Πέτρος Μάρκαρης στην «Α» / Αυτή η νοοτροπία, να αντιμετωπίζουμε τον πολιτισμό ως προϊόν, είναι πολύ επικίνδυνη

Πέτρος Μάρκαρης στην «Α» / Αυτή η νοοτροπία, να αντιμετωπίζουμε τον πολιτισμό ως προϊόν, είναι πολύ επικίνδυνη

Ο πολιτισμός ως προϊόν και οι γυναικοκτονίες μπαίνουν αυτή τη φορά στο στόχαστρο του Πέτρου Μάρκαρη. Με το καινούργιο του μυθιστόρημα «Η εξέγερση των Καρυάτιδων» (εκδόσεις Κείμενα), ο διεθνούς φήμης συγγραφέας εστιάζει στα σοβαρά κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα της εποχής μας, καυτηριάζει χωρίς διδακτισμό, ακουμπάει τις ανάγκες και το συναίσθημα του σύγχρονου ανθρώπου και διαβάζεται από διεθνές κοινό. Για τον πατριάρχη του ελληνικού αστυνομικού μυθιστορήματος, «ο φόνος είναι απλώς η αφορμή». Έτσι, ο δημοφιλής ήρωάς του, ο αστυνόμος Κώστας Χαρίτος, αναζητώντας αυτή τη φορά τους δολοφόνους τριών γυναικοκτονιών και τη διασύνδεσή τους με μια αμφιλεγόμενη πολιτιστική επένδυση, περνάει την εποχή μας από το κόσκινο της ιστορικής στιγμής και της κοινωνικοπολιτικής συνθήκης.

«Έγραψα αυτό το βιβλίο με πολλή αγάπη» ομολογεί, διαπιστώνοντας ότι «στη σύγχρονη κοινωνία, επιτέλους, η οργή και η εξέγερση των γυναικών για την αδικία έχουν γίνει μια πολύ σημαντική πραγματικότητα». Εξακολουθεί ωστόσο να εμπνέεται και να γράφει όταν κάποιο κοινωνικό ή πολιτικό θέμα τον κάνει «έξαλλο». «Αυτή η νοοτροπία, να αντιμετωπίζουμε τον πολιτισμό ως προϊόν, είναι πάρα πολύ επικίνδυνη» λέει και σπεύδει να συμπληρώσει ότι «η γυναικοκτονία είναι μια πραγματικότητα, είτε το αναγνωρίζουμε θεσμικά είτε όχι». Ο Π. Μάρκαρης μιλάει αβίαστα και αφοπλιστικά για όσα συμβαίνουν στην εποχή μας. Από την εργαλειοποίηση του Πολιτισμού μέχρι το μίσος εναντίον των γυναικών, από την απόσταση που έχει ακόμα να διανυθεί για την ισότητα μέχρι τη δήθεν αντίσταση της κοινωνίας μέσω αναρτήσεων στα social media και από το μέλλον του αστυνομικού μυθιστορήματος μέχρι την καθημερινή του σχέση με την οικογένεια Χαρίτου.

Ο αναγνώστης της «Εξέγερσης των Καρυάτιδων» καταλαβαίνει αμέσως ότι γράψατε με πολύ κέφι αυτό το βιβλίο. Έτσι είναι;

Εγραψα αυτό το βιβλίο με πολλή αγάπη, διότι διαπιστώνω ότι στη σύγχρονη κοινωνία, επιτέλους, η οργή και η εξέγερση των γυναικών για την αδικία έχουν γίνει μια πολύ σημαντική πραγματικότητα. Αυτή ήταν η αφετηρία που με ώθησε να γράψω το βιβλίο.

Στο βιβλίο σας παίρνετε θέση για τις γυναικοκτονίες, ωστόσο θεσμικά ακόμα ο όρος δεν αναγνωρίζεται. Προφανώς η λογοτεχνία δεν μπορεί να κάνει πολλά πράγματα…

Αυτή τη στιγμή η λογοτεχνία και η γραφή παρακολουθούν την εξέλιξη σε μια κοινωνία. Αυτό που ονομάζουμε γυναικοκτονία είναι μια πραγματικότητα σε πάρα πολλές χώρες, είτε το αναγνωρίζουμε θεσμικά είτε όχι. Η εξέγερση των γυναικών έβγαλε στην επιφάνεια και μια κρυφή οργή, αν θέλετε ένα κρυφό μίσος εναντίον των γυναικών.

Γιατί θεωρείτε πως συμβαίνει αυτό;

Εχω φτάσει στο σημείο να πιστεύω ότι οι γυναίκες, στον βαθμό που ξεσηκώνονται και διεκδικούν, γίνονται στόχος οργής. H οργή αυτή έχει διαχρονικά να κάνει με την υποτίμηση των γυναικών, κυρίως από τους άντρες, η οποία με τη σειρά της σήμερα μετατρέπεται σε μίσος και σε επιθετικότητα επειδή διεκδικούν. Το θέμα δεν είναι πώς αντιμετωπίζεται. Η εύκολη λύση είναι να πω ότι το θέμα αντιμετωπίζεται θεσμικά, νομικά από το κράτος. Η δύσκολη λύση βρίσκεται στην πορεία της αποδοχής της ισότητας των γυναικών απέναντι στους άντρες μέσα στην κοινωνία. Κι αυτό έχει να κάνει και με την εκπαίδευση και με την ιστορία των κοινωνιών, και κυρίως με την οικογενειακή ιστορία μέσα στις κοινωνίες.

Εχει να διανυθεί πολύς χρόνος, πολύς δρόμος ακόμα για την ισότητα;

Ακριβώς, έχει να διανυθεί πολύς χρόνος και κυρίως μια πορεία εκπαίδευσης και επιμόρφωσης.

Σε παλιότερη συζήτησή μας έχετε πει ότι για να εμπνευστείτε μια ιστορία και να τη γράψετε, πρέπει κάποιο θέμα, είτε κοινωνικό είτε πολιτικό, να σας κάνει έξαλλο. Τι σας εκνεύρισε τόσο πολύ και γράψατε την «Εξέγερση των Καρυάτιδων»;

Εχω κουραστεί να ακούω αυτή τη, να την πω έτσι, εύκολη κουβέντα ότι ο τουρισμός είναι η βαριά μας βιομηχανία. Δεν αμφισβητώ ότι ο τουρισμός, τόσο στις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις και όσο και στην εστίαση, είναι ένα έσοδο πολύ σημαντικό. Όμως οι τουρίστες που έρχονται στην Ελλάδα δεν έρχονται μόνο για τα νησιά ή μόνο για τις παραλίες, αλλά έρχονται και για τον αρχαίο πολιτισμό. Όταν λοιπόν μιλάμε για «βαριά βιομηχανία», ξεχνάμε ότι η βιομηχανία παράγει προϊόντα. Συνεπώς, όταν εντάσσεται σ’ αυτή τη βαριά βιομηχανία και η πολιτιστική μας κληρονομιά, υποβαθμίζεται κι αυτή σε ένα προϊόν, με όλες τις αρνητικές συνέπειες που μπορεί να έχει αυτή η αντίληψη για τον πολιτισμό. Συνεπώς, σ’ αυτό το μυθιστόρημα ο στόχος μου ήταν να δείξω ότι αυτή η νοοτροπία, να αντιμετωπίζουμε τον πολιτισμό ως προϊόν, είναι πολύ επικίνδυνη και ταυτόχρονα να δείξω ότι αυτές που το καταλαβαίνουν είναι μια ομάδα νέων γυναικών που εξανίστανται και αντιστέκονται.

Είναι πιο ευαίσθητες σ’ αυτά τα θέματα οι γυναίκες;

Θεωρώ πως οι γυναίκες είναι πιο ανοιχτές στη σκέψη και, από την άλλη, οι γυναίκες δεν έχουν, στο σημείο που γίνεται σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία, την ταύτιση της μοναδικής κοινωνικής αξίας με το χρήμα. Έχουν κι άλλες αξίες.

Σ’ αυτή την κατηγορία εντάσσεται και η άλλη ηρωίδα σας, η αστυνόμος Αντιγόνη Φερλέκη, που εμφανίζεται για πρώτη φορά πλάι στον αστυνόμο Χαρίτο ως προϊσταμένη του Τμήματος Ανθρωποκτονιών;

Σ’ αυτή την κατηγορία εντάσσεται η Αντιγόνη, η οποία, για να φτάσει σ’ αυτό το σημείο επαγγελματικής ανέλιξης, περνάει διά πυρός και σιδήρου από τα παιδικά της χρόνια. Είτε μιλάμε για τις γυναίκες που αντιστέκονται είτε μιλάμε για την προϊσταμένη του Τμήματος Ανθρωποκτονιών, το μυθιστόρημα περιγράφει μια ολόκληρη ομάδα γυναικών που δίνουν συνέχεια μάχες.

Είναι η ώρα δηλαδή να δώσουμε και ως κοινωνία τις μάχες μας;

Εχουμε καθυστερήσει ήδη ως κοινωνία να δώσουμε τις μάχες μας. Αυτό είναι και το μεγάλο πρόβλημα. Όπως ουσιαστικά ένα μεγάλο μέρος της παιδείας μας βασίζεται σε μια παπαγαλία των βιβλίων για να πάρουμε ένα πτυχίο, έτσι και η αντίστασή μας βασίζεται σε μια παπαγαλία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Με τον ίδιο τρόπο ο καθένας κάνει ουσιαστικά την αντίστασή του με μια ανάρτηση και παπαγαλία στα κοινωνικά δίκτυα.

Δεν αρκεί;

Οχι, βέβαια! Η αντίσταση ξεκινάει από την κινητοποίηση των ανθρώπων, δεν ξεκινάει από την προσωπική και μόνο γραφή και ανάρτηση κάποιων. Αυτή η διά ζώσης κινητοποίηση είναι που λείπει από την κοινωνία.

Και πώς επανέρχεται αυτή η συνθήκη;

Το πώς επανέρχεται αυτή η συνθήκη δεν θα το εξηγήσω εγώ. Είναι θέμα μηχανισμών μέσα στην κοινωνία που προωθούν τις κινητοποιήσεις και τις επιβάλλουν. Είναι θέμα κομμάτων, είναι θέμα οργανώσεων συνδικαλιστικών, είναι θέμα ανθρωπιστικών οργανώσεων κ.ο.κ.

Ο αστυνόμος Χαρίτος και ο αριστερός Ζήσης στο βιβλίο σας συμφωνούν προκρίνοντας «διαμαρτυρία χωρίς συγκρούσεις, αλλά με ωραίες ιδέες». Αυτό προτείνετε για τις κοινωνικές και πολιτικές διεκδικήσεις στο εξής;

Καθετί που γράφω δεν σημαίνει ότι εκπροσωπεί εμένα, εκπροσωπεί τον χαρακτήρα που το λέει. Εκείνο το οποίο όμως έχει σημασία για εμένα, τον συγγραφέα που το γράφει, είναι να βοηθήσω τον αναγνώστη ώστε να κάνει ορισμένες σκέψεις και να θέσει ερωτήματα που είναι καθοριστικά για την κοινωνική πραγματικότητα και τις κοινωνικές εξελίξεις.

Ωστόσο, στο βιβλίο περιγράφετε μια σχεδόν ειδυλλιακή κατάσταση στην ελληνική αστυνομία, αλλά και μια απόλυτη συνεργασία για το κοινό καλό μεταξύ αστυνόμων, κινήματος, αναρχικών καταληψιών. Έφτασε δηλαδή η εποχή των συναινέσεων;

Πιστεύω ότι στις ηλικίες του Ζήση και του Χαρίτου η φιλία και η αλληλεγγύη ήταν αυτονόητα φαινόμενα του βίου των ανθρώπων. Επομένως, στη σχέση τους δεν μπαίνουν ζητήματα πολιτικών πεποιθήσεων. Αυτή η φιλία που δημιουργήθηκε μεταξύ Ζήση και Χαρίτου οφείλεται στο γεγονός ότι ο μεν Χαρίτος σέβεται την αριστερή προέλευση του Ζήση και ο Ζήσης, από την πλευρά του, αποδέχεται την αστυνομική ταυτότητα του Χαρίτου. Η σχέση Χαρίτου και Ζήση είναι μια σχέση που αναπτύχθηκε όταν ο Ζήσης ήταν κρατούμενος επί Χούντας και ο Χαρίτος ήταν φύλακας στα κρατητήρια και βοηθούσε τους κρατούμενους που περνούσαν βασανιστήρια. Αυτή η εξαίρεση, η ανθρωπιά του Χαρίτου, δημιούργησε και τη φιλία με τον Ζήση.

Ο συγγραφέας, αλήθεια, καταλαβαίνει ότι ένα βιβλίο του είναι καλό, πολύ καλύτερο από προηγούμενα;

Το μόνο που μπορεί να έχει ως αίσθηση ο συγγραφέας είναι, όταν τελειώνει το βιβλίο του, αν είπε αυτά που είχε να πει χωρίς κενά. Από κει και πέρα, στη λογοτεχνία και στην τέχνη είναι κανόνας ότι καθολική και ομόφωνη αποδοχή δεν υπάρχει. Άλλοι μπορούν να θεωρούν ένα μυθιστόρημα αριστούργημα κι άλλοι να λένε «τι είν’ αυτά που γράφει;». Όμως εγώ ποτέ δεν μπαίνω σ’ αυτή τη συζήτηση. Εμένα με ενδιαφέρει να πω αυτά που έχω να πω στον αναγνώστη. Αυτός είναι ο τελικός κριτής.

Εσείς πώς συνηθίζετε να γράφετε;

Εχω ένα πολύ αυστηρό ωράριο. Δουλεύω καθημερινά από τις 10 έως τις 2 το μεσημέρι και από τις 4.30 έως τις 7.30 το απόγευμα. Αυτές τις ώρες δεν φεύγω μπροστά από τον υπολογιστή μου ακόμα κι όταν έχω σκαλώσει και δεν μπορώ να προχωρήσω.

Σε πόσο χρόνο περίπου γράφετε ένα μυθιστόρημα;

Καθαρή δουλειά, περίπου ένα εξάμηνο.

Εξακολουθείτε να πίνετε καθημερινά καφέ με τον αστυνόμο Χαρίτο;

Εγώ ζω καθημερινά με την οικογένεια του Χαρίτου, ακόμα κι όταν δεν γράφω μυθιστόρημα. Είναι μια καθημερινή επαφή πια.

Με τον Αντρέα Καμιλέρι ήσασταν πολύ φίλοι. Άλλες «αδελφές ψυχές» στο αστυνομικό μυθιστόρημα ποιους θεωρείτε;

Ο Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο, ο Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν, ο Λεονάρντο Σάσα, όπως και ο Ζαν Κλοντ Ιζό είναι αυτοί που με συνδέουν με το μεσογειακό αστυνομικό μυθιστόρημα. Όταν λέμε μεσογειακό αστυνομικό μυθιστόρημα, εννοούμε ένα πολιτικοκοινωνικό μυθιστόρημα, σε αντίθεση με το σκανδιναβικό, το οποίο είναι αποκλειστικά κοινωνικό μυθιστόρημα, δεν έχει πολιτική διάσταση.

Ποιο είναι το μέλλον του αστυνομικού μυθιστορήματος;

Το μέλλον του αστυνομικού μυθιστορήματος είναι πάρα πολύ αισιόδοξο, διότι αυτό το λογοτεχνικό είδος, ιδιαίτερα στην Ευρώπη, έχει πλέον μετατραπεί σε ένα κοινωνικό μυθιστόρημα, καταγράφει και μελετάει τις κοινωνικές πτυχές των ανθρώπων και των πραγμάτων. Ο φόνος είναι απλώς η αφορμή. Αυτό που βασικά άλλαξε στο αστυνομικό μυθιστόρημα της εποχής μας είναι το βασικό ερώτημα. Δεν ενδιαφέρει πια το ποιος είναι ο δολοφόνος. Εκείνο που ενδιαφέρει είναι το γιατί. Γιατί αυτός ο άνθρωπος γίνεται δολοφόνος. Και μέσα απ’ αυτό το ερώτημα βγαίνουν τα κοινωνικά και ενίοτε τα πολιτικά αίτια.