Προσφυγικό / Οι Σαϊντού που δεν ξέρουμε

Προσφυγικό / Οι Σαϊντού που δεν ξέρουμε

Πάνω στις τσιμεντένιες κολόνες της ΔΕΗ. Κάτω από κουδούνια σε πολυκατοικίες. Πάνω σε κάδους. Σε οποιαδήποτε επιφάνεια μπορούν να γίνουν ορατά. Εκεί είναι που κολλάει ο 18χρονος  Άχμεντ τα αυτοκόλλητα του κλειδαράδικου για το οποίο εργάζεται. Κάθε μέρα συμπληρώνει στο πόδι δωδεκάωρα και οργώνει περιοχές όπως ο  Άλιμος από τη μία τους άκρη στην άλλη για 20 ευρώ. «Περπατάμε όλη μέρα.  Άμα δείτε τα πόδια μου από κάτω…» μου λέει αποκαλώντας με ξανά και ξανά «κύριε», κλείνοντας μ’ αυτό τον τρόπο την κάθε του φράση σε μια ένδειξη σεβασμού.  Ή, για την ακρίβεια, μιλάει με μια κεκτημένη ταχύτητα από τη συνεχή προσπάθεια που καταβάλλει κάθε φορά ώστε να τον αντιμετωπίζουν λιγότερο καχύποπτα.

Τα αυτοκόλλητα που του δίνουν δείχνουν αμέτρητα. Τα βάζει για να τα κουβαλάει μέσα σε μια τσάντα πλάτης. «Αυτή που είχα στο σχολείο. Αυτή που πήρα για να βάζω μέσα τα βιβλία και τα τετράδιά μου. Σ’ αυτή την τσάντα τα βάζω, κύριε…». Αυτή η αλλαγή στο περιεχόμενο της τσάντας συμβολίζει την αλλαγή της πραγματικότητας που βιώνει με το που έκλεισε τα 18. Από ένα περιβάλλον προστατευμένο και μια καθημερινότητα που μπορούσε να πηγαίνει σχολείο, ο  Άχμεντ από το Πακιστάν βρέθηκε να παλεύει κάθε μέρα κυριολεκτικά για το ψωμί του και να κινδυνεύει ταυτόχρονα με απέλαση στην Τουρκία ως τρίτη χώρα που θεωρείται ασφαλής.

Απορριπτικό παρά το ιστορικό κακοποίησης

Ο  Άχμεντ είναι ένας από τους χιλιάδες Σαϊντού που δεν γνωρίζουμε. Που ξεκίνησε το ταξίδι του για επιβίωση σε ηλικία 12 ετών. Που διέσχισε τα παγωμένα νερά του  Έβρου στα 13. Και που κατάφερε στη συνέχεια, παρά το βαρύ παρελθόν, να ενταχθεί σε ένα νέο κοινωνικό σύνολο, να μάθει τη γλώσσα, να κάνει φίλους και να σχηματίσει όνειρα για το μέλλον. Κοινώς, να σταθεί στα πόδια του.

Όπως συνέβη όμως με τον Σαϊντού, έτσι και με τον  Άχμεντ όλα όσα κατάφερε κινδυνεύουν να διαγραφούν μονοκοντυλιά με την κυβέρνηση να θεωρεί ότι αν γυρίσεις σε κάποιες χώρες, από τις οποίες έκανες τα πάντα για να φύγεις, δεν κινδυνεύεις και τόσο. «Μας δίνουν δύο ευκαιρίες για το άσυλο. Την πρώτη φορά πήρα απορριπτικό, αλλά θα κάνουμε προσφυγή για την αλλαγή της απόφασης. Μου είπαν ‘δεν είναι κάτι πολύ σημαντικό αυτό που μας λες, η ιστορία σου’».

Όπου ως ασήμαντο ορίζεται ένα παρελθόν με συστηματική κακοποίηση. «Από το Πακιστάν έφυγα όταν ήμουν 12 χρόνων. Ζούσα με την οικογένειά μου κοντά στη Λαχόρη (η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της χώρας). Εκεί είχαμε πρόβλημα με τον αδελφό μου απ’ τον πρώτο γάμο της μητέρα μου. Χτυπούσε κι εμένα και τη μάνα μου και την αδελφή μου. Δεν με άφηνε να πάω σχολείο, δεν με άφηνε να κάνω τίποτα. Ο πατέρας μου έχει πεθάνει. Η μητέρα μου το ήξερε ότι θα φύγω και με βοήθησε. Στην Ελλάδα έφτασα το 2017.  Έμεινα στην Τουρκία για έναν χρόνο.  Ήταν χάλια. Εκεί δεν είχαμε λεφτά, ούτε φαΐ, ήταν ένα δωμάτιο με 30-35 άτομα.  Έπρεπε να κοιμάμαι ευθεία, δεν μπορούσα καν να αλλάξω πλευρό».

Αποκαλυπτική η μαρτυρία του 18χρονου Άχμεντ: «Μας δίνουν δύο ευκαιρίες για το άσυλο. Την πρώτη φορά πήρα απορριπτικό, αλλά θα κάνουμε προσφυγή για την αλλαγή της απόφασης. Μου είπαν ‘δεν είναι κάτι πολύ σημαντικό αυτό που μας λες, η ιστορία σου’»

Καμία στήριξη, ούτε τα 150 ευρώ

Τον πρώτο καιρό ο  Άχμεντ έμεινε σε ξενώνα ανηλίκων μαζί με πολλά άλλα παιδιά και στη συνέχεια η δομή, κρίνοντας ότι είναι έτοιμος, τον παρέπεμψε σε διαμέρισμα ημιαυτόνομης διαβίωσης, το οποίο εποπτεύει η οργάνωση International Rescue Committee (IRC) Hellas. «Πήγαμε και τον είδαμε και θα σου πω κάτι λίγο πιο συναισθηματικό, αλλά έχει πολύ μεγάλη αξία, γιατί ο  Άχμεντ όταν ήρθε πρώτη φορά σε μας, φόραγε πιτζαμάκια σετ με τιγράκια και ήταν η πρώτη φορά που ξυρίστηκε. Και μ’ αυτό θέλω να πω ότι δεν μπορώ να διανοηθώ πώς γίνεται ένα κράτος να μην αναγνωρίζει σε ένα παιδί το δικαίωμα να μείνει εδώ και να μείνει με αξιοπρέπεια» λέει στην ΑΥΓΗ της Κυριακής η Γαρυφαλλιά Τσιάρα, υπεύθυνη προγραμμάτων παιδικής προστασίας στην IRC και άνθρωπος που έχει ζήσει από κοντά τον  Άχμεντ.

Μέρα με τη μέρα προσαρμοζόταν όλο και περισσότερο. Πήγαινε σε σχολείο στην πλατεία Αττικής και συνάντησε ένα περιβάλλον που τον αποδέχτηκε εύκολα. Η προσπάθειά του θα σταματούσε αιφνιδιαστικά στη Β΄ Γυμνασίου. Πηγαίνοντας να μείνει σε διαμέρισμα για άτομα άνω των 18 ετών (το λειτουργεί άλλη οργάνωση), βρέθηκε ξαφνικά χωρίς ουσιαστική υποστήριξη, με αποτέλεσμα να χρειάζεται να πιάσει δουλειά. Ακόμη και η χρηματοδότηση των 150 ευρώ που έδινε το κράτος σταμάτησε για δύο μήνες, με αποτέλεσμα να μην βγαίνουν τα λεφτά ούτε για το νερό.

«Έμεινε πάρα πολύς κόσμος για δύο μήνες χωρίς χρήματα, που αυτό σημαίνει ότι δεν έχω να πάρω να φάω. Δεν είναι απλώς δεν έχω να πάρω τσιγάρα» λέει η Γ. Τσιάρα. Για να τα καταφέρει με το φαΐ, πήγαινε κάθε μέρα απ’ την Ηλιούπολη όπου μένει τώρα στα Κάτω Πατήσια δύο φορές τη μέρα. «Εκεί μένει ένας φίλος μου, δουλεύει και με βοηθάει» μας λέει. Ταυτόχρονα είχε να κάνει για αρκετές ημέρες ακόμα μία διαδρομή, μέχρι τη Νίκαια, όπου γίνονταν τα σεμινάριά του για διερμηνέας.

Αυτό είναι το όνειρό του. Σε μια χώρα που έχει δεσμό με τη ζωή της να του δοθεί η ευκαιρία να συνεχίσει αυτά που ξεκίνησε. «Όπως πάνε τα πράγματα τώρα, πιστεύω ότι σε δύο μήνες θα μου πάρουν και την τωρινή άδεια παραμονής. Και μετά τι; Θα με πάρει η αστυνομία και θα πάω στη φυλακή για ενάμισι-δύο χρόνια, όπως συμβαίνει με άλλους; Πήγα σχολείο, πήγα σε σεμινάριο και στο τέλος θα με στείλουν πίσω στο Πακιστάν; Πόσα χρόνια θα έχω χάσει; Οκτώ, δέκα και δεν θα έχω πάρει τίποτα;»

Τουλάχιστον εδώ είμαι ένας αριθμός που αναγνωρίζεται

Από το Αφγανιστάν, όπου είδε τα αδέλφια του να σκοτώνονται, Τουρκία και μετά Ελλάδα, όπου ένας μάστορας του έδωσε δουλειά, μια οικογένεια τον έστειλε σχολείο και έτσι έγινε μεταφραστής

Ο Ουαρίς Σολεϊμανί έφυγε από το Αφγανιστάν στα 13 του. Γεννημένος στην Καμπούλ, είδε στα 2 του χρόνια να χάνονται δύο απ’ τα αδέλφια του, στα 8 του να τραυματίζονται θανάσιμα από εκρηκτικά στον δρόμο άλλα δύο αδέλφια τα οποία σκοτώθηκαν από θραύσματα μέσα στο κτήριο όπου δούλευαν και λίγα χρόνια αργότερα να δολοφονείται ο δίδυμος αδερφός του από Ταλιμπάν, όταν θεώρησαν ότι επιχείρησε να δραπετεύσει από ομάδα που είχαν φτιάξει και τοποθέτησαν εκρηκτικό μηχανισμό στο μηχανάκι του. Εκεί ξεκινά και η δική του ιστορία φυγής, που η συνέχειά της φτάνει σήμερα στο Περιστέρι Αττικής.

«Πέρασα με βάρκα και θυμάμαι την πρώτη μέρα που βγήκαμε απ’ τη θάλασσα και περπατούσαμε με βρεγμένα ρούχα, γιατί δεν υπήρχε τότε αστυνομία να κυκλοφορεί τόσο συχνά, περπατούσαμε πάνω στη Μόρια μέσα στα βουνά και φτάσαμε στο κέντρο κοντά της Μυτιλήνης, όπου και παραδοθήκαμε στην αστυνομία» θυμάται από τότε.  Ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς του 2007. Μετά, που βρέθηκε στην Αθήνα, κατέληξε να τριγυρνά από δω κι από κει. «Απλά περπατούσα στον δρόμο. Δύο λέξεις είχα μάθει στα ελληνικά και τις έλεγα: Φαΐ, δουλειά. Δεν είχε σημασία το πού θα ξημέρωνε για μένα και πού θα ξενυχτούσα, απλά έψαχνα να βρω οποιοδήποτε καταφύγιο ή αν έβλεπα κάποιον στον δρόμο σαν εμένα να του πω για σπίτι. Οι συμπατριώτες μου ήταν τότε 3.000 συνολικά, πολλοί σε νησιά, από δω κι από κει. Στην Αθήνα ήταν άνθρωποι που φεύγανε. Οπότε, όποιον έβρισκα ρωτούσα για φιλοξενία, κοιμόμουν στα πάρκα ή κάποιος μπορούσε να με φιλοξενήσει να κάνω ένα μπάνιο, να μου δώσει φαγητό και να φύγω».

Τον Απρίλιο του 2008, ανήμερα των γενεθλίων του ή μια ημέρα πριν, δεν είναι σίγουρος, οι δύο λέξεις που είχε μάθει ακούστηκαν την κατάλληλη στιγμή μπροστά στον κατάλληλο άνθρωπο.  Ένας μάστορας που έκανε επιδιορθώσεις σε σπίτια δέχτηκε να τον πάρει μαζί του για κουβάλημα, αντικαθιστώντας έτσι έναν βοηθό του που έλειπε. Στο σπίτι που πήγαν στο Περιστέρι, η οικογένεια που τους υποδέχτηκε εκδήλωσε την πρόθεση να βοηθήσει τον Ουαρίς κι έτσι μένει από τότε μαζί τους.

Παρά τις προσπάθειες που κατέβαλαν, μπόρεσε να πάει σχολείο μόλις το 2013 και να τελειώσει το Γυμνάσιο. Το 2016, μετά από χρόνια αναμονής και ταλαιπωρίας, κατάφερε επιτέλους να πάρει το άσυλο κι από τότε μέχρι σήμερα δουλεύει ως διερμηνέας. Πριν πάρει το άσυλο, ωστόσο, και πριν καταφέρει ακόμη να πάει στο σχολείο, είχε ήδη πετύχει να ενταχθεί με επιτυχία στην ελληνική κοινωνία. Τον βοήθησε η οικογένεια που τον βρήκε, έμαθε γρήγορα και καλά τα ελληνικά, πήγαινε στο κυριακάτικο σχολείο μεταναστών στα Εξάρχεια, έκανε φίλους, αγάπησε και αγαπήθηκε.

Μας σκοτώνουν και μας παίρνουν τα όργανα

Τι θα γινόταν όμως αν δεν τα είχε καταφέρει; Τι θα γινόταν αν τον είχαν απελάσει κι εκείνον στην Τουρκία όπου ισχύει η ίδια συνθήκη με το Πακιστάν; «Ξέρεις τι γίνεται εκεί. Κάθε μέρα ακούμε ότι μας σκοτώνουν. Προχθές ένα παιδί μού έλεγε ότι χάθηκαν ο αδελφός του κι ο ξάδελφός του. Ο ξάδελφός του βρέθηκε δίπλα σ’ έναν κάδο ακρωτηριασμένος. Του είχαν βγάλει το συκώτι, την καρδιά, τα νεφρά και τα μάτια. Ο αδελφός του αγνοείται ακόμη». Ο Ουαρίς πιστεύει ότι πίσω απ’ τις επιθέσεις είναι διάφορες παρακρατικές ομάδες.  Άλλωστε στην Τουρκία, όπως λέει, «δεν έχεις κανένα δικαίωμα, δεν έχεις τίποτα να κάνεις, είσαι ένας αριθμός που δεν αναγνωρίζεται καν. Στην Ελλάδα είμαστε αριθμοί, τουλάχιστον όμως αυτοί οι αριθμοί αναγνωρίζονται».