Live τώρα    
23°C Αθήνα
ΑΘΗΝΑ
Αίθριος καιρός
23 °C
21.2°C24.1°C
2 BF 48%
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Σποραδικές νεφώσεις
21 °C
19.9°C22.7°C
2 BF 51%
ΠΑΤΡΑ
Αυξημένες νεφώσεις
19 °C
18.3°C20.0°C
1 BF 68%
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Αίθριος καιρός
21 °C
20.8°C22.2°C
2 BF 73%
ΛΑΡΙΣΑ
Αίθριος καιρός
21 °C
20.9°C20.9°C
0 BF 46%
Κριτική κινηματογράφου / Από τον διαχρονικό ρομαντισμό στο ιρλανδικό ραπ
  • Μείωση μεγέθους γραμματοσειράς
  • Αύξηση μεγέθους γραμματοσειράς
Εκτύπωση

Κριτική κινηματογράφου / Από τον διαχρονικό ρομαντισμό στο ιρλανδικό ραπ

Ένας εγκεφαλικός sci-fi γρίφος με τη μορφή ψυχοδράματος, μια διαμαρτυρία κατά των εχθροπραξιών στη Δυτικής Όχθης απ’ το Ισραήλ και μια βιογραφική ταινία με χιπ χοπ κυριαρχούν αυτή την εβδομάδα.

Ενδιαφέρουσες ταινίες διεκδικούν την προσοχή του κοινού στις αίθουσες αυτή την εβδομάδα.

 

Το Θηρίο (Τhe Beast) ★★1/2

Σκηνοθεσία: Μπερτράν Μπονελό

Πρωταγωνιστούν: Λέα Σεϊντού, Τζορτζ Μακέι, Mάρτα Χόσκινς

Μια γυναίκα και ένας άντρας βιώνουν έναν ανεκπλήρωτο έρωτα σε τρεις διαφορετικές χρονικές στιγμές που συναντιούνται: το 1910, το 2014 και το 2044. Και στις τρεις εποχές, η γυναίκα βασανίζεται από μια διαρκή ανησυχία πως κάτι φρικτό πρόκειται να συμβεί.

Έχοντας σαν βάση το «The beast in the jungle» του Χένρι Τζέιμς, ο Μπερτράν Μπονελό επιχειρεί να δώσει μια ρομαντική αύρα στο δίγλωσσο υπαρξιακό του δράμα, εκμεταλλευόμενος στο έπακρο το ερμηνευτικό εκτόπισμα της Λέα Σεϊντού. Το πνιγηρό αίσθημα της αποξένωσης διαπερνά τις συναντήσεις και τους διαλόγους των δυο χαρακτήρων που μοιάζουν να είναι βγαλμένοι από μια απραγματοποίητη φαντασίωση του Βισκόντι. Οι δύο ήρωες άλλοτε ερωτοτροπούν σε δυστοπικό παριζιάνικο διάκοσμο και άλλοτε κουβεντιάζουν στην καρδιά της Μπελ Επόκ ευδαιμονίας του μεσοπολέμου. Μια ανεξήγητη αίσθηση απειλής επισκιάζει διαρκώς κάθε απόπειρα των δύο χαρακτήρων για φλερτ. Υποτίθεται ότι το 2044, η τεχνητή νοημοσύνη, η οποία θεωρείται ασφαλέστερη από την ελαττωματική ανθρώπινη σκέψη, χρησιμοποιείται για να αλλοιώσει το DNA και να εξαγνίσει τη σάρκα. Η ηρωίδα λοιπόν μπαίνει σε μια διαδικασία που υποτίθεται ότι θα την απαλλάξει από κάθε συναισθηματική αστάθεια, πηγαίνοντας πίσω στο χρόνο, στις προηγούμενες ζωές της, πιστεύοντας ότι η εξάλειψη κάθε τραύματος στον γενετικό της κώδικα θα την κάνει όχι μόνο πιο κατάλληλη για μια δουλειά, αλλά και πιο ικανοποιημένη. Μεταφέρεται λοιπόν στο 1910, όπου τη συναντάμε να στοιχειώνεται απ’ την ιδέα ότι κάποια επικείμενη μοίρα θα την βρει. Το 2014 είναι ηθοποιός και μοντέλο που παλεύει με την ίδια αίσθηση, ότι κάτι τρομερό θα μπορούσε να συμβεί ανά πάσα στιγμή. Και βέβαια, υπάρχει και η Γκαμπριέλ του 2044, η οποία παλεύει με την ιδέα ότι χάνει την ένταση των συναισθημάτων της και την ανθρώπινή της διάσταση. Μέσα από όλα αυτά, αλληλοεπιδρά με τρεις διαφορετικές εκδοχές του Λούις, ο οποίος είναι άλλοτε φιλόδοξος εραστής, άλλοτε στοργικός φίλος και άλλοτε μια απειλητική παρουσία που μπορεί να φέρει την καταστροφή.

Δεν δένει πάντα δραματουργικά το φιλόδοξο εγχείρημα του Μπονελό και είναι δύσκολο να αγγίξει τους θεατές αυτός ο συναισθηματικός και απόλυτα εγκεφαλικός sci-fi γρίφος, διάρκειας 145 λεπτών. Καθώς ο σκηνοθετικός ρυθμός του Μπονέλο επιβραδύνει και μας ζητά να σκεφτούμε κάθε χειρονομία και κάθε βαρύ θέμα που συσσωρεύεται πάνω σε αυτή τη στοίβα ιδεών, η ταινία λαχταρά να επικοινωνήσει κάτι που αξίζει τον κόπο και έχει μια σχεδόν απελπισμένη ανάγκη να μας μεταφέρει τις συναισθηματικές της αλήθειες. Καθώς ελίσσεται προσεκτικά και μεθοδικά μέσα από τρεις διαφορετικές εποχές της ανθρώπινης εμπειρίας, υπάρχουν στιγμές που το «The Beast» μπορεί να μοιάζει λίγο χαμένο, και υπερβολικά αυτάρεσκο μέσα στην πολυτελή εξερεύνηση των θεμάτων του. Όμως, αν μη τι άλλο, υπάρχει μια ζοφερότητα σε αυτό το φανταστικό μέλλον, η οποία αντισταθμίζεται από τις ζωηρές αποχρώσεις που δημιουργεί η κάμερα στα πλούσια χρώματα του Παρισιού και στα δροσερά νερά της πισίνας του Λος Άντζελες. Προς τιμήν του, ο σκηνοθέτης αφήνει τα μεγάλα ερωτήματα αναπάντητα, επιλέγοντας να μας δείξει δύο χαρακτήρες να συναντιούνται πέρα από τον χώρο και τον χρόνο, χωρίς ποτέ να καταλήγουν σε εύκολα συμπεράσματα.

 


Σύντομη Ιστορία μιας Οικογένειας (Brief History of a Family) ★★★

Σκηνοθεσία: Λιν Ζανζιέ

Πρωταγωνιστούν: Ζου Φενγκ, Λιν Μουράν, Σουν Τζιλούν

Ύστερα από ένα ατύχημα, ένας έφηβος μπαίνει στο σπίτι μιας μεσοαστικής οικογένειας. Ο νεαρός αρχικά φέρεται ως φίλος του γιού, αλλά σταδιακά διεκδικεί όλο και πιο μεγαλύτερη θέση στην οικογένεια, παραγκωνίζοντας το βιολογικό παιδί.

Έχοντας στον θεματικό του άξονα τον αδιανόητο νόμο που επέβαλε μέχρι ένα παιδί ανά οικογένεια στην Κίνα, για την αντιμετώπιση του υπερπληθυσμού, ο Λιν Ζιανζιέ χρησιμοποιεί τους μηχανισμούς του σασπένς για να αφηγηθεί την σταδιακή εισβολή ενός αγνώστου που αθόρυβα και σταδιακά διεκδικεί χώρο και τελικά επιβάλλεται ως πιο αξιόλογο τέκνο που θα κάνει περήφανους τους νέους του γονείς. Το εκκολαπτόμενο νέο μέλος της οικογένειας μοιάζει επιβλητικό και πανούργο, αλλά μπορεί να τον χρωματίζει έτσι η ανασφάλεια του βιολογικού γιού που δεν είναι καθόλου φιλόδοξος και εργατικός και έχει δυτικά γούστα, κάτι που η παραδοσιακή του οικογένεια δυσκολεύεται να εκτιμήσει. Όσο οι δύο γονείς υποκύπτουν σιγά σιγά στην (πιθανώς) σκοτεινή στοργή του ήσυχου συμμαθητή του γιου τους, το σασπένς γίνεται απολαυστικό και ταυτόχρονα κουβαλάει ένα κοινωνικοπολιτικό σχόλιο για την παράδοση των αξιών και τη γονική επιθυμία, ειδικά στο πλαίσιο των υψηλών προσδοκιών που πυροδότησαν οι κυβερνητικοί περιορισμοί της Κίνας. Ειδικά, όσο οι γονείς δείχνουν όλο και περισσότερο να επιθυμούν μια δεύτερη ευκαιρία, με ένα παιδί που εκτιμά όλα όσα ο πρωτότοκος τους θεωρεί δεδομένα ή τον κάνουν να δυσανασχετεί. Βέβαια, ο ρόλος του μικροσκοπίου που ο σκηνοθέτης προσδίδει στην κάμερα, με τα αυστηρά πλάνα που ζουμάρουν στην οικογένεια σαν να είναι μια κυτταρική μονάδα- μας λέει περισσότερα για τον σκηνοθέτη παρά για τους ήρωες. Ο Λιν Ζανζιέ βλέπει τους χαρακτήρες του ως συστατικά μέρη ενός πειράματος, ωθώντας κάθε μεταβλητή στα όριά της για να δει πώς θα αντιδράσουν οι υπόλοιποι. Πρόκειται όμως για ένα ανησυχητικό δράμα δωματίου, που εξελίσσεται μέσα από ύπουλες συναλλαγές και μερικές τολμηρές, ονειρικές σεκάνς, μέχρι το γλυκόπικρο τέλος που αντανακλά την υποσυνείδητη αντίληψή μας για την εύθραυστη φύση της παραδοσιακής οικογένειας.


Τhe Apprentice ★★

Σκηνοθεσία: Αλί Αμπάσι

Πρωταγωνιστούν: Σεμπάστιαν Σταν, Τζέρεμι Στρονγκ, Μαρία Μπακάλοβα

Η άνοδος του νεαρού Ντόναλντ Τραμπ στη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του 1970 και η γνωριμία του με τον σατανικό του μέντορα, τον αδίστακτο Ρόι Κον.

Το «Apprentice» είναι μια ταινία για την πιο αμφιλεγόμενη και αποκρουστική προσωπικότητα της τελευταίας δεκαετίας στην αμερικάνικη πολιτική. Όμως ο σκηνοθέτης δεν ασχολείται με την άνοδο του Τραμπ στον Λευκό Οίκο, αλλά εστιάζει στην αρχή της αμφιλεγόμενης καριέρας του. Η ταινία εστιάζει στη σχέση μεταξύ του νεαρού Τραμπ και του πολιτικού καθοδηγητή του Ρόι Κον (Τζέρεμι Στρονγκ), του ακροδεξιού εισαγγελέα της Νέας Υόρκης, γνωστού για το βρώμικο ρόλο του σε βασανισμούς και κρατικές δολοφονίες ως δεξί χέρι του Μακάρθι. Καθώς αναπτύσσεται η σχέση μέντορα και μαθητευόμενου, βλέπουμε τον Τραμπ να κάνει τις πρώτες υπολογισμένες του κινήσεις, εξαπατώντας τους πάντες στο δρόμο του προς το χρήμα. Η ταινία του Αλί Αμπάσι ξεκινά με τον νεαρό Τραμπ να δουλεύει για τον πατέρα του, διαχειριζόμενος ένα συγκρότημα διαμερισμάτων στο Κόνι Άιλαντ. Η δουλειά του Ντόναλντ είναι βρώμικη: πηγαίνει από πόρτα σε πόρτα εισπράττοντας ενοίκια, συχνά σε μετρητά, μοιράζοντας απειλές έξωσης και αντιμετωπίζοντας τις προσβολές των ενοίκων. Ο ίδιος θέλει να γίνει κτηματομεσίτης στο Μανχάταν- και ξεκινά μεγαλεπήβολα, με ένα σχέδιο ανακαίνισης ενός μεγάλου ξενοδοχείου, όταν η Νέα Υόρκη, βρισκόταν σε δεινή οικονομική κατάσταση και σε θεωρητικά μη αναστρέψιμη παρακμή. Ταυτόχρονα θέλει απεγνωσμένα να γίνει μέλος της υψηλής κοινωνίας του.

Η απεικόνιση του Τραμπ, όχι ως διαχρονικό προϊόν τερατογέννεσης του νεοφιλελευθερισμού, αλλά σαν καρτουνίστικη περσόνα που λόγω αφέλειας παρασύρεται από έναν αμοραλιστή λομπίστα, σε μια ταινία που κυκλοφορεί τον ίδιο μήνα που διεκδικεί εκ νέου την προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών, είναι παράξενη υπόθεση. Το «Apprentice» μπαίνει σε μια ιδιαίτερη λίστα απολιτίκ ταινιών και στέκεται ανάμεσα στο «Iron Lady» όπου η Μέριλ Στριπ υποδύονταν την Θάτσερ σε προχωρημένη ηλικία να βασανίζεται από γεροντική άνοια και στο «Loro» του Πάολο Σορεντίνο, όπου ο Ιταλός σκηνοθέτης ήταν σχεδόν γοητευμένος από τον κοσμικό τρόπο ζωής και τις ραδιουργίες του Μπερλουσκόνι. Το «Apprentice» διαθέτει ένα στακάτο και νευρώδες μοντάζ και την αφήγηση προκρίνει η εύστοχη ερμηνεία του Σεμπάστιαν Σταν που αποτυπώνει ρεαλιστικά τη φωνή, τα τικ, τις ιδιομορφίες και τα μοτίβα ομιλίας του Τραμπ, αποφεύγοντας παράλληλα τα στοιχεία που έχουν μιμηθεί πολλοί κωμικοί. Εδώ, οι τονισμοί της ομιλίας, οι χειρονομίες και ο τρόπος ομιλίας του Τραμπ αποφεύγει την παρωδία ή τη γελοιοποίηση. Επίσης, ο Τζέρεμι Στρονγκ μπορεί να υποδύεται άριστα τον Ρόι Κον, όμως το σενάριο τον λυτρώνει στο δεύτερο μισό και τον μετατρέπει σε τραγική φιγούρα. Θα έλεγε κάποιος καχύποπτος ότι η ταινία έγινε φαινομενικά για τον Τραμπ αλλά ο πραγματικός σκοπός ήταν να φροντιστεί η υστεροφημία του Ρόι Κον, ώστε από αδίστακτο παρακρατικό τραμπούκο να τον δούμε σαν δάσκαλο που πληγώθηκε από την αχαριστία του μαθητή του. Τον άνθρωπο του οποίου οι τακτικές έστειλαν αριστερούς στη φυλακή και στο θάνατο για εσχάτη προδοσία, τον βλέπουμε με συμπόνια όταν κείτεται ανήμπορος και προδομένος στο κρεβάτι, χτυπημένος απ΄ το AIDS. Ο σκηνοθέτης Αλί Αμπάσι εξερευνά το επιχειρηματικό προφίλ του Τραμπ και όχι το πολιτικό. Αυτή είναι μια συνειδητή επιλογή και όχι μια αναγκαστική στροφή του σεναρίου προκειμένου να αποφύγει το μένος του πρώην προέδρου. Η άνοδος του Τραμπ στην επιτυχία και η πτώση του στην ηθική αθλιότητα συνδέονται με την επιρροή του Ρόι Κον και τις διδαχές του: «Επίθεση, επίθεση, επίθεση», «μην παραδεχτείς τίποτα, αρνήσου τα πάντα» και «ποτέ μην παραδέχεσαι την ήττα». Ο νεαρός Ντόναλντ είναι ένα άβουλο μαθητευόμενο πλουσιόπαιδο που καταπιέστηκε από τον αυταρχικό πατέρα του και έμαθε να διαχειρίζεται την προσωπική του ζωή απ΄τον αδίστακτο Ρόι, ο οποίος τον έφερε σε έναν κόσμο διεφθαρμένης εξουσίας που αποδείχθηκε ακαταμάχητα δελεαστικός. Ποιος θα έλεγε όχι στο εύκολο χρήμα και την εξουσία; Στα παπούτσια του άγουρου και ρηχού πνευματικά 27χρονου Ντόναλντ, θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε, μας λέει το «The Apprentice». Χωρίς όμως καμία διορατικότητα στη φύση της εξουσίας, χωρίς σχόλιο πάνω στην αμοραλιστική επιχειρηματικότητα και χωρίς άποψη για τη ζύμωση της ιδεολογίας.


Kneecap ★★★1/2

Σκηνοθεσία: Ριτς Πέπιατ

Πρωταγωνιστούν: Μόγκλε Μπαπ, Μο Κάρα, Ντίτζει Πρόβεϊ, Μάικλ Φασμπέντερ

Ένα ραπ συγκρότημα στο Μπέλφαστ τραγουδάει στα ιρλανδικά και συμβάλει στον αγώνα να αναγνωριστεί ως επίσημη γλώσσα από τους Βρετανούς.

Η γλώσσα είναι δύναμη και εργαλείο κατά της καταπίεσης και υπέρ κάθε μορφής εξέγερση.

Όπως λέει ο χαρακτήρας του Μάικλ Φασμπέντερ στον μικρό του γιο: «Κάθε λέξη της ιρλανδικής γλώσσας που ξεστομίζεται, είναι και μια σφαίρα υπέρ της ιρλανδικής ελευθερίας». Πρόκειται για μια ομολογουμένως πολιτική ατάκα διαλόγου σε τόσο μεθυστική ταινία που σφύζει από ενέργεια και νεανικό παλμό και σε παρασύρει σε μια ταραχώδη διαδρομή. Η ταινία αποτελεί μια ημι-βιογραφική ιστορία του πραγματικού ιρλανδικού ραπ συγκροτήματος Kneecap, του οποίου τα μέλη υποδύονται τους εαυτούς τους καθώς μεγαλώνουν σε μια ιρλανδόφωνη συνοικία του Μπέλφαστ. Οι ραπ στίχοι του γκρουπ είναι εμπρηστικοί, αλλά το χιπ χοπ έχει τις ρίζες του στη διαμαρτυρία και την πρόκληση. Η ταινία διαθέτει την αυτοπεποίθηση στη σκηνοθεσία των πρώτων ταινιών του Ντάνι Μπόιλ (της εποχής του Trainspotting) καθώς τη διακατέχει το νεανικό σφρίγος και η γνήσια αναρχία. Όμως το Kneecap είναι αισιόδοξο και παρ' όλη την ασέβειά του, διαθέτει κάτι πολύ σοβαρό στον πυρήνα του - τη σύνδεση με την κληρονομιά και την υπεράσπιση μιας αυτόχθονης γλώσσας απέναντι σε όσους θα προτιμούσαν να τη δουν να χάνεται.

Το γεγονός ότι το «Kneecap» ανακοινώθηκε την περασμένη εβδομάδα ως η ιρλανδική επιλογή για τα Όσκαρ, είναι εντυπωσιακό. Η πανέξυπνη ταινία με τις εμπρηστικές ρίμες μιλάει με τρόπο φρέσκο και σημερινό για το διαγενεακό τραύμα που κληροδοτείται από τις ταραχές του IRA το ’70 μέχρι τα ναρκωτικά σε τοπικά ρέιβ πάρτι στη Βόρεια Ιρλανδία. Το  «Κneecap» είναι μια ταινία για τη γλώσσα και την προφορική παράδοση καθώς ο λόγος έχει τη δύναμη να δημιουργήσει ένα πολιτιστικό κίνημα και να απειλήσει κυβερνήσεις, είτε τραγουδάς για το MDMA είτε για τις ταξικές ανισότητες.


Kαμία Άλλη Γη (No Other Land) ★★1/2

Σκηνοθεσία: Μπάζελ Άντρα, Χάμνταν Μπαλάλ, Γιουβάλ Άμπραχαμ, Ρέιτσελ Ζορ

Για μια πενταετία ο Παλαιστίνιος ακτιβιστής Μπάζελ Άντρα και ο Ισραηλινός δημοσιογράφος Γιουβάλ Άμπραχαμ καταγράφουν την καταστροφή που αφήνει ο πόλεμος.

Η Μασαφέρ Γιάτα είναι μια περιοχή στη Δυτική Όχθη που αποτελείται από μικρούς οικισμούς Αράβων. Εκεί, οι στρατιώτες του Ισραήλ ισοπεδώνουν τα σπίτια και διώχνουν τους κατοίκους ώστε να εκμεταλλευτούν μελλοντικά τα εδάφη. Το «No Other Land» είναι ένα κλασικό δείγμα στρατευμένης δημοσιογραφίας που εστιάζει σε ένα πολύ σοβαρό ζήτημα. Ο φακός καταγράφει την απελπισία των εκτοπισμένων καθώς η κοινότητά τους κυριολεκτικά ισοπεδώνεται μπροστά στα μάτια τους και οι δημιουργοί μιλούν για την ψυχική επιβάρυνση που συνεπάγεται η ζωή υπό κατοχή. Αυτή είναι μια περίπτωση τεκμηρίωσης όπου το μήνυμα είναι πιο σημαντικό από τη καλλιτεχνική αρτιότητα και την πολύπλευρη έρευνα και η κινηματογραφική κολεκτίβα αριβιστών που έφτιαξαν την ταινία υπογραμμίζουν με έμφαση την αδικία και τον αβάσταχτο ξεριζωμό που φέρνει η αδυσώπητη επίθεση του ισραηλινού στρατού, που ματαιώνει σταθερά τις προσπάθειες των χωρικών να ξαναχτίσουν ό,τι έχει καταστραφεί. Καθώς η ταινία κινείται μέσα στα χρόνια προς τα τέλη του 2023, εγκαθιδρύεται ένα τρομερό μοτίβο αναμονής, καθώς οι ξαφνικές κατεδαφίσεις - ακόμη και, σε μια τρομερή περίπτωση, ενός σχολείου εν λειτουργία, προκαλώντας μια πανικόβλητη εκκένωση - γίνονται ρουτίνα. Ακολουθούν προσπάθειες ανοικοδόμησης της κοινότητας, ως επί το πλείστον τη νύχτα. Οι διαμαρτυρίες συναντούν επανειλημμένα την εχθρική αντίδραση της αστυνομίας και σιγά σιγά, οι κάτοικοι του αρχίζουν να παραδέχονται την ήττα τους, με πολλούς από αυτούς να μετακομίζουν σε στενάχωρα διαμερίσματα στην πόλη.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΓΝΩΜΕΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

EDITORIAL

ΑΝΑΛΥΣΗ

SOCIAL