Κριτική θεάτρου / «Η πόλη των χαμένων ρομπότ»: σωματικότητα και παράσταση

Κριτική θεάτρου / «Η πόλη των χαμένων ρομπότ»: σωματικότητα και παράσταση

Η «ευρυθμική» μέθοδος του Dalcroze, όπως και η «βιο-μηχανική» μέθοδος του Meyerhold αποτελούν βασικές θεωρήσεις στον τομέα των επιτελεστικών τεχνών κατά τον 20ό αιώνα. Μαζί με την Duncan και άλλους οδήγησαν στην απελευθέρωση της σωματικής ορμής στον χορό και ακολούθως στις παραστατικές τέχνες, καθώς πρόσφεραν νέα κινησιολογικά πρωτόκολλα, πέρα από τις κλασικές και έντονα κωδικοποιημένες νόρμες του μπαλέτου. Το σωματικό solfege του Dalcroze, η μέθοδος Laban, αλλά και η κληρονομιά του Artaud, καθώς και σύγχρονες προσεγγίσεις που συνδυάζουν τη μουσική, την κίνηση έχουν ενοφθαλμίσει δημιουργικά το θεατρικό περιβάλλον. Το σώμα είναι ένα πολυδύναμο όργανο παράστασης συναισθημάτων, καταστάσεων, σκέψεων. Είναι το μέσο αντίληψης και σχεδίασης του χώρου και του χρόνου. Το σωματικό θέατρο έχει διανύσει πολύ δρόμο από τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα και μετά, έχει αναπτύξει πολυεπίπεδη «γραμματική» και «συντακτικό».

Στην περίπτωση της θεατρικής ομάδας Hippo Theatre Group το σωματικό θέατρο έχει τον πρώτο λόγο. Στην παράσταση «Η πόλη των χαμένων ρομπότ», που ανεβαίνει στο θέατρο Σταθμός, σε κείμενο και σκηνοθεσία Αλέξανδρου Ράπτη και Φώτη Δούσου, τα ρομπότ μοιάζουν με τους ανθρώπους και αποτελούν το εργατικό-υπηρετικό δυναμικό. Υποχρεωμένα να υπηρετούν ή να διασκεδάζουν τους ανθρώπους-ιδιοκτήτες τους, «ζουν» χωρίς τη δυνατότητα ανάπτυξης και κυρίως έκφρασης οποιουδήποτε συναισθήματος. Στο bio-cyborg περιβάλλον εντός του οποίου εκτυλίσσεται η υπόθεση μια φωτισμένη επιστήμονας, ένα ρομπότ με αυτοσυνείδηση και επαναστατικότητα, και ακολούθως και άλλα ρομπότ που λαχταρούν την «ανθρωπιά» πολεμούν εναντίον της καταπίεσης και της συναισθηματικής λοβοτομής των εξελιγμένων δημιουργημάτων. Η επιστήμονας-δημιουργός των ρομπότ θέλει να προσφέρει στα ανθρωποειδή την ιδιότητα του ανθρώπου, έστω και με πεπερασμένα όρια. Ένας κόσμος, εξάλλου, χωρίς ανθρωπιά είναι ένας αβίωτος κόσμος. Και φαίνεται ότι σε αντίθεση με πολλούς ανθρώπους της ιστορίας, ιδίως εκείνων που έχουν την εξουσία, τα ρομπότ και μια αντιρρησίας επιστήμονας αντιλαμβάνονται το κρίσιμο διακύβευμα.

Η σκηνική περιπέτεια έχει συγκίνηση, ανατροπές, σύγχρονο χιούμορ. Εστιάζει στο ζήτημα της ελευθερίας και της αυτοδιάθεσης, αλλά προειδοποιεί ταυτόχρονα για το κινδυνώδες στοίχημα. Ελευθερία χωρίς όρια, όπως και αυταρχισμός δεν μπορούν να αφήσουν την κοινωνία να ανθήσει, αλλά και ούτε τη διαφορετικότητα να εκφραστεί δημιουργικά εντός του συνόλου. Στο μότο της αυταρχικής κυβέρνησης, της sci-fi ιστορίας, «άνθρωπος γεννιέσαι δεν γίνεσαι» εμφορούνται ποικίλες όψεις του ολοκληρωτισμού, με τις οποίες ερχόμαστε αντιμέτωποι καθημερινά μικροί και μεγάλοι.

Η παράσταση έχει ως βασικό επιτελεστικό πόλο τη σωματικότητα και τη βιορυθμική, μεταπλασμένες στη μέθοδο Kinemo, που η ομάδα έχει επινοήσει και εφαρμόζει με συνέπεια στις παραστάσεις της. Οι τρεις ηθοποιοί (Μαρίνος Ορφανός, Ελένη Παπαϊωάννου, Κωνσταντίνος Παράσης) ζωντανεύουν τους ρόλους υποδειγματικά. Κίνηση, ρυθμός, σωματική πειθαρχία, καθαρή εκφορά των λέξεων, αναπνοές, τραγούδι συνδυάζονται αποτελεσματικά. Και τούτο χρειάζεται πολύ κόπο και πολλή εξάσκηση για να επιτευχθεί. Η κίνηση (Αλέξανδρος Ράπτης, Φώτης Δούσος, Μίκα Στεφανάκη) είναι το ηγεμονεύον στοιχείο, το δομικό συστατικό της παράστασης. Οι ηθοποιοί δημιουργούν τoν παραστατικό χώρο και χρόνο με το σώμα τους. Η μουσική (Γιώργος Δούσος) συνοδοιπορεί με το σενάριο, όπως και οι φωτισμοί (Αποστόλης Κουτσιανικούλης). Τα κοστούμια (Κατερίνα Χατζοπούλου), εφαρμοστά στο σώμα, εξεικονίζουν με την επιλογή του υφάσματος και τα λοιπά αξεσουάρ το τεχνολογικό σκέλος, επιτρέποντας συγχρόνως την τέλεση των πολύπλοκων κινήσεων.

Η «Πόλη των χαμένων ρομπότ» είναι μια παράσταση με διαφορετικότητα, σύγχρονη και εξαιρετικά δουλεμένη στο κομμάτι της σωματικής επιτέλεσης, και ως εκ τούτου με ιδιαίτερο πρόσημο.