Το σημαδιακό και μόνο αυτό έργο του Ευριπίδη, από όπου και αν το πιάσουμε μας αφήνει μια έντονη αίσθηση κοσμικής συντέλειας. Αναδίδει οσμή πυρπολημένης πόλης, καμένης σάρκας και γεύση στάχτης. Μοιάζει σαν να επέρχεται με αυτό το έργο το τέλος της Τραγωδίας. Αλλά πού βρίσκεται η άκρη του μίτου για να εκτυλίξουμε το νήμα αυτού του αινιγματικού έργου;
Οι «Βάκχες» ανήκουν γραμματολογικά στον Θηβαϊκό Κύκλο. Είναι όμως ταυτόχρονα και η μόνη σωζόμενη τραγωδία στην οποία μετέχει ο Διόνυσος. Και η μόνη τραγωδία του Θηβαϊκού Κύκλου στην οποία δεσπόζει δια της απουσίας της η Αντιγόνη.
Σύμφωνα με τον μύθο, ο Διόνυσος, «παράνομο» παιδί του Δία και της θνητής Σεμέλης, κόρης του Κάδμου και της Αρμονίας, είχε μια τραυματική γέννηση και μια τραυματική παιδική ηλικία. Η μητέρα του, όταν έμεινε έγκυος από τον Δία, ζήτησε ως εγγύηση της πίστης και αφοσίωσής του να εμφανιστεί μπροστά της στην αληθινή θεϊκή μορφή του. Ήταν μια σκέψη που της είχε υποβάλει η ζηλόφθονη Ήρα, για να την καταστρέψει. Ο Δίας που είχε δεσμευθεί με όρκο δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, εμφανίστηκε μπροστά της με τη μορφή του κεραυνού και την «έκαψε». Πήρε το έμβρυο μέσα από την κοιλιά της, το έραψε πρώτα στον μηρό του για να συμπληρωθούν οι μήνες της κύησης, και μετά το φυγάδευσε στην Κρήτη για να το προστατεύσει από την οργή της Ήρας. Αλλά η πάντοτε ζηλόφθονη Ήρα καιροφυλακτεί και στέλνει τους Τιτάνες που ξεγελούν το παιδί με κουδουνίστρες και καθρεφτάκια, το παρασύρουν, το κομματιάζουν, περνούν σε σούβλες τα κομμάτια του και ετοιμάζονται να τα ψήσουν. Ο Δίας προφταίνει ωστόσο να κεραυνώσει τους Τιτάνες (σύμφωνα με την ορφική παραλλαγή του μύθου, από τη στάχτη των κεραυνωμένων Τιτάνων αναδύθηκε το ανθρώπινο γένος!), και να αποκαταστήσει το κομματιασμένο σώμα του Διόνυσου. Αλλά οι περιπέτειές του δεν τελειώνουν εδώ. Ο Διόνυσος, ένας θεός με δύο όψεις, του θανάτου και της χαράς, του πένθους και της ανάστασης, πρέπει να επιστρέψει στον γενέθλιο τόπο του, τη Θήβα για να διεκδικήσει την πατρότητά του εκ Διός, που η πόλις τού αρνείται. Και για να ξαναγεννηθεί μέσα από μια μήτρα γυναίκας όχι απορριπτική.
Στην εκδοχή της «Αντιγόνης» του Σοφοκλή, η Αντιγόνη μόνη σε ολόκληρη τη Θήβα, με την ταφή του νεκρού αδελφού της ως πράξη αντίστασης ενάντια στον θεομάχο τύραννο Κρέοντα, αποδέχεται εντός της τον χαμογελαστό θεό της Τραγωδίας, Διόνυσο, και παίρνει «επάνω της» συνειδητά το τρομερό του βάρος. Γίνεται η ενδιόνυση Αντιγόνη, «Βάκχα νεκύων» (Βάκχη ανάμεσα στους νεκρούς) κατά τον Ευριπίδη, για να ξαναγεννήσει στον Άδη, σύμφωνα με τις δοξασίες των Ορφικών, τον Διόνυσο – βρέφος με τη μυστική ονομασία: Ίακχος. Η Αντιγόνη «μετριάζει» τον Θεό, τον ενανθρωπίζει, γίνεται η ίδια το ενδιάμεσο ανθρώπινο ανάστημα («τι είναι θεός, τι μη θεός και τι το ανάμεσό τους»), ο ζωντανός στύλος που σηκώνει το βάρος του τρομερού θεού για να μην πέσει ολόκληρος επάνω στην κοινότητα των ανθρώπων και την κάψει.
Στις «Βάκχες» του Ευριπίδη, με την έκλειψη της Αντιγόνης έχει εκλείψει ο τραγικός ήρως, η ηρωίδα που θα πάρει επάνω της συνειδητά την πράξη της θέωσης. Ο Πενθέας δεν θέλει να μετέχει στην Διονυσιακή τελετή, θέλει να είναι ένας απλός θεατής. Για να γίνει ο ίδιος, άθελά του, από θεατής θέαμα τραγικό. Το καμμένο τοπίο των Βακχών παραπέμπει άμεσα στο καμμένο τοπίο της Θήβας, όπως θα ήταν αν είχε «περάσει» το πείσμα του Κρέοντα και αν δεν είχε βρεθεί η Αντιγόνη να του αντισταθεί. Μπαίνουμε εδώ, νομίζω, στη φάση της τραγωδίας του μετατραγικού, απροσδιόνυσου σύγχρονου ανθρώπου.
Τι είδε και τι δεν είδε από τις «Βάκχες» ο Θάνος Παπακωνσταντίνου στην παράσταση που σκηνοθέτησε στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου; Θα το πω άμεσα, είδε το δέντρο, αλλά όχι το δάσος. Είδε το σχήμα αλλά όχι την εικόνα. Είδε τη φόρμα αλλά όχι την ουσία.
Υπάρχουν πράγματα στην Τραγωδία που ακούμε και πράγματα που βλέπουμε. Αλλά δεν πρέπει να συγχέονται αυτά τα δύο, επειδή το αποτέλεσμα θα είναι πλήρης σύγχυση. Οι αγγελικές ρήσεις είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα της πρώτης περίπτωσης. Ο θεατής καλείται να ενεργοποιήσει την μέσα όρασή του και να «δει» με τα μάτια της φαντασίας όσα ο άγγελος του περιγράφει. Επειδή η «μοντέρνα» άποψη ότι «μια εικόνα αξίζει όσο χίλιες λέξεις», είναι απλώς λανθασμένη. Το αντίθετο ισχύει.
Καλά είναι όσα γράφει στο εισαγωγικό σημείωμα του προγράμματος ο σκηνοθέτης, πράγματι το δράμα του «μοντέρνου» ανθρώπου είναι ότι δεν έχει τρόπο να υπερβεί τη συσσώρευση των εικόνων, με τον καταιγισμό της βίας που δέχεται από τα Μ.Μ.Ε., το διαδίκτυο και τις ποικίλες οθόνες. Δεν έχει το μυητικό/μιμητικό εργαλείο της Τραγωδίας, ώστε να τις συνθέσει σε ένα όλον που να υπερβαίνει τα επί μέρους, να τις αναγορεύσει σε σημασία. Σωστά. Αλλά στην παράσταση των «Βακχών» δεν είδαμε ούτε μια προσπάθεια να βρεθεί αυτό το χαμένο εργαλείο.
Αντίθετα, είδαμε μια βαρύγδουπη συσσώρευση μοντέρνων/μεταμοντέρων εικόνων, ήχων, χρωμάτων και σωμάτων, με μείξη του αφηγηματικού και του δρώντος. Η αγγελική ρήση π.χ. των όσων συμβαίνουν στον Κιθαιρώνα απαγορεύεται αυστηρά να συνοδεύεται από μια οπτική αναπαράσταση των λεγομένων. Επειδή σε αυτή την περίπτωση επέρχεται η σύγχυση, χάνουμε και τον λόγο και την εικόνα. Μάλιστα, όταν μοιράζουμε τον ρόλο του Αγγέλου σε τρεις ηθοποιούς, χάνουμε και τον ρόλο και τον λόγο και την εικόνα και την παράσταση την ίδια! Ακόμη, στο πρώτο μέρος οι γυναίκες ακόλουθοι του Διόνυσου δεν βακχεύονται, και ο Πενθέας στο δεύτερο δεν οδηγείται βακχευμένος στον Κιθαιρώνα: θέλει μόνο να «δει».
Το χορικό, καλοδουλεμένο εξωτερικά, με την παγχρωμία των βαμμένων σωμάτων, μια μοντέρνα μάλλον χορογραφία με στοιχεία μεταμοντέρνα, δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι ταίριαζε στο ήθος και ύφος αυτής της απεγνωσμένης, απελπισμένης, ύστατης τραγωδίας βυθών.
Από τη μουσική κρατάω τα τύμπανα. Έμπειροι, καλοί ηθοποιοί, όπως ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, ο Αργύρης Πανταζάρας, η Αλεξία Καλτσίκη, ο Θέμης Πάνου, η Μαριάννα Δημητρίου, φοβάμαι ότι χάθηκαν, πνίγηκε, εξουδετερώθηκε, αλλοιώθηκε ο λόγος τους, μέσα στον κατακλυσμό των εικόνων - σωμάτων και την ασωτία των χρωμάτων. Μοναδική επιζώσα ενός ναυαγίου, η έξοχη μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά.