Χρειάστηκε πολλά χρόνια για να δημιουργηθεί το ντοκιμαντέρ «Αδέσποτα Κορμιά», με το οποίο η Ελίνα Ψύκου καταπιάνεται με την αυτοδιάθεση του γυναικείου σώματος, με τις στοιχειώδεις ατομικές ελευθερίες και με την αξία της διεκδίκησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε μια Δημοκρατία. Τελικά κατέληξε να δίνει μια άλλη μάχη στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης: για την ελευθερία της δικής της καλλιτεχνικής έκφρασης. Η ταινία ακολουθεί ανθρώπινες ιστορίες και θέτει σοβαρά ερωτήματα για το πόσο ελεύθερο είναι τελικά το σώμα σε μια νεοφιλελεύθερη Ευρώπη και τι παιχνίδια εξουσίας παίζονται με βάση τη νομοθεσία των ευρωπαϊκών χωρών πάνω σε δικαιώματα που πλέον θα έπρεπε να είναι αυτονόητα. Με μια προσεγμένη σκηνοθεσία και διακριτική μεταχείριση όσων μιλούν στο φακό, η Ψύκου επιλέγει να ρίξει το βάρος στον αγώνα των ανθρώπων για ζητήματα ζωής και θανάτου, κυριολεκτικά. Τολμηρό, καλά δομημένο μέσα στη σπονδυλωτή του αφήγηση και με στιλιζάρισμα που δεν αποπροσανατολίζει από τα ακανθώδη του θέματα, το φιλμ «Αδέσποτα Κορμιά» αποτελεί μία από τις πιο αξιόλογες εγχώριες προτάσεις για φέτος στον χώρο της κινηματογραφικής τεκμηρίωσης.
Στη σκιά των απρόκλητων ομοφοβικών επιθέσεων στην Αριστοτέλους, λίγα μέτρα έξω από τις προβολές του Φεστιβάλ, προβλήθηκε το ξεχωριστό φιλμ «Avant-Drag!» που σκηνοθέτησε ο Φιλ Ιερόπουλος και έγραψε ο Φοίβος Δούσος. Η ταινία μάς συστήνει με δέκα drag performers που αποδομούν με τον δικό τους τρόπο το φύλο, την εθνικότητα, αλλά και τις πολιτικές ταυτότητας. Οι drag queens αντιμετωπίζουν καθημερινά την επιθετική αδιακρισία των βλεμμάτων, την αστυνομική βία και την ομοφοβία της ελληνικής κοινωνίας. Όπως αναφέρει για την Αθήνα η αφηγήτρια στην έναρξη: «Ανάμεσα στις ρωγμές των πεζοδρομίων, στις σπηλιές των υπονόμων και στα βλέμματα κάποιων περαστικών αναβοσβήνει μια πόλη κρυμμένη, που έχουν φανταστεί κάποιες φιλενάδες για να μπορούν να τρέχουν μέσα στα στενά της, να γελάνε να κρύβονται, να υπάρχουν». Το «Avant-Drag!» είναι ένα χειροποίητο μανιφέστο για την ανάγκη της αυτοέκφρασης που μας απευθύνεται μετωπικά. Ένα αιρετικό κατασκεύασμα πασπαλισμένο με γκλίτερ που μας βγάζει τη γλώσσα με τον πιο ποιητικό και εξομολογητικό τρόπο. Πρόκειται για μια πολύτιμη ταινία που είναι γεμάτη από αληθινά, αδάμαστα πλάσματα της πόλης με μεγάλη καρδιά. Ένα φιλμ που μετά από χρόνια ίσως να θεωρείται το ελληνικό «Paris is Burning».
Οι σύγχρονοι αγώνες και η μνήμη που αρνείται να χαθεί
Λίγο μετά το ξέσπασμα του κινήματος που ονομάστηκε ΜeΤoo, ήρθε και η πρώτη αντίδραση σε ελληνικό έδαφος μέσα από την καταγγελία της Σοφία Μπεκατώρου για τη σεξουαλική κακοποίηση που είχε υποστεί το 1998 από τον τότε αντιπρόεδρο της Ελληνικής Ιστιοπλοϊκής Ομοσπονδίας και εκπρόσωπό της στην Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή Αριστείδη Αδαμόπουλο. Η γενναία στάση της βοήθησε στο να καμφθεί ο φόβος και στη χώρα μας και να ακουστούν φωνές που κατονόμαζαν ανθρώπους και κακοποιητικές συμπεριφορές σε χώρους εργασίας. Λίγο αργότερα η νεαρή Αμαλία, ακόμα μία αθλήτρια της ιστιοπλοΐας, βρήκε το κουράγιο να καταγγείλει τον δικό της προπονητή για κακοποίηση από την εποχή που ήταν μόλις 11 ετών. Η ταινία «Tack» (στην ιστιοπλοΐα σημαίνει στροφή σε ανάποδη κατεύθυνση) της Βάνια Τέρνερ παρακολουθεί το χρονικό αυτής της ψυχοφθόρας δικαστικής περιπέτειας και μας φέρνει αντιμέτωπους με τον άνισο αγώνα και την αφόρητη ψυχολογική πίεση που ασκείται στη νεαρή αθλήτρια να λιγοψυχήσει ή να οπισθοχωρήσει από όλους όσοι λένε με περισσή ευκολία τη φράση «μα, τώρα το θυμήθηκε;». Οι διαρκείς αναβολές της δίκης και οι φωνές που εξαντλούν τη νεαρή γυναίκα έρχονται στο φως σε αυτή την οδύσσεια για ηθική δικαίωση.
Η φυματίωση έπαψε να αποτελεί θανάσιμη απειλή στη δεκαετία του 1970 στη χώρα μας χάρη στη θεραπευτική αγωγή (στρεπτομυκίνη) που άρχισε να παρέχεται δωρεάν από το κράτος. Είχε προηγηθεί το πένθος χιλιάδων οικογενειών και το καθημερινό δράμα ανθρώπων που βασανίστηκαν από τις συνέπειες στην υγεία τους και που απομονώθηκαν περιμένοντας το προδιαγεγραμμένο τέλος. Η Μαριάννα Οικονόμου σκηνοθετεί ένα εξαιρετικό ντοκιμαντέρ με τον τίτλο «Αζήτητοι». Δύο γυναίκες στο Νοσοκομείο «Σωτηρία» ανακάλυψαν 30 βαλίτσες γεμάτες από πακέτα που περιείχαν τα απομεινάρια πολλών ανθρώπων που χάθηκαν από τη φυματίωση. Φωτογραφίες, γράμματα συγγενών, ταυτότητες, ποιήματα, ζωγραφιές, μέχρι και ερωτικές επιστολές περιείχαν αυτά τα κουτιά με όσα λιγοστά άφησαν πίσω τους οι μολυσμένοι που έφυγαν από τη ζωή. Κάποιες νοσοκόμες συνέλεγαν τα προσωπικά τους αντικείμενα με σκοπό να αποσταλούν στους συγγενείς τους, όμως αυτό δεν ήταν πάντα εφικτό. Η επιχείρηση καταγραφής και ψηφιοποίησης αυτών των αντικειμένων αποτελούν το καύσιμο υλικό αυτού του σκληρού αλλά καθαρτικού σε συναίσθημα ντοκιμαντέρ, που εκπληρώνει μια τελευταία ελπίδα των χαμένων ψυχών να συνδεθούν με τους αγαπημένους τους, με την κάμερα να σκύβει στωικά κάτω από τη μνήμη τους.