Σαν αερικό πάνω στη σκηνή η Ρηνιώ Κυριαζή ενσαρκώνει τον ήρωα ενός θρυλικού μυθιστορήματος. Ο «Λούσιας» του Νίκου Χουλιαρά, όταν πρωτοκυκλοφόρησε το 1979, άφησε εποχή για τον τρόπο που επέλεξε ο αξέχαστος ζωγράφος, μουσικός και πεζογράφος να μιλήσει με αμεσότητα και τόση ειλικρίνεια για τη μετεμφυλιακή χώρα, τους ανθρώπους, τα μίση και τα πάθη τους, για τις ευαισθησίες και τις αναλγησίες. Οι λέξεις και τα σκίτσα του Χουλιαρά, οι σιωπές του και οι ήχοι της πόλης του, το χιόνι και η λίμνη των Ιωαννίνων, η σκληρότητα, η υποκρισία των ανθρώπων καθρεφτίζονται στην αφήγηση αυτού του λωλού παιδιού. Η ερμηνεία της Ρ. Κυριαζή, οι χάρτινοι ήρωες του σπουδαίου Άθου Δανέλλη, τα σκηνικά και η εικαστική φροντίδα της Σοφίας Χουλιαρά, κόρης του συγγραφέα, συναντιούνται με ευγένεια και ευαισθησία στη σκηνή του θεάτρου Θησείον, αποδίδοντας το έργο και τον συγγραφέα του με τρόπο πρωτότυπο, αξιοζήλευτο. Ενα αξιοπρόσεκτο θέατρο σκιών διαδραματίζεται «Στη σκιά του Λούσια». Οι φιγούρες των έργων του Νίκου Χουλιαρά και η Ρηνιώ Κυριαζή ζωντανεύουν τον Λούσια και μαζί του θραύσματα μιας ιδιότυπης τρυφερότητας και σοφίας. «Ο Λούσιας είναι κι αυτός μια σκιά ή καλύτερα μια διαφάνεια όπου μέσα θα δούμε, αν θέλουμε, τον εαυτό μας» λέει η γνωστή ηθοποιός για τον αλαφροΐσκιωτο ήρωα του Χουλιαρά. Χαρισματική ηθοποιός, με αξιοπρόσεκτη θεατρική διαδρομή και έρευνα στις δυνατότητες της ανθρώπινης φωνής, η Ρ. Κυριαζή καταδύεται σε εμβληματικά έργα της λογοτεχνίας, ενώ αναγνωρίζει ότι αυτό το βιβλίο, όπως κάθε καλό έργο τέχνης, «ξεφεύγει από την επικαιρότητα, μιλάει για το χθες, το σήμερα και το αύριο, γίνεται κλασικό. Δυστυχώς δεν έχουμε λύσει τα θέματα που πραγματεύεται. Μας ταράζει και μας ξεμπροστιάζει». Και θυμίζει το τραγικό τέλος του Αντώνη Καργιώτη στην προπέλα του «Blue Horizon» από μέλος του πληρώματός του. «Κι ο Αντώνης ένας Λούσιας είναι, όπως και πολλοί άλλοι» λέει
Ο «Λούσιας» του Νίκου Χουλιαρά ήταν θρυλικό βιβλίο στην εποχή του. Πώς αποφάσισες να το μεταφέρεις στη σκηνή;
Είναι ένα βιβλίο που με έχει σημαδέψει. Η μορφή του Λούσια με συγκινεί βαθιά. Ο Λούσιας είναι ένα πλάσμα διαφορετικό και μοναδικό, όπως βέβαια διαφορετικοί και μοναδικοί είμαστε όλοι, αλλά επιθυμούμε ή αναγκαζόμαστε να βουλιάζουμε στην κανονικότητα. Αποφάσισα να παρουσιάσω αυτό το έργο σήμερα γιατί, παρόλο που θα υπέθετε ή θα ήλπιζε κανείς ότι έχουμε κάνει βήματα μπροστά, εξακολουθούμε να μην δεχόμαστε τον άλλον όπως είναι. Θέλουμε να τον αλλάξουμε σύμφωνα με τα δικά μας πρότυπα, καθώς πιστεύουμε ότι η δική μας οπτική είναι η σωστή και σύμφωνα με αυτή θα πρέπει να συμβαδίζουν και οι άλλοι. Ενώ έχουμε υποστεί την αδικία και είμαστε πληγωμένοι, πληγώνουμε χωρίς να μας νοιάζει και εξαντλούμε τη σκληρότητά μας στον αδύναμο. Κοινώς, εκεί που μας παίρνει. Τον Αντώνη Καργιώτη τον έσπρωξαν στη θάλασσα και πνίγηκε με τη δικαιολογία: «Ένας τρελός ήτανε μόνο». Με στοιχειώνει αυτή η φράση, αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατόν να την αντέχουμε και να συνεχίζουμε σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Κι ο Αντώνης ένας Λούσιας είναι, όπως και πολλοί άλλοι.
Πότε πρωτοδιάβασες το βιβλίο;
Εχω γεννηθεί κι έχω μεγαλώσει στα Γιάννενα. Στην εφηβεία μου διάβαζα τον «Λούσια» περπατώντας - ακολουθώντας τους δρόμους, τα στενά, τα καφενεία και τα σινεμά που περιγράφει ο Χουλιαράς. Η ομορφιά αυτής της πόλης πάει χέρι-χέρι με τη σκοτεινιά, τη βροχή και την ομίχλη. Λέγαμε, τι ωραία πόλη που έχουμε… πώς το αντέχουμε… Κάποιες φορές η λίμνη νιώθεις να σε καταπίνει, να αντανακλά την ψυχή σου. Νομίζω πως αυτή τη σκοτεινή ψυχή της λίμνης αποτυπώνει ο Χουλιαράς και στα ζωγραφικά του έργα.
Ηταν εύκολο εγχείρημα η μεταφορά του «Λούσια» στη σκηνή;
Κάθε καλλιτεχνικό εγχείρημα έχει κόπο και πόνο, αλλά ταυτόχρονα μεγάλη χαρά και ικανοποίηση. Κανένα δεν είναι εύκολο, πόσο μάλλον η μεταφορά ενός εμβληματικού μυθιστορήματος στη σκηνή. Η δραματουργική επεξεργασία μού πήρε μήνες και μήνες. Με βασάνισε, καθώς το βιβλίο αγγίζει πολλά θέματα, όλα σημαντικά, αλληλένδετα μεταξύ τους αλλά και ανεξάρτητα, με έναν πολύπλευρο τρόπο. Σαν κάτοπτρα αντανακλούν το ένα στο άλλο. Ο πρώτος τίτλος εξάλλου του βιβλίου ήταν «Ο καθρέφτης» και αυτό δηλώνει πολλά. Η επιλογή των σκηνών, των προσώπων που θα εμφανιστούν, οι ιστορίες που θα κυριαρχήσουν με απασχόλησαν πολύ και ήταν μία πολύ σύνθετη διαδικασία. Κυρίως το ερώτημα ήταν ποιο από τα θέματα που θίγει το βιβλίο θα αποτελέσει τον κεντρικό άξονα και πού θα δοθεί η βαρύτητα.
Ιδιαίτερη αίσθηση στον θεατή της παράστασης προκαλεί ο τρόπος με τον οποίο αποδίδεται ο τρόπος ομιλίας του χαρακτήρα. Γνωρίζω για την ενασχόλησή σου με την ανθρώπινη φωνή. Τι ακριβώς ερευνάς;
Ο τρόπος ομιλίας μας είναι η σκέψη, είναι η ψυχή μας. Ο Λούσιας μιλάει μουσικά, όπως μουσικά αντιλαμβάνεται τον κόσμο. Η σκέψη του ακολουθεί διαδρομές που τον οδηγούν στην ουσία των πραγμάτων. Κυκλώνει και ανακυκλώνει λέξεις, έννοιες, φράσεις, κάνει συνειρμούς, ευφάνταστα λογοπαίγνια, έχει εμμονές και επιμονές. Το μυαλό του ταξιδεύει με ελευθερία και ευαισθησία. Δεν αρκείται στην πρώτη εντύπωση, θέλει να μπει μέσα στη λέξη, να τη νιώσει, να τη μιλήσει, να την ακούσει ώστε αληθινά να την καταλάβει. Δεν θεωρεί ότι καταλαβαίνει, αναρωτιέται πώς γίνεται οι άλλοι να καταλαβαίνουν ή μάλλον να μην αναρωτιούνται για τίποτα. Ψάχνει πώς είναι φτιαγμένος ο κόσμος, δεν εκλαμβάνει τίποτα ως δεδομένο, ερευνά στ’ αλήθεια. Αυτός ο κόσμος που τα θεωρεί όλα αυτονόητα και απαιτεί ροή ανεμπόδιστη και γραμμική χαρακτηρίζει τον Λούσια ιδιαίτερο και την ομιλία του παράξενη. Ο Λούσιας είναι η καμπυλότητα που δεν αντέχουμε, οι κύκλοι που απαιτούμε να ευθυγραμμίσουμε ώστε να οδεύουμε μόνο μπροστά.
Είναι εντυπωσιακό πώς ο Χουλιαράς έχει αποδώσει αυτή την ομιλία, είναι μουσική, είναι ποίηση, ένα ταξίδι στα μονοπάτια του νου. Σπαρακτικό ταξίδι. Ως ηθοποιός είναι από τις φορές που αισθάνομαι ότι το κείμενο με πηγαίνει μόνο του, χωρίς να πρέπει να κάνω τίποτα, παρά μόνο να αφεθώ σε αυτό.
Το κείμενο αυτό μοιάζει να ξεκλειδώνει ένα κομμάτι της εργασίας μου στην ανθρώπινη φωνή: πώς αντανακλούν στην έκφρασή μας τα μονοπάτια του νου. Παλεύω για την αποδοχή κάθε φωνής με όλα της τα “λάθη”, που είναι τελικά η ομορφιά της. Στις σχολές θεάτρου διδάσκω το μάθημα της φωνής που αναφέρεται και ως Ορθοφωνία, η λέξη αυτή με κάνει να ανατριχιάζω, αποτυπώνει όλη τη σιγουριά πως κάποιος γνωρίζει ποιος είναι ο σωστός τρόπος ομιλίας, ότι είναι ένας κι ότι όλοι πρέπει να τον ακολουθήσουμε. Η γλώσσα δεν ακολουθεί κανόνες που επιβάλλει κάποιος, η γλώσσα διαμορφώνεται από τις ανάγκες μας και αντηχεί μέσα στις ρωγμές μας.
Πού συναντιέται ο Λούσιας με το θέατρο σκιών;
Η ζωγραφική του Νίκου Χουλιαρά είναι σκιές. Μέσα στην απλότητά της συναντά αρχέγονα σχήματα, πίνει από την πηγή της λαϊκής παράδοσης, είναι επηρεασμένος από τον Καραγκιόζη. Ο Λούσιας, από την άλλη, ξεπηδάει μέσα από τη ζωγραφική του, η μορφή του επανέρχεται και επιμένει. Ο ήρωας του βιβλίου είναι κι αυτός μια σκιά ή καλύτερα μια διαφάνεια όπου μέσα θα δούμε, αν θέλουμε, τον εαυτό μας.
Ο Άθως Δανέλλης συνέβαλε καθοριστικά;
Είμαι πολύ τυχερή που συνεργάζομαι με αυτόν τον μεγάλο καλλιτέχνη. Συνδυάζει κάτι μοναδικό: Είναι ο απόλυτος, αυθεντικός καραγκιοζοπαίκτης και ταυτόχρονα ένας καλλιτέχνης που δεν ησυχάζει, αναζητά συνεχώς καινούργιες φόρμες, σκέψεις, διαδρομές. Από την πρώτη συνάντησή μας μέχρι σήμερα ρουφάω τη γνώση του, την ευαισθησία και την καλοσύνη του. Οι επιλογές των μορφών που έγιναν φιγούρες, οι φωνές που τις ζωντανεύουν, το χιούμορ που ξεπηδάει αβίαστα είναι βασικό σημείο της παράστασής μας, την καθορίζει.
Η Σοφία Χουλιαρά με τα σκηνικά και την εικαστική φροντίδα μετέφερε στην παράσταση όλη τη σκέψη του πατέρα της.
Πρώτα απ’ όλα στη Σοφία ανήκει η ιδέα της συνεργασίας με τον Άθω Δανέλλη, που υπήρξε, όπως ανέφερα, καθοριστική. Πέρα από την πρόσβαση που μας χαρίζει στο έργο και στη σκέψη του πατέρα της, στα κίνητρά του και στις επιλογές του, έχει διαμορφώσει τον σκηνικό χώρο με ευαισθησία και γνώση. Θαυμάζω τη δουλειά της, που είναι προσωπική και βαθιά. Αξιοποιεί ενδιαφέροντα υλικά, καθόλου αυτονόητα, γεμάτα συμβολισμούς και πολυεπίπεδες αναγνώσεις.
Στη σκηνή κυριαρχούν οι πόρτες. Είναι ένας τρόπος για να μπαινοβγαίνει ο Λούσιας σε όλα αυτά τα επίπεδα της κοινωνίας και της ψυχής που περιγράφει ο Χουλιαράς στο βιβλίο του;
Ο Λούσιας είναι, όπως θα έλεγε ο Παπαδιαμάντης, ο ανέστιος, ο φερέοικος, ο πλάνης. Στέκεται συνεχώς στο κατώφλι, κυριολεκτικά και συμβολικά. Στο μεταίχμιο του κόσμου, στο ανάμεσα. Στέκεται έξω από τις πόρτες, κανείς δεν του ανοίγει, κανείς δεν τον δέχεται. Μπαίνει στο σπίτι κατά λάθος μόνο για να υπηρετήσει αυτούς που κατοικούν μέσα. Δεν έχει χώρο, ζει από τα περισσεύματα. Είναι η τρύπα του σπιτιού, η χαραμάδα από όπου θα μπορούσε να τρυπώνει η ομορφιά. Στο σκηνικό μας έχουμε έναν μεγάλο μπερντέ - παράθυρο, ένα παράθυρο στη λίμνη και στον κόσμο. Το παράθυρο αυτό, αντί για παραθυρόφυλλα, το στηρίζουν παλιές πόρτες σπιτιών. Πρόκειται για μια πολύ καίρια σκηνογραφική επιλογή της Ναταλίας Μαντά που δένει απόλυτα με τη δραματουργία.
Οι πιο πολιτικές σελίδες του βιβλίου θίγονται ακροθιγώς, ωστόσο δεν αποσιωπώνται. Τι επιδιώξατε;
Ο χρόνος εξέλιξης της ιστορίας του «Λούσια» ξεκινάει από τον Εμφύλιο και καταλήγει στη δικτατορία των συνταγματαρχών. Είναι εντυπωσιακός ο τρόπος που διαχειρίζεται ο Χουλιαράς όλα αυτά τα συγκλονιστικά και τραγικά γεγονότα, ειδικά αν σκεφτεί κανείς ότι το βιβλίο πρωτοκυκλοφόρησε το 1979, όπου όλα ακόμη ήταν πολύ νωπά. Αριστοτεχνικά χαράζει τις πολιτικές πορείες των ηρώων του. Ακολουθώντας την εξέλιξη του Στέργιου, ενός υπαλλήλου σε μαγαζί υφασμάτων που έχει τον αδερφό του στους αντάρτες, από την πίστη του στην Αριστερά, τη διάψευσή της, τη στροφή του προς φίλους με τα μέσα στην Ασφάλεια και στα ΤΕΑ, την επαγγελματική του στροφή προς οικοδομές και πολυκατοικίες, την προσκόλλησή του σε βουλευτή της ΕΡΕ και πάει λέγοντας… είναι σαν να παρακολουθούμε μια πικρή αλλά αληθινή ιστορία του τόπου μας. Στην παράσταση παρακολουθούμε την πολιτική πορεία μέσω αναφορών που διαγράφουν το ιστορικό νήμα. Κατά τη γνώμη μου το βλέμμα του Λούσια στην υποκρισία είναι η μεγαλύτερη πολιτική στάση του έργου.
Ενας Λούσιας των ημερών μας τι τύχη θα είχε;
Αναρωτιέμαι πολύ συχνά αν για έναν Λούσια η ζωή είναι πιο εύκολη σήμερα απ’ ό,τι στο παρελθόν. Αν είναι προτιμότερη στο χωριό, στην επαρχία ή στην πόλη. Πάντοτε «ο τρελός» χλευάζεται, πάντα είναι το πρόσωπο που κλοτσάμε, αυτός στον οποίο ξεσπάμε τα πιο σκοτεινά κομμάτια μας. Αυτό ο φαρμακός που ρουφάει την κακία μας. Ίσως παλιότερα στα χωριά να υπήρχε η φροντίδα για μια στέγη ή ένα πιάτο φαΐ, για μια υποτυπώδη ιατρική περίθαλψη. Σήμερα τρομάζω με τη σκέψη ενός τέτοιου ανθρώπου να περιφέρεται μέσα στα αυτοκίνητα, στη βρομιά του δρόμου, στην επικινδυνότητα της πόλης. Ειλικρινά, δεν ξέρω…
Γιατί πιστεύεις ότι στις μέρες μας συγκινεί ο «Λούσιας», ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε το 1979;
Ενώ στο μυθιστόρημα αυτό το ιστορικό πλαίσιο είναι πολύ σημαντικό, όπως κάθε καλό έργο τέχνης ξεφεύγει από την επικαιρότητα, μιλάει για το χθες, το σήμερα και το αύριο, γίνεται κλασικό. Δυστυχώς δεν έχουμε λύσει τα θέματα που πραγματεύεται. Μας ταράζει και μας ξεμπροστιάζει.
Επιμένεις στη λογοτεχνία. Είναι ασφαλής τρόπος για να εκφραστεί ένας ηθοποιός;
Κανένας ερευνητικός δρόμος δεν είναι ασφαλής, βρίσκεσαι πάντα στο χείλος του γκρεμού, αλλά αυτή είναι η ομορφιά της Τέχνης. Έχω ασχοληθεί πολύ με τη λογοτεχνία και τη μεταφορά της στο θέατρο, εδώ όμως συμβαίνει κάτι διαφορετικό: Ο «Λούσιας» είναι γραμμένος σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, πρόκειται για έναν μεγάλο, επί της ουσίας απόλυτα θεατρικό, μονόλογο του πρωταγωνιστή του.
Τι λες στην κόρη σου όταν σε ρωτάει για τον πόλεμο στη Γάζα;
Δεν μπορείς να εξηγήσεις τον πόλεμο σε ένα παιδί, μένω βουβή απέναντι στις ερωτήσεις της. Σοκάρομαι από την απλότητα του «γιατί;». Άραγε, πότε ο άνθρωπος παύει να αναρωτιέται γι’ αυτά τα «γιατί»; Ίσως όταν παύει πια να είναι άνθρωπος.
Μετά τον «Λούσια» τι ετοιμάζεις;
Σκηνοθετώ το οπερΩτικό μονόδραμα «Σαρλότ» της Λίνας Ζάχαρη, που ερμηνεύει η Ιωάννα Φόρτη και παρουσιάζεται στις 13 και 15 Ιουνίου στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Μετά διακοπές, πολλές διακοπές.