνονται ποιητικά, με επάρκεια λόγου, απέναντι στο πιο χρησιμοποιημένο και φθαρμένο απ’ όλα τα στερεότυπα, το της Γενέσεως «Χοῦς εἶ καί εἰς χοῦν ἀπελεύσει»:
Μισός πληγή, μισός ιώδιο ο πηλός
για πέταμα πάντα να μοιάζει
Δεν θέλω να υπερβάλω, αλλά εδώ η Λιναρδάκη, ζώντας την ένταση της κατάστασής της, και χωρίς να στοχεύει σε αξιώσεις ποιητικών αποφθεγμάτων, κινούμενη μόνο με την ευαισθησία της και την παιδεία της, αποδεικνύει ότι τίποτα στον Λόγο, της ποίησης και εν γένει της τέχνης, δεν έχει «ειπωθεί οριστικά». Μπορεί, όπως εδώ, να ειπωθεί αλλιώς, επίσης ποιητικά, φωτίζοντας αλλιώς το ανθρώπινο δράμα.
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου επιγράφεται «Πληγές» και ανοίγεται σε άλλες περιοχές, κυρίως στην παιδική ηλικία, δηλαδή πριν και έξω από το ΣΚΠ. Εδώ, η Λιναρδάκη, δηλαδή τα ποιήματά της, μας δείχνουν τεκμήρια μιας ποιητικής δυνατότητάς της που έμεινε αναξιοποίητη όλα αυτά τα χρόνια, π.χ. με ένα δίστιχο που παραπέμπει σε έναν αντεστραμμένο Ελύτη (που τόσο τον αγαπά):
Οι ουρανοί, σαν χλωμιάσουν,
δύσκολα ξαναγίνονται μπλε
Θα σταματήσω εδώ, δηλώνοντας μόνο, και για πρώτη φορά σε κείμενό μου, πως «το βιβλίο μου άρεσε, μου άρεσε πολύ». Πάντα, κάτι τέτοιο παραπέμπει σε κριτική αδυναμία ή υπεκφυγή, αλλά όχι στην προκείμενη περίπτωση. Απλώς, κάποιες κριτικές κουβέντες παραπάνω που έχω να πω, και τις αξίζει απολύτως το βιβλίο, κινδυνεύουν να διαβαστούν ως κουβέντες «συμπαθείας».
Ευχαριστούμε, Χριστίνα Λιναρδάκη, για αυτό που κατόρθωσες, να μιλήσεις ποιητικά για ένα τέτοιο θέμα.