Απέπλευσε ο Μίκης με στεντόρεια δάκρυα

Απέπλευσε ο Μίκης με στεντόρεια δάκρυα

Απέπλευσε ο Μίκης. Απέπλευσε με τα πανιά του ανοιχτά, φλόκους και κόντρα φλόκους φουσκωμένους από το κατευόδιο και την ευγνωμοσύνη ενός ολόκληρου λαού. Απέπλευσε για τον δικό του πολικό αστέρα μέσα στην ίδια μικρή μπρατσέρα που φεύγουν όλοι και που είναι τόσο, μα τόσο απελπιστικά μικρή για να τον χωρέσει. Κι όμως τον χώρεσε, όπως χώρεσε και το πένθος μας και τη λύπη μας. Τα υπόλοιπα και τα καθέκαστα είναι Ιστορία κι έχουμε μπόλικη Ιστορία να νιώσουμε, να ξαναπούμε από την αρχή, να σκεφτούμε και να πράξουμε, τώρα που ο Μίκης δεν μένει πια εδώ, τώρα που ο συγκλονισμός από την εκδημία του έκαναν να αναβλύσει σαν φωτεινό σύννεφο η αδήριτη πραγματικότητα του Ανδρέα Εμπειρίκου: «σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια (...) / σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη / σκοπός της ζωής μας είναι η ατελεύτητη μάζα μας (...)».

Αυτή η ατελεύτητη μάζα μας ήταν ο Μίκης Θεοδωράκης. Αυτό το σύμπαν από ποίηση, δηλαδή από δημιουργία. Κι αυτό το σύμπαν το καμωμένο... από ένα ολόκληρο σύμπαν δεν μπορεί κανείς να μας το πάρει. Γι’ αυτό λέω πως η κολοσσιαία στιγμή του θανάτου του Μίκη Θεοδωράκη ήταν μια στιγμή πένθους βέβαια, αλλά μαζί και μια στιγμή δόξας, που καταύγασε τους πάντες και τα πάντα. Δόξας όχι μόνο για τον ίδιο, αλλά και δόξας για έναν ολόκληρο λαό που ακαριαία σηκώθηκε «λίγο ψηλότερα» και είδε «τα μάρμαρα να λάμπουν στον ήλιο» και έστω για μια στιγμή τραγούδησε -ας μου επιτραπεί η έκφραση- με στεντόρεια δάκρυα το «πνευματικό εμβατήριο» που του αξίζει. Θέλω να πω πως η τελευταία παρηγοριά που μας άφησε ο Μίκης, η τελευταία του παρακαταθήκη, ήταν ακριβώς η παρηγοριά διά του θανάτου του, που μας έκανε να νιώσουμε αυτό που ο ίδιος είπε: «Αυτό που ήσουν κάποτε θα γίνεις ξανά / πρέπει να γίνεις, πρέπει να κλάψεις».

Όταν λοιπόν το ποτάμι των δακρύων θα ενωθεί με το μεγάλο ποτάμι του καιρού κι αργότερα του χρόνου, όταν το πένθος θα αποκτήσει τη φυσική του ροή, όταν το «όχι ακόμα» και το «ποτέ πια» ξεσφίξουν τις τανάλιες τους και η ψυχή μας δει καθαρά το τι έγινε, τότε πρέπει να σκεφτούμε και να πάρουμε κουράγιο, ακριβώς, από τον θάνατο του Μίκη, ή καλύτερα από μια τέτοια ζωή που έναν τέτοιο θάνατο απαίτησε και τον πήρε και τον πάτησε στον σβέρκο, γιατί έναν τέτοιο θάνατο άξιζε.

Και τότε είναι που πρέπει να δούμε καθαρά πως αυτός ο λαός, όπως και ο κάθε λαός που οδοιπόρησε και οδοιπορεί ανάμεσα στα καυδιανά δίκρανα, έχει ακόμα μπόλικη αξιοπρέπεια, μπόλικη υπερηφάνεια, μπόλικη αίσθηση της ομορφιάς, μπόλικη ελευθερία για να αποχαιρετάει με τέτοια γενναιότητα άφεσης στον σπαραγμό ένα από τα πιο μεγάλα τέκνα που γέννησε ο τόπος του. Υπάρχουν ανεξάντλητες δεξαμενές σκέψης, προθετικής εμπροσθοπορείας, αποφασιστικής χειρονομίας, ποιητικής εγρήγορσης, χορευτικής γεωμέτρησης, μαθηματικής προσέγγισης του μουσικού χάους που εμβρυουλκεί το σύμπαν, μέσα σ’ αυτόν τον λαό, μέσα στον κάθε λαό που τραγουδούν οι ποιητές του. Γιατί το «Γενικό Άσμα» του κόσμου είναι άπειρο, γιατί τη θάλασσα στο μεγάλο «Μυθιστόρημα» της ζωής μας κανείς δεν «θα μπορέσει να την εξαντλήσει».

Αυτή η μεγάλη αλήθεια, αυτή η μεγάλη ελπίδα, αυτή η πελώρια ανάσα προκύπτει από τον τρόπο που κηδέψαμε τον Μίκη Θεοδωράκη. Εμείς ήμασταν και εμείς πρέπει να είμαστε η τιμητική φρουρά των αγώνων, των ερώτων, των τραγουδιών, αλλά και της οργής, που ονειρεύτηκε. Να μην τον αφήσουμε στην φτήνεια των δειλών που πήγαν να μολύνουν τη στιγμή με λέξεις απόλεμες κι ανέραστες και έγιναν στάχτη και οι ίδιοι και οι λέξεις τους και η τυμπανιαία γελοιότητα της παρουσίας τους.

Ας μην αφήσουμε λοιπόν να τον καταπιεί το απύλωτο στόμα των τεράτων. Ας μην τον αφήσουμε να ταφεί μέσα σε νόμους που θάβουν τη ζωή μας. Όχι σ’ αυτή την παραχορδία, όχι σ’ αυτή την ντροπή.