Ούτε ο -από παιδί σχεδόν- διάσημος βιολονίστας Vadim Viktorovich Repin ούτε ο συνεχώς ανερχόμενος αρχιμουσικός Michał Nesterowicz (για αμφοτέρους οι προσδιορισμοί κυριολεκτούνται) φιλοξενήθηκαν για πρώτη φορά από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών. Μολαταύτα, η «τακτική» συναυλία (κατ’ εξαίρεσιν) της Πέμπτης 27 Φεβρουαρίου έμοιαζε να προεξοφλεί στη συνείδηση όχι κατ’ ανάγκην ευάριθμων φιλομούσων μια ιδιαίτερη περίσταση. Εν πρώτοις, λόγω των δύο επιβλητικών προγραμματικών κιόνων της εκδήλωσης και της φαινομενικά αντιδιαμετρικής «μετανάστευσης» των συνθετών, πραγματικής και εσωτερικής, στο ίδιο πλαίσιο καταγωγής αλλά σε διαφορετικά κοινωνικά συστήματα. Και, βέβαια, λόγω της δικής μας επίκαιρης αντιπαράστασης με μια ιστορικά δυσχερώς πιστευτή επιδίωξη αναίρεσης πανανθρώπινης σημασίας πολιτειακών αξιακών παραμέτρων και ιδεωδών που θεωρούσαμε ακλόνητα.
Το πρώτο από τα δύο κοντσέρτα για βιολί και ορχήστρα του Dmitri Shostakovich, σε λα ελάσσονα εκπροσωπεί κατά τον πλέον τεκμηριωμένο τρόπο τη δεύτερη -επταετή- εσωτερική μετανάστευση του συνθέτη μετά το διαβόητο «διάταγμα Ζντάνωφ», που οδήγησε το έργ. 77, περίπου έτοιμο το 1948, να πρωτοπαρουσιαστεί ως έργ. 99 το 1955!
Σπανίως συναυλία εγκαινιάζεται σε παρομοίως ερεβώδη ατμόσφαιρα όπως αυτή που επιτάσσει το εναρκτήριο «Νυχτερινό» του τετραμερούς κοντσέρτου. Η λιτή, τεχνικά και υφολογικά ασφαλής, κυρίως δε βιωματικά εγκαταβιωμένη αναδοχή της σκοτεινής ατμόσφαιρας από τον Ρώσο βιρτουόζο πέτυχε με τον πιο εκφραστικά μεστό τρόπο ένα επίπεδο μουσικότητας και εκφοράς γι’ αυτή την ψυχολογικά αδιέξοδη και βουβά οδυνηρή σελίδα, όπου η δεξιοτεχνία επιβεβαιώνεται κρυπτόμενη. Και φυσικά όχι μόνη αλλά υπό την ευαίσθητη μουσική διεύθυνση του Πολωνού μαέστρου, που ανέδειξε ποιότητες διακριτικότητας της ΚΟΑ και συνέβαλε καθοριστικά στην ανάδειξη αυτής της πάντα επίκαιρης μουσικής. Εντυπωσίασε το γεγονός ότι και στη μεγάλη αυτή αίθουσα η μουσική του Σοστακόβιτς λειτούργησε τόσο προσωπικά, με την υπαρξιακή έννοια του όρου, ακόμη και στην ανυπόκριτη οργή του δαιμονικού scherzo που ακολούθησε.
Η βαρυσήμαντη ερμηνεία συντήρησε αδιάπτωτο momentum και στην Passacaglia, με τον γεννημένο στη Σιβηρία σολίστ να επιβεβαιώνει την κλάση του με αφοπλιστική ουσία, κατ’ εξοχήν δε στην καντέντσα, ενώπιον μιας κατάμεστης αίθουσας που κρατούσε την αναπνοή της, μεταβατική προς τη νευρωτικά λυτρωτική Burlesque, αποθέωση του μουσικού σαρκασμού, στην οποία ανταποκρίθηκαν ενιαίως και επαξίως σολίστ και Κρατική.
Και Ραχμάνινοφ
Πολύ πρωτύτερα και μακριά από τον «σοσιαλιστικό παράδεισο» του Στάλιν και των επιγόνων του, όχι ακόμη εσαεί εκπατρισμένος μαζί με το ancien régime της μεγάλης χώρας του, ο Sergei Rachmaninov, με τα τεράστια μελαγχολικά μάτια, ανέρρωνε από τον ψυχολογικό αντίκτυπο αποτυχίας της 1ης του συμφωνίας συνθέτοντας τη 2η και ως σήμερα πλέον διαδεδομένη από τις κατ’ ουσίαν τέσσερίς του. Με οδηγό τον Νεστερόβιτς, η ΚΟΑ αναζήτησε επιτυχημένα τη μακρά πνοή των ατελεύτητων μελωδιών της 1ης και της 3ης κίνησης, ευήκοη σε βαρυσήμαντες κρούσεις του πεπρωμένου και στον πλούτο των εσώτερων φωνών της θαυμαστής ενορχήστρωσης, χωρίς ανακοπή της μεγάλης γραμμής της μουσικής, με πλούσια έγχορδα και προβεβλημένη συμβολή από κόρνα, κλαρινέτο και τα λοιπά ξύλινα…