Οσοι θεατές της συναυλίας της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών (ΚΟΑ) στις 17 Ιανουαρίου 2025 δεν είχαν παρακολουθήσει παλαιότερα ατομική εμφάνιση του Cyprien Katsaris αδυνατούσαν να κατανοήσουν την ποιότητα του παγκοσμίως μοναδικού πιανίστα ως κατ’ εξοχήν «ρομαντικού» δεξιοτέχνη, και δικαιολογημένα. Σε εποχή μονογραφικών προγραμμάτων ή παρουσιάσεων κύκλων έργων η ακολουθία από αποκαλυπτικές της τέχνης του εμφανιζόμενου μινιατούρες, κατά την πρακτική μιας απώτερης εποχής, ασφαλώς ξενίζει. Ψήγμα αυτής της ιδιαιτερότητάς του αποκάλυψε ο καλλιτέχνης και με την αποδοχή όπως εγκαινιάσει την προγραμματικά συναρπαστική βραδιά με τη Σουίτα αρ. 1 «pour orchestre et piano» του Μίκη Θεοδωράκη, πρωτόλειο της παρισινής παραμονής του, που ολοκληρώθηκε τον Δεκέμβριο του 1955 και πρωτοερμηνεύθηκε από την ΚΟΑ τον Φεβρουάριο του 1957 με σολίστ τον μελετητή του Μπάρτοκ Jean Vigue και μαέστρο τον Ανδρέα Παρίδη.
Η πυρέσσουσα διεύθυνση της Ζωής Τσόκανου ανέδειξε το πενταμερές έργο ως επίκαιρο sostenuto δυστοπίας, ενορχηστρωτικά ογκώδες, μολαταύτα διαυγές ορχηστρικό όργιο στον εικονοκλαστικό αστερισμό του μεσούντος 20ού αιώνα και της ομολογούμενης επιρροής του Στραβίνσκι. Η ατμόσφαιρα του εναρκτήριου Allegro παραμένει οργιώδης και απειλητική και μετά την είσοδο του πιάνου, με ανάγλυφο και κυρίαρχο ρυθμικό πρωτογονισμό που καταλήγει σε μυστηριακά αινιγματική αποκλιμάκωση. Υπόκωφη ένταση χαρακτηρίζει και τη β΄ κίνηση, που κλιμακώνεται σε αφόρητο επίπεδο συναγερμού απότομης λήξης. Ο ρυθμός, δημώδους κρητικής προέλευσης και μεθοδολογίας κατά τον συνθέτη, παραμένει κυρίαρχος και στο Presto με πρωτοβουλίες ποικίλων κρουστών, τα οποία, με αγαστή συμμετοχή του πιάνου, συντηρούν την αδυσώπητα τελετουργική ατμόσφαιρα ενός εφιαλτικού μυστηρίου. Θαυμάζει κάποιος τη διατήρηση ενός τόσο μονοσήμαντου κλίματος μουσικής παραφοράς, αλλά και τη μοναχική δήλωση του πιάνου στην αρχή του καταληκτικού Calmo, απέναντι στις σταδιακά εντεινόμενες αποκρίσεις ξύλινων και χάλκινων, δίκην επικράτησης σε ερημικό τοπίο.
Αν στη Σουίτα του Θεοδωράκη ο Κατσαρής αποδέχθηκε τον άχαρο ρόλο του πιάνου ως συμπληρωματικού κρουστού, η «Ουγγρική φαντασία» του Franz Liszt, επεξεργασία της 14ης Ραψωδίας για πιάνο και ορχήστρα, ανέδειξε την πτεροδάκτυλη κυριαρχία του ως μεγάλου ερμηνευτή του συνθέτη. Το ασύλληπτα ανάλαφρο και εγχρώματο toucher του έλαμψε στην παιγνιώδη τσιγγάνικη αναφορά της σύνθεσης με δαντελένια λεπτότητα και αδαμάντινες διαθλάσεις αυστηρά πειθαρχημένης και όμως φαινομενικά αβίαστης ταχύτητας και ευκινησίας. Ο δε αυθόρμητος αυτοσχεδιασμός σε τρεις νότες που του πρότειναν οι θεατές (ντο δίεση, λα ύφεση και φα δίεση) και μια «Φαντασία» του Θεοδωράκη ολοκλήρωσαν μοναδικά το πρώτο μέρος της συναυλίας.
Μετά το διάλειμμα η ολιγόλεπτη ορχηστρική σπανιότητα «D’ un matin du Printemps» (1918), κύκνειο άσμα της 25χρονης Lili Boulanger, εβδομάδες πριν από τον αδόκητο θάνατό της, δεν μας αποκαλύφθηκε. Όμως στην καταληκτική της βραδιάς «La mer» (Η θάλασσα) του Claude Debussy η Τσόκανου κατέγραψε μια από τις ευτυχέστερες ερμηνείες της στο πλαίσιο συλλογικού αισθητικού οράματος, που η ίδια ενσάρκωσε με προσήλωση και ακρίβεια. Απόλαυση η παστέλ ποιότητα που προσιδιάζει στον ιμπρεσιονισμό, η εσωτερική διαφάνεια της παρτιτούρας, οι πολλές ατομικές διακρίσεις μουσικών της Ορχήστρας.