Μόλις που ξεκινήσαμε να χτυπάμε τη Χαμάς. Αυτό που θα κάνουμε στους εχθρούς μας τις επόμενες μέρες θα αντηχεί για γενεές». «Επιβάλλουμε την πλήρη πολιορκία της Γάζας. Δεν θα υπάρχει ούτε ηλεκτρικό ρεύμα ούτε τροφή ούτε νερό ούτε καύσιμα. Όλα είναι σφραγισμένα. Πολεμάμε ανθρώπινα κτήνη και θα φερθούμε ανάλογα».
Δύο δηλώσεις του πρωθυπουργού και του υπουργού Άμυνας του Ισραήλ αντίστοιχα είναι ενδεικτικές του ότι ο πόλεμος που ξέσπασε και πάλι στη Μέση Ανατολή έχει διαστάσεις που υπερβαίνουν τις συνήθεις αναλύσεις διεθνών κρίσεων και ένοπλων συρράξεων. Διαστάσεις υπαρξιακές, βιβλικές θα έλεγε κανείς, κάτι που ισχύει και για τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές που έχουν εμπλακεί σε μια -δυσανάλογη, ασφαλώς- μάχη μέχρι ολοκληρωτικής εξόντωσης. Εάν, όμως, είναι ούτως ή άλλως μια εξαιρετικά δύσκολη άσκηση να αναλυθούν σε βάθος οι ιστορικές απαρχές και η σημερινή μορφή του Μεσανατολικού σε όλη την παροιμιώδη πολυπλοκότητά του, γίνεται απλώς αδύνατη στο πλαίσιο ενός σύντομου άρθρου. Συνεπώς, το παρόν κείμενο θα περιοριστεί σε μια συνοπτική επισκόπηση της κατάστασης από την άποψη του Διεθνούς Δικαίου, ιδίως του ανθρωπιστικού.
Το Ισραήλ δέχτηκε ένοπλη επίθεση από τη Χαμάς -και άλλες ένοπλες παλαιστινιακές οργανώσεις- κατά την οποία φέρεται ότι διαπράχθηκαν σοβαρά εγκλήματα πολέμου. Μεταξύ άλλων, η αδιάκριτη εκτόξευση πυραύλων εναντίον κατοικημένων περιοχών, η κακοποίηση και η σφαγή αμάχων και η σύλληψη ομήρων. Τα εγκλήματα αυτά μπορεί, συγχρόνως, να χαρακτηριστούν και τρομοκρατικές πράξεις - θυμίζουν, άλλωστε, ανάλογα εγκλήματα της Αλ Κάιντα και του Ισλαμικού Κράτους. Το Ισραήλ, εξ όσων φαίνεται, δεν διακρίνει τους δύο όρους «έγκλημα πολέμου» και «τρομοκρατική ενέργεια», τους οποίους χρησιμοποιεί παράλληλα. Απέναντι σε αυτήν την ένοπλη επίθεση το Ισραήλ διατείνεται ότι αμύνεται, όπως έχει δικαίωμα, έστω και εάν ήταν η -κατάφωρα έκνομη- συμπεριφορά του ίδιου έναντι του πληθυσμού της Γάζας και των Παλαιστινίων γενικότερα που οδήγησε στη νέα αυτή ανάφλεξη - κάτι που επίσης είναι αληθές σε μεγάλο βαθμό. Από την άποψη του Ανθρωπιστικού Δικαίου (jus in bello), ενδιαφέρει η συμπεριφορά των αντιμαχόμενων μερών από τη στιγμή που ξεκινούν οι εχθροπραξίες, χωρίς να υπεισέρχεται στη νομιμότητα της χρήσης ένοπλης βίας καθ’ αυτής (jus ad bellum).
Εν τούτοις, η απόσταση που χωρίζει το δικαίωμα της αυτοάμυνας από τον αδιάκριτο πόλεμο που διεξάγει το Ισραήλ είναι τεράστια. Οι θεμελιώδεις κανόνες του Ανθρωπιστικού Δικαίου, όπως αυτό κωδικοποιείται στο Καταστατικό του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, ιδίως στα άρθρα 7 και 8, είναι η αναλογικότητα στη χρήση της ένοπλης βίας, η διάκριση μεταξύ ενόπλων και αμάχων, η απαγόρευση των αντιποίνων και της συλλογικής τιμωρίας. Η τακτική των μαζικών βομβαρδισμών της Γάζας από την ισραηλινή αεροπορία συνιστά ξεκάθαρη παραβίαση των κανόνων αυτών, οι οποίοι δεν χωρούν εξαίρεση, ακόμα και όταν μεταξύ των αμάχων κρύβονται ένοπλοι που τους χρησιμοποιούν σαν ανθρώπινες ασπίδες. Πολύ περισσότερο εάν τα πλήγματα κατά αμάχων, σχολείων, τεμενών και νοσοκομείων εντός της Γάζας δεν είναι οι συνήθεις «παράπλευρες απώλειες», αλλά σκόπιμα. Ομοίως συνιστά έγκλημα πολέμου, ενδεχομένως και έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, η σκόπιμη αφαίρεση της πρόσβασης του άμαχου πληθυσμού σε τροφή, νερό, φάρμακα και κάθε είδος που είναι αναγκαίο για την επιβίωσή του. Χωρίς να γίνεται δίκη προθέσεων, εάν τα παραπάνω στοχεύουν συνειδητά στην πρόκληση τρόμου και στην «εκκένωση» της Γάζας διά της δημιουργίας μαζικών προσφυγικών ροών, ούτως ώστε το πρόβλημα της παλαιστινιακής αντίστασης να λυθεί άπαξ διά παντός και να εποικιστεί η περιοχή στη συνέχεια, τούτο προφανώς προστίθεται σε μια ήδη μακρά λίστα διεθνών εγκλημάτων.
Ωστόσο, εάν τα παραπάνω είναι αρκετά σαφή, απλώς καθιστούν ακόμα περισσότερο ανάγλυφα την αποτυχία του Διεθνούς Δικαίου να επιδράσει στην πραγματικότητα του πολέμου της Γάζας και, ευρύτερα, το μέγεθος της υποχώρησης της διεθνούς νομιμότητας που έχει συντελεστεί στις μέρες μας. Τι νόημα έχει να επισημαίνονται εγκλήματα πολέμου εάν δεν υπάρχουν συνέπειες; Βεβαίως, θα είχε δίκιο όποιος παρατηρούσε ότι ούτως ή άλλως το Διεθνές Δίκαιο ήταν πάντα μια έννοια σχετική και οι κανόνες του άνισα εφαρμόσιμοι σε κάθε περίπτωση, αναλόγως του ποιος τους παραβίαζε και ποιος έθετε τα κριτήρια της ερμηνείας τους. Ωστόσο, είναι μια αναπόδραστη αλήθεια ότι κατά τις τελευταίες δεκαετίες το Διεθνές Δίκαιο και οι πολυμερείς οργανισμοί του διεθνούς συστήματος που δημιουργήθηκε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο -ως απάντηση της διεθνούς κοινότητας στις φρίκες αυτού του πολέμου- υπέστησαν μια τόσο βαθιά απαξίωση, ώστε να έχουν πλέον καταστεί περίπου αδιάφορα.
Αυτό ήταν το αποτέλεσμα μιας ηγεμονικής νοοτροπίας εκ μέρους των νικητών του Ψυχρού Πολέμου, σύμφωνα με την οποία το Διεθνές Δίκαιο και οι θεσμοί του μπορούν να χρησιμοποιούνται μόνο όταν είναι χρήσιμα και βολικά. Σε διαφορετική περίπτωση, μπορούν, απλώς, να παρακάμπτονται, όπως ακριβώς συνέβη σε πολυάριθμες περιπτώσεις - με την πολύχρονη ανοχή στις πρακτικές του Ισραήλ εναντίον του παλαιστινιακού πληθυσμού να είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ωστόσο, ήδη γίνεται επώδυνα αντιληπτό ότι η διεθνής νομιμότητα δεν ήταν ποτέ περιττή πολυτέλεια, αλλά ο ακρογωνιαίος λίθος της διεθνούς ισορροπίας, ειρήνης και ασφάλειας. Και ότι ήταν μόνο ζήτημα χρόνου μέχρι άλλες, μη δυτικές δυνάμεις να χρησιμοποιήσουν τις ίδιες μεθοδεύσεις για να δικαιολογήσουν τις δικές τους επεμβάσεις στις δικές τους θεωρούμενες ως «σφαίρες επιρροής».
Υπάρχει το εφιαλτικό ενδεχόμενο αυτή η συνειδητοποίηση να έχει έρθει πολύ αργά. Προς το παρόν, οι ένοπλες συρράξεις μεταξύ των αντιμαχόμενων στρατοπέδων για την παγκόσμια και περιφερειακή ηγεμονία μένουν σε επίπεδο πολέμων δι’ αντιπροσώπων, κάτι που δεν μειώνει, φυσικά, την τραγικότητα των συνεπειών για τους λαούς που βρίσκονται στο μέσο του πυρός. Όμως η ανθρωπότητα δεν απέχει χρονικά πολύ από την εποχή που η απώλεια της ισχύος του δικαίου και η επικράτηση του δικαίου της ισχύος οδήγησαν σε συμφορές εφάμιλλες του βιβλικού Αρμαγεδδώνα.
* Ο Γιάννης Γούναρης είναι δικηγόρος, διδάκτορας Νομικής