Δολοφονική υποκρισία;

Δολοφονική υποκρισία;

Η καταδίωξη της περασμένης Παρασκευής από την έναρξη ώς την κατάληξή της ήταν τυπικό περιστατικό του είδους, ακριβώς από αυτά που έχουν υπαγορεύσει διεθνώς την τάση να τίθενται αυστηρότατοι περιορισμοί στη σχετική προδιάθεση και πρακτική της αστυνομίας.

Τι συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις; Συνήθως η αφετηρία είναι μια τροχαία παράβαση η οποία εντοπίζεται από τους αστυνομικούς. Ο εμπλεκόμενος πολίτης προσπαθεί να διαφύγει τον έλεγχο. Στην αφετηρία, δεν είναι βέβαιο ότι έχει διαπραχθεί ένα σοβαρότερο αδίκημα. Από την πλευρά των αστυνομικών, πάντως, ενεργοποιούνται τα αντανακλαστικά της εδαφικότητας και της αυθόρμητης απάντησης στο «θράσος» της αμφισβήτησης της εξουσίας που εκπροσωπούν. Αντιδράσεις που καλλιεργούνται από τη γενικά κυρίαρχη στρατοκρατική / γραφειοκρατική κουλτούρα της σύγχρονης αστυνομίας.

Έτσι, η καταδίωξη μετατρέπεται σε ακαταμάχητο σκοπό, ο οποίος μόνο με την ακινητοποίηση και τη σύλληψη του καταδιωκόμενου προσώπου εκπληρώνεται. Εδώ αναφύονται και τα θέματα υπέρμετρης και καταχρηστικής βίας, ιδίως εάν η κατάσταση του καταδιωκόμενου είναι ασταθής λόγω μέθης, πανικού, εκνευρισμού και συνεπώς παρερμηνεύσιμη ως επιθετική αντίδραση από τους ξαναμμένους αστυνομικούς. Γνωρίζουμε ωστόσο ότι για πρόσωπα τα οποία ανήκουν σε στοχοποιημένες από την αστυνομία κατηγορίες πληθυσμού, ιδίως μειονοτικές, η πιθανότητα θανατηφόρας αστυνομικής βίας πολλαπλασιάζεται. Εν τω μεταξύ, προκαλούνται και κίνδυνοι για τρίτους πολίτες ή για υλικές ζημιές.

Η τροχαία καταδίωξη είναι μια ειδική περίσταση, το «κακό σενάριο» που ξεπηδά ξαφνικά μέσα από το μεγάλο πλήθος του «ομαλών» αστυνομικών ελέγχων στον δρόμο. Γι’ αυτό αποτελούν ειδικό ερευνητικό ερώτημα για τους εγκληματολόγους, τόσο καθαυτές όσο και στο πλαίσιο της έρευνας για την υπέρμετρη αστυνομική βία. Το σύνολο της επιστημονικής έρευνας συνηγορεί στο ότι το δικαιοπολιτικό όφελος της σύλληψης ενός υπόπτου υπολείπεται σημαντικά των σοβαρών κινδύνων που προκαλεί η πρακτική αυτή για όλους - υπόπτους, μέλη του κοινού και τους ίδιους τους αστυνομικούς. Επιστημονικά, προκύπτει σαφώς η πρόταση να τεθούν δραστικοί περιορισμοί στη σχετική πρακτική.

Πρακτικά, η δικαιοπολιτική σκοπιμότητα που πρέπει να εξυπηρετηθεί με την άμεση σύλληψη συνήθως σημαίνει πως οι σχετικές πολιτικές επιτρέπουν τις καταδιώξεις για πολύ σοβαρά και βίαια εγκλήματα. Στις άλλες περιπτώσεις, οι κίνδυνοι θεωρούνται σημαντικότεροι από το δικαιοπολιτικό όφελος. Υπάρχουν άλλωστε ηπιότερες τεχνικές και πλέον και εξελιγμένα τεχνικά μέσα, τα οποία καθιστούν περιττή την «παραδοσιακή» καταδίωξη.

Εάν το τραγικό περιστατικό στο Πέραμα ήταν αποτέλεσμα μιας επιχειρησιακής αστοχίας της αστυνομίας, τότε οι παραπάνω «τεχνικού» τύπου παρατηρήσεις θα είχαν κάποια αξία. Ωστόσο, όλα, από την πρώτη ανακοίνωση της αστυνομίας έως τις στρεβλές αφηγήσεις των συστημικών μέσων ενημέρωσης, δείχνουν κάτι άλλο. Αδιανόητες δικαιολογίες εκσφενδονίζονται προς τέρψη ενός πολεμοχαρούς κοινού, αλλά δεν αλλάζει το γεγονός ότι οι σφαίρες ήταν πάρα πολλές και ότι προηγήθηκε η ισοπέδωση κάθε έννοιας επαγγελματικής πειθαρχίας. Εν τω μεταξύ, οι κήρυκες της μηδενικής ανοχής και του δόγματος «νόμος και τάξη» πλειοδοτούν στην ενίσχυση των στρατοκρατικών και επιθετικών χαρακτηριστικών της αστυνομίας. Το πρόβλημα λοιπόν είναι ότι η κινητήρια δύναμη του περιστατικού είναι η επίσημη πολιτική.

Είναι θέμα πια του δικαστικού συστήματος να αποφασίσει, φορώντας το στενό κοστούμι του ποινικού δικαίου, εάν είχαμε να κάνουμε με δολοφονία. Το βέβαιο είναι πως η γενικευμένη εθελοτυφλία και η οργανωμένη υποκρισία δολοφονούν τελικά την ίδια την έννοια του δημοκρατικού κράτους δικαίου.

* O Γιώργος Παπανικολάου είναι αναπληρωτής καθηγητής Εγκληματολογίας, Northumbria Law School, UK