Σαράντα χρόνια μετά την πρώτη παρουσίασή της στο Θέατρο Τέχνης, στη σκηνοθεσία του Καρόλου Κουν, «Η κασέτα» της Λούλας Αναγνωστάκη επιστρέφει στη σκηνή στο Θέατρο Σταθμός του Μεταξουργείου σε σκηνοθεσία του Μάνου Καρατζογιάννη. Πρόκειται για ένα από τα πιο «πυκνά» σε νοηματικό λόγο έργα της Αναγνωστάκη, που εντελώς άστοχα είχε από ορισμένους ενταχθεί στο κλίμα του ευρωπαϊκού «παραλόγου». Το λεγόμενο ευρωπαϊκό θέατρο του παραλόγου, στις ποικίλες εκφάνσεις του, σήμερα, στον παρανοϊκό αιώνα που ζούμε, έχει χάσει πια την πρώτη ζωτική του ορμή και λάμψη, έχει συρρικνωθεί, θαμπώσει, ξεθυμάνει. Αλήθεια, για ποιο «παράλογο θέατρο» να μιλάμε σήμερα, στον αιώνα του παραλογισμού, με τη γενοκτονία του αγωνιζόμενου λαού της Παλαιστίνης να επιτελείται μπροστά στα μάτια της πολιτισμένης, «λογικής» ανθρωπότητας;
«Η κασέτα», μισό αιώνα σχεδόν μετά την πρώτη παράστασή της, δεν έχει χάσει τίποτε από την πυκνή νοηματική της δομή. Και εξακολουθεί να είναι μια κραυγή ελευθερίας που μας αφορά - σήμερα μάλιστα όλους. Είναι ένα θέατρο γένους ποιητικού, που η αρχαία του ρίζα κατέρχεται στο βαθύ πηγάδι των ψυχών, στον Άδη του δικού μας, ομαδικού και «αφώτιστου» βαλκανικού ασυνείδητου, εκεί όπου σαλεύουν, απαρηγόρητοι «ίσκιοι καμόντων», οι ζωντανοί νεκροί μας. Για να πιουν νερό μαζί μας.
Το θέατρο της Αναγνωστάκη δεν έχει σχέση με το «παράλογο» όπως το αντιλαμβάνεται η «διαφωτισμένη» (απαλλαγμένη από ενοχλητικές «σκιές») Δύση, ως αντίπαλο δέος του φθαρμένου από την ασωτεία του λόγου. Επειδή αντίλογος του εκπεπτωκότος ατομικού λόγου δεν είναι το «παρά τον λόγον» (το αόριστο, γενικό, χύμα παράλογο), αλλά ο συγκεκριμένος, απτός «Κοινός μας Λόγος» του Ηρακλείτου.
Το θέατρο της Αναγνωστάκη δεν έχει σχέση με το «παράλογο», σχετίζεται όμως με την «παραλογή», το πιο «αδιαφώτιστο» είδος του δημοτικού μας τραγουδιού, που βγαίνει κατευθείαν από τα σπλάχνα της αρχαίας μας τραγωδίας και είναι σαρκωμένο βίωμα, όχι λογοτεχνία. Σχετίζεται ακόμη με τα «τραγούδια του κάτω κόσμου», κάτι που σημαίνει ότι κοιμάται με το κεφάλι στην πέτρα, χωρίς το βολικό, πολυτελές «μαξιλαράκι» της θεωρίας του «παραλόγου» που ανακουφίζει από τον φόβο του θανάτου εκλογικεύοντας το άλογο.
«Η κασέτα» είναι ένα τέτοιο έργο, παθιασμένης, κάθετης δομής, που μας εισάγει στο «σκάνδαλο» της μόνιμης γειτονίας μας με τον θάνατο. Της καθημερινής του συμμετοχής στις λύπες και στις χαρές, σε πανηγύρια, γάμους, πένθη της ολόκληρης ψυχής μας.
Ενα τέτοιο έργο είναι «Η κασέτα». Ούτε «ευρωπαϊκό» ούτε «παράλογο». Προφητικό θα το έλεγα. Και ελπιδοφόρο, παρά την απελπισμένη επίφασή του. Που ανυψώνει τη ζωή σε μέγα αγαθό και πρώτο. Ένα βαθιά ελληνικό και γι’ αυτό οικουμενικό έργο.
Η σκηνοθεσία του Μάνου Καρατζογιάννη συλλαμβάνει αυτό το στοιχείο και το δίνει καίρια: αποφεύγει τη συνήθη παγίδα της εικονογράφησης με ωραίες αλλά νεκρές εικόνες για να φτάσει διά του λόγου στον πυρήνα μιας τραγωδίας που θα μπορούσε να συμβεί οπουδήποτε στον κόσμο σήμερα, όπου η «νέα τάξη πραγμάτων» συνθλίβει με την μπότα της τον ανυπεράσπιστο άνθρωπο. Η σκηνοθεσία του Μάνου Καρατζογιάννη πράγματι «κεντρίζει» την κρυμμένη τραγωδία για να την κάνει να «τρέξει». Και το πετυχαίνει.
Η διδασκαλία και απόδοση των ρόλων είναι επίσης συγκλονιστικές. Ο Μάνος Καρατζογιάννης στον κεντρικό ρόλο του Παύλου, λιτός, απέριττος, διαμπερής, σχεδόν διαφανής, λάμπει χωρίς τίποτα περιττό. Η Σμαράγδα Σμυρναίου, με τέλεια τεχνική και με συναίσθημα μετρημένο «στον πόντο», χωρίς να περισσεύει κάτι ή να λείπει, αυτόφωτη, φωτίζει γύρω. Ο Γιώργος Ζιόβας, υποδειγματικός, διδάσκει πώς χτίζεται λιθαράκι-λιθαράκι ένας δύσκολος ρόλος. Η Βάσω Καμαράτου, στέρεη, πλάθει ένα ανθρώπινο πρόσωπο με βάρος, βάθος, χρώμα. Η Ερμίνα Κυριαζή «οπλίζει» με αφοπλιστική «φυσικότητα» τον δικό της «φυσικό» ρόλο και… πυροβολεί. Ο Γιώργος Δεπάστας είναι τέλειος στην αρχιτεκτονική «αποτύπωση» του χαρακτήρα που ενσαρκώνει. Η Αναστασία-Ραφαέλα Κονίδη μπαίνει ορμητικά στον ρόλο με την αξία της. Ο νέος Γιάννης Τσουμαράκης, πιο ώριμος από ποτέ, συγκινεί και πείθει.
Η εξαιρετική μουσική του Γιώργου Ανδρέου είναι φιλική στον λόγο, τα σκηνικά και τα κοστούμια του Άγγελου Αγγελή συνάδουν, τα ηχητικά του Αντώνη Παπακωνσταντίνου και οι φωτισμοί του Άγγελου Παπαδόπουλου, λειτουργικά.