Θέατρο / Οταν η Ιστορία περαίνεται σε τραγωδία...

Θέατρο / Οταν η Ιστορία περαίνεται σε τραγωδία...

Το γεγονός ότι νέοι καλλιτέχνες, ηθοποιοί, συγγραφείς κ.ά. ασχολούνται σήμερα με το κομβικό γεγονός της νεοελληνικής Ιστορίας, τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, δίνει ελπίδες για την απαραίτητη συνέχεια της ιστορικής μας μνήμης. Πρώτα, όμως, λίγα εισαγωγικά για το θέμα.

Η Ιστορία είναι ένα σύνολο διαδοχικών στιγμών-σημείων. Ένα σύστημα ανοιχτό σημειακών, σημαδιακών επί το λαϊκότερο, γεγονότων, «πράξεων σπουδαίων και τελείων» στη γλώσσα της τραγωδίας. Επειδή τα γεγονότα, πριν ακόμη συμβούν και γίνουν αυτά που είναι, βγαίνουν απρόσμενα το ένα σαν μέσα από την τσέπη του άλλου, χωρίς αιτιακή σειρά και νοηματική αλληλουχία. Επειδή όλα τα πράγματα στη ζωή έχουν νομοτέλεια, εκτός από την Ιστορία, που με τη Νέμεση μας πηγαίνει όπου θέλει αυτή.

Η Ιστορία, μικρή ή μεγάλη, είναι πρώτα από όλα θέμα μνήμης. Δεν θυμόμαστε πάντα όλα όσα μας συνέβησαν, αλλά όσα θυμόμαστε συμβαίνει να μας συμβαίνουν τώρα, όπως έχω ξαναγράψει. Τα ιστορικά γεγονότα μάς θυμούνται προνομιακά και δεν συμβαίνουν ως τέτοια πριν την τραγική τους μίμηση. Η τραγική μίμηση, «δι’ ελέου και φόβου», περαίνει προνομιακά την Ιστορία σε τραγωδία. Επειδή «δεν υπάρχει τίποτε από όλα όσα έχουν συμβεί στον αιώνα (χρόνο) που να μην συμβαίνει επίσης τώρα», και το αντίστροφο, όπως μας μηνά από τον δικό του χρόνο-αιώνα ο Αισχύλος. Μικρασιατική τραγωδία λοιπόν, όχι καταστροφή, είναι το σωστό. Επειδή αυτοί που κέρδισαν τις εκλογές του 1920 με το σύνθημα να τερματίσουν τον πόλεμο αθέτησαν την υπόσχεσή τους και τον συνέχισαν ως τη μοιραία κατάληξη που είχε προγράψει η Νέμεση. Οι συνέπειες αυτής της επιλογής μάς βαρύνουν μέχρι σήμερα.

Στο Θέατρο Φούρνος η νεανική θεατρική ομάδα Άλας μας δίνει για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά την παράσταση «Αλμυρή έρημος» (ο τίτλος εμπνευσμένος από την άφρονη επιλογή του στρατιωτικού επιτελείου να διασχίσει το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα την Αλμυρή Έρημο, στο κέντρο της Μικράς Ασίας, χωρίς τις κατάλληλες εφεδρείες επιμελητείας, τρόφιμα και νερό). Γύρω από αυτό το γεγονός επικεντρώνεται η παράσταση, «μια σκηνική σύνθεση που αντλεί το υλικό της από μαρτυρίες προσφύγων και λογοτεχνικά έργα. Στιγμιότυπα από τη μικρασιατική εκστρατεία και την καθημερινή ζωή ξετυλίγονται μέσα σε ένα θραυσματικό τοπίο μνήμης, σε ένα χρόνο άχρονο, όσο η Ιστορία συνεχίζει να αιμορραγεί πολέμους, προσφυγιά, ανθρώπινο πόνο και οδύνη», αντιγράφω από το σκηνοθετικό σημείωμα του προγράμματος.

Ολος ο ανθρώπινος πόνος, πράγματι, συμπυκνώνεται στα δύο κεντρικά πρόσωπα, στην ορατή «Γυναίκα» σε διπλή σωματική παρουσία και στον «Στρατιώτη», που ακούμε τη φωνή του αλλά δεν τον βλέπουμε. Επειδή η Ιστορία δεν είναι μόνο αφήγηση, είναι και σκηνοθεσία. Παύει τότε να είναι γκρίζα ζώνη, χωρίς θύτες, θύματα, ενόχους, αθώους, ένα νεκρό τοπίο μετά τη μάχη. «Περαίνεται» σε τραγωδία, καθώς την ξαναζούμε μέσα από τα μάτια, τις ψυχές, τα σώματα των ανθρώπων που την έζησαν πραγματικά.

Αυτό η σκηνοθεσία της Ναταλίας Γεωργοσοπούλου και της Σταύριας Νικολάου το είδε και το έδωσε σωστά: όχι λυρικά, με τον τρόπο του ποιητικού θεάτρου, αλλά ποιητικά, με τον τρόπο του δημοτικού τραγουδιού. Μιας παραλογής με προέλευση τραγική. Με τις σκηνοθέτιδες-ηθοποιούς να ερμηνεύουν τις δυο ηρωίδες σαν ένα δίδυμο πλάσμα νύκτιου ονείρου που έλκεται από το φως της ζωής, τη φλόγα που καίει. Κάτω από τη ζωντανή, πρωτότυπη, εξαιρετική μουσική σύνθεση του Γιάννη Ισμυρλόγλου, με εκτελεστή τον ίδιο επί σκηνής.