Το σίκουελ μιας περιπέτειας που έπρεπε να έχει πάψει να μας απασχολεί εδώ και χρόνια, που έγινε με ξεκάθαρο κίνητρο την αναβίωση της καριέρας του Γουίλ Σμιθ, και ένα θρίλερ λαογραφικού τρόμου από την οικογένεια Σιάμαλαν προβάλλονται αυτή την εβδομάδα. Η πιο ενδιαφέρουσα ταινία όμως είναι μια μικρή εναλλακτική βιογραφία
για τον εκκεντρικό σουρεαλιστή καλλιτέχνη Σαλβαντόρ Νταλί
Τεστοστερόνη, εκρήξεις και σφαίρες. Μέχρι εκεί όμως...
Βad boys: Ride or die *1/2
Σκηνοθεσία: Αντίλ ελ Αρμπί, Μπιλάλ Φαλάχ
Πρωταγωνιστούν: Γουίλ Σμιθ, Μάρτιν Λόρενς, Βανέσα Χάτζενς, Τίφανι Χάντις
Οι πράκτορες Μάικ και Μάρκους, τα λεγόμενα κακά παιδιά του αστυνομικού σώματος, που συναντήθηκαν για πρώτη φορά στην ταινία του 1995, επιστρέφουν στην τέταρτη ταινία της κινηματογραφικής σειράς. Όμως αυτή τη φορά, από διώκτες, βρίσκονται κυνηγημένοι. Η ταινία «Bad boys» ήταν που λάνσαρε την ανυπόφορη καριέρα του Μάικλ Μπέι. Ο φιλόδοξος βιντεοκλιπάς έσκαγε από τη ζήλια του βλέποντας πετυχημένα αντρικά «buddy cop movies» όπως το «Φονικό όπλο» ή το «48 ώρες», δηλαδή τεστοστερονούχες αστυνομικές ταινίες όπου πρωταγωνιστεί ένα δίδυμο που εν μέσω ανατινάξεων, κυνηγητών και matcho σαρκασμού καταδιώκει νοσηρούς εγκληματίες που συνήθως έχουν ξενική προφορά. Αντίθετα με τα δύο προηγούμενα παραδείγματα, όπου στο ένα ο τρελούτσικος Μελ Γκίμπσον ήταν ο κράχτης έναντι του οικογενειάρχη Ντάνι Γκλόβερ και στο άλλο ο Έντι Μέρφι ήταν στο απόγειο της δόξας του, ο Μπέι τόλμησε να βάλει ένα μαύρο πρωταγωνιστικό δίδυμο, τον Γουίλ Σμιθ και τον Μάρτιν Λόρενς, ένα στοίχημα που πριν από τριάντα χρόνια δεν φάνταζε τόσο σίγουρο.
Κληρονόμοι του άκρως στιλιζαρισμένου και γεμάτου σφαίρες και ανατινάξεις σύμπαντος των πρώτων δύο ταινιών που σκηνοθέτησε (ή μάλλον διοργάνωσε, γιατί σχέση με σκηνοθεσία δεν έχει…) ο Μάικλ Μπέι είναι ο Αντίλ ελ Αρμπί και ο Μπιλάλ Φαλάχ, που είχαν υπογράψει και το τρίτο μέρος του 2020. Στο «Ride or die», ένα σλόγκαν κατάφορα κλεμμένο από το συγγενές αισθητικά «Fast and furious», οι δύο σκληροτράχηλοι και χωρατατζήδες μπάτσοι παραμένουν άτρωτοι στους τόσο καθαρούς δρόμους του Μαϊάμι. Κάποια στοιχεία συνηγορούν στο ότι ο πρώην διοικητής τους ήταν διεφθαρμένος αστυνομικός που συνεργαζόταν με τα μεξικανικά καρτέλ ναρκωτικών. Ο Μάικ και ο Μάρκους δεν το πιστεύουν ούτε στιγμή και βάζουν σκοπό να καθαρίσουν το όνομά του. Η συνέχεια περιλαμβάνει έναν καταιγισμό από φασαριόζικα κυνηγητά και μια ξέφρενα περιστρεφόμενη κάμερα που πλαισιώνουν δεκάδες drones σε μια αλληλουχία σκηνών δράσης υπό τους ήχους του latin hip-hop. Οι σκηνοθέτες δεν αφήνουν ποτέ κανέναν να ξεχάσει το ομώνυμο τραγούδι των Inner Circle Cops και το ρίχνουν με κάθε ευκαιρία που η δράση πρέπει να μεταφερθεί από το ένα μέρος στο άλλο. Το σενάριο αναμασά τα πιο ξεθωριασμένα κλισέ με τέτοια συνέπεια, που δεν αφήνει κανένα περιθώριο σε οποιαδήποτε έκπληξη και ακόμα λιγότερες πιθανότητες να πάρει κανείς στα σοβαρά την ιστορία. Ο Γουίλ Σμίθ ίσως να ελπίζει πως θα αναβιώσει η καριέρα του μετά το χαστούκι που έριξε στα Όσκαρ, όμως η ταινία θα εξατμιστεί από τη μνήμη των θεατών και το μόνο που ίσως συγκρατήσουν είναι η πληροφορία ότι το υγρό των υαλοκαθαριστήρων του παρμπρίζ είναι εξαιρετικά εύφλεκτο.
Μπαμπά, κοίτα, μπορώ κι εγώ!
Οι παρατηρητές (The watchers) ½
Σκηνοθεσία: Ισάνα Σιάμαλαν
Πρωταγωνιστούν: Ντακότα Φάνινγκ, Τζοτρτζίνα Κάμπελ, Χάνα Χόουλαντ
Μια νεαρή γυναίκα βρίσκεται ξαφνικά παγιδευμένη μαζί με τρεις αγνώστους μέσα σε ένα μυστηριώδες καταφύγιο στην καρδιά ενός δάσους στη Δυτική Ιρλανδία. Οι άγνωστοι την προειδοποιούν πως τις νύχτες έξω από το καταφύγιο καραδοκούν μυστηριώδη πλάσματα που παρατηρούν τους τέσσερις ανθρώπους πίσω από έναν μεγάλο καθρέφτη. Στην ταινία πρωταγωνιστεί η Ντακότα Φάνινγκ στον ρόλο της νεαρής γυναίκας που θα βρεθεί έγκλειστη απέναντι στα απειλητικά τέρατα και θα προσπαθήσει να ανακαλύψει τα αρχέγονα μυστικά πίσω από την απόκοσμη αίσθηση της νυχτερινής παρακολούθησης.
Η Ισάνα Σιάμαλαν είναι η κόρη του διάσημου Μ. Νάιτ Σιάμαλαν - κι αυτό φαίνεται. Η θυγατέρα τού ινδικής καταγωγής σκηνοθέτη πραγματοποιεί το ντεμπούτο της με τους «Παρατηρητές» βασιζόμενη σε ένα σενάριο που αποτελεί διασκευή του ομώνυμου βιβλίου του Α.Μ. Σάιν. Η Ισάνα ακολουθεί τα ίχνη του πατέρα της σε βαθμό που προκαλεί αμηχανία. Αντιγράφει, ξεπατικώνει σε ορισμένα σημεία τον ρυθμό, την ανάπτυξη του μυστηρίου, τη χρήση του σκοταδιού, τον ήπιο διάλογο σε παρατεταμένες λήψεις πριν από το ξάφνιασμα του τρόμου και φυσικά την ανατροπή του φινάλε. Μόνο που αυτή η απροκάλυπτη επίδειξη ανέμπνευστου νεποτισμού δεν έχει κανένα εφόδιο για να σταθεί (ως αντιγραφή έστω) δίπλα στις αξιομνημόνευτες δουλειές του πατέρα, όπως η «Έκτη αίσθηση», ο «Άφθαρτος», ακόμη και το «Village». Αντιθέτως, μοιάζει με κακέκτυπο των πιο πρόσφατων δουλειών του σκηνοθέτη, όπως το «Knob at the cabin», που κυμαίνονται από το μέτριο μέχρι το ανεκδιήγητο. Αρχαία ξωτικά, προϊστορικά πνεύματα και αιμοβόρες νεράιδες μπλέκονται άκομψα σε ένα κοκτέιλ «σιαμαλανικών» αναφορών με περιτύλιγμα λαογραφικού τρόμου. Το μεταφυσικό μυστήριο αναπτύσσεται άγαρμπα και χωρίς καμία χάρη, με αποτέλεσμα καμιά σκηνή να μην βρίσκει τον στόχο της, ενώ το αποτέλεσμα επιβαρύνει ο υπερβολικά βαρύγδουπος διάλογος. Από την περίπτωση του γιου του Κρόνενμπεργκ, ο οποίος έκανε ένα ψυχολογικό θρίλερ σωματικού τρόμου για τη ανθρώπινη σάρκα και την ταυτότητα (!), έχουμε να δούμε τόσο αποκαρδιωτική περίπτωση ενός nepo baby της κινηματογραφικής βιομηχανίας.
Μια σουρεαλιστικά εναλλακτική βιογραφία
Ντααααααλί! (Daaaaaali!) **1/2
Σκηνοθεσία: Κεντέν Ντιπιέ
Πρωταγωνιστούν: Αναΐς Ντεμουστιέ, Εντουάρ Μπαέρ, Ζιλ Λελούς, Πίο Μαρμάι
Η Τζουντίθ, μια επίδοξη Γαλλίδα δημοσιογράφος, πραγματοποιεί αρκετές συναντήσεις με τον εκκεντρικό Σαλβαντόρ Νταλί με σκοπό να τον πείσει να της δώσει μια συνέντευξη την οποία ο διάσημος σουρεαλιστής με το τσιγκελωτό μουστάκι αρνείται πεισματικά. Αυτές οι απόπειρες προσέγγισης του καλλιτέχνη λειτουργούν ως μια εναλλακτική προσέγγιση στην πραγματικότητα, καθώς η εγγενής ματαιότητα των επιδιώξεων της δημοσιογράφου συμβολίζει την αποτυχία της κατανόησης του Νταλί και τη διαβόητα δύστροπη συμπεριφορά του. Η επιλογή να κατακερματιστεί η εικόνα του Νταλί υπερβαίνει την απλή σκηνοθετική ιδιοτροπία και αντανακλά τη μεθοδική ανατροπή μιας μοναδικής πραγματικότητας από τον Κεντέν Ντιπιέ, ο οποίος ενορχηστρώνει μια σύνθετη αφήγηση που θολώνει τα όρια μεταξύ ονείρων και ιστορικής αλήθειας. Γνωστός για την αγάπη του προς στο ντανταϊστικό και το παράλογο, ο Ντιπιέ διανύει μια παραγωγική περίοδο κυκλοφορώντας σταθερά δύο ταινίες ετησίως. Παραμένει απρόβλεπτος και σ’ αυτή την ταινία, που του δίνει την ευκαιρία να παίξει με την αντίστιξη της ιδιορρυθμίας του εγωπαθή Καταλανού και της ελαφρότητας της κεντρικής ηρωίδας που δεν πτοείται. Τα περιττά φωνήεντα στον τίτλο είναι αναφορά στον τρόπο που ο μονίμως αναποφάσιστος και Νταλί προφέρει το όνομά του, ειδικά όταν βγάζει λογύδρια για τον εαυτό του σε τρίτο πρόσωπο. Ο Ντιπιέ μπορεί να μην μεγαλουργεί σε επίπεδο ιδεών, αλλά σίγουρα ξέρει πώς να αξιοποιήσει το σουρεαλιστικό αστείο και την ιστορική ψευδαίσθηση, ενώ ταυτόχρονα σπάει το ανεκδοτολογικό καβούκι του σεναρίου. Και το κάνει όπως περίπου θα το έκανε ένας παιχνιδιάρης Λουί Μπουνιουέλ που για κάποιον λόγο θα αποφάσιζε να διασκεδάσει σκηνοθετώντας ένα ακυκλοφόρητο σκετς των Μόντι Πάιθον. Και αυτή η ιδέα θα μπορούσε να αποτελεί τη βάση μιας επόμενη ταινίας του Ντιπιέ.
Επανεκδόσεις
Ghost dog: Ο τρόπος των Σαμουράι (Ghost dog: The way of the Samurai) ****
Σκηνοθεσία: Τζιμ Τζάρμους
Πρωταγωνιστούν: Φόρεστ Γουίτακερ, Ισάακ ντε Μπανκολέ, Χένρι Σίλβα
Ενας μοναχικός εκτελεστής ζει σε μια ταράτσα μαζί με πολλά περιστέρια. Ο λιγομίλητος άνδρας υπακούει σε μια αυστηρή προσήλωση στον κώδικα τιμής των Σαμουράι. Υπηρετεί τον αφέντη του, που στην προκειμένη περίπτωση είναι ένας μαφιόζος του Μπρούκλιν που κάποτε του έσωσε τη ζωή και του χρωστάει αιώνια χάρη. Κορυφαίο κινηματογραφικό στολίδι στο μινιμαλιστικό σύμπαν του Τζιμ Τζάρμους που δεν έχει χάσει ίχνος από τη γοητεία του από το 1999, οπότε έκανε πρεμιέρα. Στο «Ghost dog» ο αναρχικός σκηνοθέτης συνδυάζει με μαεστρία και ανεξάντλητη έμπνευση όλα τα ετερόκλητα συστατικά και όλες τις φαινομενικά αταίριαστες ιδέες. Η υπαρξιακή φιλοσοφία του μυστικού κώδικα των Σαμουράι συναντάει τον δυτικό πολιτισμό, ο ερμητικός τρόπος ζωής του ήρωα στέκεται απέναντι από τη βία της γειτονιάς, οι βρόμικες λούπες του RZA συναντούν το rap των Public Enemy, τα ιντερλούδια της ιαπωνικής σοφίας αντιπαρατίθενται στην έλλειψη επικοινωνίας των ηρώων (ο εκτελεστής δεν συνεννοείται με τον παγωτατζή από την Ακτή Ελεφαντοστού αλλά είναι ο καλύτερος φίλος του) και, τέλος, ο αρχαίος κώδικας τιμής βρίσκει χαραμάδα σε ένα αστικό περιβάλλον που επιτρέπει μόνο την εξυπνάδα του δρόμου. Κάθε λεπτομέρεια, σοφά τοποθετημένη σε ένα άκρως ψυχαγωγικό δοκίμιο με άφθονες φυλετικές και πολιτισμικές παραμέτρους που σε απασχολούν για μέρες έπειτα από κάθε θέαση.
Θεέ μου, τι σου κάναμε; (Qu’est-ce qu’on a fait au Bon Dieu?) *
Σκηνοθεσία: Φιλίπ ντε Σοβερόν
Πρωταγωνιστούν: Κριστιάν Κλαβιέ, Σαντάλ Λομπί, Αρί Αμπιτάν, Μεντί Σαντούν
Ο Κλοντ και η Μαρί είναι ένα παραδοσιακό ζευγάρι της μεσοαστικής γαλλικής κοινωνίας που μεγάλωσε τέσσερις κόρες έχοντας γι’ αυτές την προσδοκία που θα είχε κάθε συντηρητικός καθολικός: να καλοπαντρευτούν. Εκείνες όμως έχουν άλλα σχέδια. Οι τρεις από αυτές έχουν παντρευτεί αλλοδαπούς άντρες. Όταν η τέταρτη τους ανακοινώνει ότι θα παντρευτεί, οι γονείς της είναι ευτυχισμένοι στην προοπτική ενός παραδοσιακού γάμου. Όμως δεν ξέρουν μια λεπτομέρεια... Ο γαμπρός κατάγεται από την Αφρική. Ως αποτέλεσμα, η Μαρί είναι απαρηγόρητη και ο Κλοντ να προσπαθεί να σαμποτάρει τον γάμο. Οικογενειακή κωμωδία που έσπασε τα ταμεία και επανακυκλοφορεί ακριβώς μια δεκαετία μετά την πρώτη προβολή της. Το «Θεέ μου, τι σου κάναμε;» είναι λαϊκό σινεμά, βασισμένο σε μια ιστορία που χωρίς καμία παραλλαγή θα μπορούσε να ήταν μια πρώτης τάξης κωμωδία της Φίνος Φιλμ της δεκαετίας του ’60. Αν και σχεδόν ποτέ δεν ξεπέφτει στον άνοστο λαϊκισμό του «Γάμος α λα ελληνικά», η ταινία του Φιλίπ ντε Σοβερόν σε κάνει να γελάς χωρίς να έχει κανένα αξιομνημόνευτο αστείο ή έστω ένα εύρημα και βασίζεται στην αναιμική φάρσα που θέλει τους πεθερούς έξαλλους, με πονοκέφαλο από τα οικογενειακά καμώματα.