Μια οικογένεια των Blues

Μια οικογένεια των Blues

Το όνομά τους το κλέψανε από έναν καλό φίλο και εμπνευστή της μουσικής τους. Το «Daddy’s work» ήταν μια σύνθεση του πρωτοπόρου των blues στην Ελλάδα και ιδρυτή των Blues Wire -της πάλαι ποτέ Blues Gang- Ηλία Ζάικου. Το 2007 τέσσερα «παιδιά», καλοί φίλοι απ’ τα δυτικά προάστια, μαζί με κάποιους άλλους φίλους μουσικούς συναντήθηκαν με σκοπό να παίξουν αυτά που τους φλόγιζαν: τα ηλεκτρικά blues.

Στην πηγή των blues

Willie Dixon, Muddy Waters, Buddy Guy, Albert King, BB King, Sonny Boy Williamson, Little Walter -από τη μαύρη πλευρά της «πόλης των ανέμων» και από τη λευκή, μουσικοί σαν τον φυσαρμονικίστα και τραγουδιστή Paul Butterfield- ήταν κάποια από τα ινδάλματά τους. Σ’ αυτή την ατέλειωτη λίστα είχαν προστεθεί οι Βρετανοί μπλουζίστες που αποτέλεσαν κάποτε την British Invasion, την επιστροφή του μεγάλου «χρέους» προς τη χώρα που γέννησε τα blues, στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού. Το δώρο που τους είχε κάνει ο Horst Lippmann, φέρνοντας στις αρχές των 60s στο μεγάλο αγγλικό νησί τους θρύλους αυτής της γεμάτης πάθος και ανικανοποίητους πόθους μουσικής.

Η σύναξη των τεσσάρων

O Δημήτρης Δουλγερίδης με την κιθάρα και τη φωνή του, ο Γιάννης Παχύδης στη φυσαρμόνικα, ο Στάθης Ανέστης στο μπάσο και ο Θέμης Πολύζος στα τύμπανα, όλοι -λίγο πολύ- ξεκίνησαν απ’ τα ροκ συγκροτήματα της γειτονιάς. Ο Δημήτρης, κάπου στα 14, έπαιζε με την Κακιά Θείτσα! Το σχήμα είχε ρεπερτόριο που βασιζόταν στο ροκ των 70s, ενώ μπάσο έπαιζε ο Κλέων Αντωνίου, κιθαρίστας και συνιδρυτής των Mode Plagal. Οι Κακιά Θείτσα έπαιξαν πρώτη φορά στο τσοντάδικο του Αιγάλεω «Βυζάντιο», που πρόβαλλε «καθ’ εκάστην δύο έργα» καράτε/σεξ, εναλλάξ. Σήμερα είναι σούπερ μάρκετ με «του πουλιού το γάλα».

Εκείνα τα χρόνια ο Δημήτρης συναντήθηκε με τον Γιάννη. Με τα πρώτα τους λεφτά, από κάθε λογής δουλειές, μπήκαν σ’ ένα δισκάδικο και έπεσαν πάνω στο περίφημο διπλό «Live at Fillmore East» άλμπουμ των Allman Brothers και στο live άλμπουμ των Paul Butterfield Blues Band. Ο ήχος αυτών των album ήταν σημαντικά διαφορετικός από τους Deep Purple, τους Led Zeppelin και τους Black Sabbath, που τους ξεσήκωναν έως τότε, και τους οδήγησε να ψάξουν βαθύτερα.

Ο Γιάννης μάθαινε φυσαρμόνικα και είχε «πάθει» με τον Blind Owl Wilson, τον φυσαρμονικίστα των Canned Heat, και τους Junior Wells και John Mayall. Ξεκίνησε με μία και μοναδική φυσαρμόνικα σε ντο, ενώ από τον Ιάκωβο των Captain Nefos έμαθε πως τη φυσαρμόνικα δεν τη φυσάνε μόνο, αλλά και τη ρουφάνε!

Τον Θέμη Πολύζο τον συνάντησαν στο σχολείο και ο Γιάννης του πέρασε το μικρόβιο των blues. Οι τρεις Περιστεριώτες σχημάτισαν τους Έβενος, που έπαιζαν classic rock διασκευές από μπάντες με έντονο blues στοιχείο αλλά και δικές τους συνθέσεις.

Πού βαδίζουμε, κύριοι;

Ο «ετεροδημότης» Στάθης Ανέστης από το γειτονικό Αιγάλεω έπαιζε μπάσο στους Crossroad. Είχαν όνομα εμπνευσμένο από την ιστορική συλλογή των 29 τραγουδιών που ηχογράφησε o Robert Johnson το 1936-1937, επιδρώντας καταλυτικά στην εξέλιξη των blues του αμερικανικού Νότου. Αυτά που αργότερα «εξηλεκτρίστηκαν» στο Σικάγο από μεγάλες μορφές σαν τον Muddy Waters και τον Willie Dixon. Αναπόφευκτα κι ο Στάθης συναντήθηκε τελικά με τ’ άλλα τρία μέλη των Daddy’s Work Blues Band.

Μεσολάβησε μια παύση στις αρχές των 90s, όταν καβάλαγαν τις μηχανές και ροβόλαγαν σε βουνά και λαγκάδια, σε ποτάμια και νησιά. Μπλεγμένος σ’ έναν κυκεώνα ονομάτων, διαπροσωπικών, δια-δημοτικών και δια-γκρουπικών σχέσεων ανάμεσα στο Περιστέρι και στο Αιγάλεω, στην Πάτρα και στο Χαϊδάρι, καταλήγω μάλλον αυθαίρετα στο σήμερα της Daddy’s Work Blues Band ή μάλλον στο χθες της. Ο Στάθης είχε συναντήσει τον Θανάση (Γκιόκα) και τον Στέλιο (Μέρτικα) σε μία πρωτόλεια ορχήστρα, ο Θέμης ήρθε ως drummer και οι Γιάννης και Δημήτρης ακολούθησαν μετά από λίγους μήνες, γονιμοποιώντας το έμβρυο της μελλοντικής τους μπάντας.

Το 2009 ήταν η χρονιά που οι «Daddy’s» το αποφάσισαν. Οι πρόβες σε υπόγεια στούντιο στο Χαϊδάρι ή στο Περιστέρι τους έκαναν να νιώθουν έτοιμοι να εμφανιστούν στο κοινό τους. Στα πρώτα live ήρθαν κάποιοι συνάδελφοι, φίλοι και λίγοι γνωστοί.  Έπαιξαν σε blues festival, στο Crescent Moon Fest, στο Γαλάτσι, στο Blues n’ Bike στην Καβάλα, στο τριήμερο Blues for Peace στο Μεταξουργείο και σε ανοιχτούς χώρους ή κλαμπ: Βόλος, Λάρισα, Τρίπολη, Καλαμάτα, Σπάρτη, οι σταθμοί τους. Στο ρεπερτόριό τους, διασκευές από «μαύρα» και «λευκά» blues. Κάπου εκεί τους συνάντησα ένα βράδυ που άνοιγαν για το αγαπημένο ίνδαλμά τους, τον Ηλία Ζάικο με τους Blues Wire.

Τα πειραγμένα blues

Οι Daddy’s Work Blues Band είχαν κι έχουν ως βάση τους τα blues.  Όμως ποτέ δεν υπήρξαν ορθόδοξοι. Παίζουν «πειραγμένα» κομμάτια, μ’ επιρροές από το ψυχεδελικό ροκ ή την τζαζ. Επιστρέφουν όμως σε αυτά, λες και μια δύναμη τους «γειώνει» στις ρίζες τους.  Όταν πια το 2014 οι πέντε έγιναν τέσσερις, κάποιες νέες ιδέες έπεφταν στις πρόβες. Ιδέες που χαρακτήριζαν ολόκληρο το σχήμα και αναπτύχθηκαν σε πλήρεις συνθέσεις.

Οι στίχοι τους έχουν κατά κανόνα να κάνουν με προσωπικά τους βιώματα και συναισθήματα με blues χαρακτήρα. Ερωτική απογοήτευση, τάσεις φυγής, φτώχεια, δυσκολίες επιβίωσης, θλίψη για την απώλεια του Φάνη Θεοφίλου, που έπαιζε πλήκτρα μαζί τους, και του Τάσου Ιωαννίδη, του φίλου τους ηχολήπτη και μουσικού που κι αυτός έφυγε νωρίς. Στίχοι πάνω στην πραγματική αισθητική των blues και στη συμπυκνωμένη ιστορία τους, στα χρόνια που περνούν. Κομμάτια της αλήθειας τους, που τους διακρίνει ως ανθρώπους και μουσικούς. Στίχοι που χαρακτηρίζουν το «First», το πρώτο άλμπουμ των Daddy’s Work Blues Band.

«First»: Μια πρωτιά και ας ήρθε αργά

Από το έμβρυο των πρώτων ημερών, ο δίσκος αυτός γεννήθηκε με τη μορφή του «First» μάλλον αργά. Βασική αιτία ήταν τα... λεφτά. Ζώντας στον πυρήνα της κρίσης -οικονομικής κι αργότερα υγειονομικής-, με κάποια από τα μέλη της μπάντας ν’ απολύονται και να αγωνιούν για το μέλλον τους, οι δυσκολίες υπήρξαν ανυπέρβλητες. Και η χαρά τους είναι μεγάλη, καθώς φέτος είδαν το «παιδί» τους να γεννιέται, τις μουσικές τους να παίρνουν «σχήμα και μορφή».

«Είναι άλλο να βγάζεις δίσκο στα 20 και άλλο στα 55», λέει ο Στάθης. «Πήρα στα χέρια το πρώτο άλμπουμ που παίζω κι εγώ, έβαλα να το ακούσω και δεν το πίστευα. Δάκρυσα!» Κι ο Δημήτρης επιτείνει: «Όλη η προσπάθεια για το “First”, που ξεκίνησε πριν την καραντίνα, μας ωρίμασε σαν μπάντα. Αποκτήσαμε εμπειρία με τα στούντιο και η τριβή ανάμεσά μας, σαν διαφορετικοί χαρακτήρες που είμαστε, μας δοκίμασε σαν ανθρώπους».

Τον ακούω αποφασιστικό, με το βλέμμα του να λάμπει: «Το “First” είναι ένα κίνητρο να συνεχίσουμε. Μπροστά μας έχουμε, και τα θέλουμε πολύ, πολλά βράδια με live παντού, με πολλούς φίλους κοντά μας και άπειρες... μπίρες!».

«Πέρα από την πραγματοποίηση ονείρων και την αποτύπωση συναισθημάτων, το “First” μας ανοίγει δρόμο για τη συνέχεια: την αποτύπωση ενός αδισκογράφητου υλικού» υπόσχεται ο Θέμης. Και ο Στάθης: «Το να παίζεις blues στην Ελλάδα σήμερα δεν σου υπόσχεται ούτε κάποια ιδιαίτερη καταξίωση ούτε λεφτά. Σε κρατάει μόνο η αγάπη γι’ αυτό το μουσικό ιδίωμα».

Κυλάει σαν ρυάκι

Κάθε κομμάτι του «First», του πρώτου δίσκου των Daddy’s Work Blues Band, εκφράζει μια κατάσταση, μια στιγμή και εκπέμπει μια συχνότητα γύρω από τον δικό τους τρόπο ζωής. Έχοντας ζήσει κοντά, σε κοινό περιβάλλον, με τα ίδια βιώματα και ακούσματα, τα κομμάτια αυτά προέκυψαν από τις δικές τους κοινές εμπειρίες. Η σειρά των κομματιών του δίσκου δεν είναι τυχαία. Η ρυθμολογία τους, τα μουσικά τους μοτίβα, διαφορετικά το ένα από τ’ άλλο, διαμορφώνουν ένα ομοιογενές blues σύνολο που κυλάει σαν ρυάκι, μόλις το ολόφρεσκο CD αρχίσει να στριφογυρίζει στα CD player μας.

Οι διασκευές του δίσκου, με πρώτο το «Hellbound train» του Kim Simmonds -των Savoy Brown- και το δυνατό «Death don’t have no mercy» του Reverend Gary Davis «χτίστηκαν» πάνω στους δικούς τους κοινούς κώδικες, στον δικό τους μουσικό χαρακτήρα. «Το “Death” μπήκε στο setlist του πρώτου μας live μετά τον θάνατο του Φάνη.  Ήταν κάτι πολύ φορτισμένο για εμάς» θυμάται ο Γιάννης.

Το εισαγωγικό «Ain’t going back», σε στίχους του Γιάννη Αφένδρα των Mr. Highway Band, είναι μια αποδομημένη bossa που ανεβάζει τις εντάσεις στα σολιστικά μέρη. Το shuffle «Walk down that road no more» πατάει σε ράγες προς τον αμερικανικό Νότο. Το street funk «No shelter» μεταμορφώνεται σε ένα slow tempo πεδίο για κιθαριστική έκφραση. Το σκωπτικό jump blues «Scratched horse» εισάγει jazzy στοιχεία και αλλάζει κλειδί όταν η φυσαρμόνικα το ζητήσει.

Η επιβεβαίωση ήρθε από τον «πατριάρχη» της ελληνικής blues σκηνής. Ο Ηλίας Ζάικος έγραψε: «Αυτός ο δίσκος έρχεται να φέρει δύναμη και νότες αισιοδοξίας… Μια μικρή-μεγάλη έκπληξη η δουλειά τους, γάργαρο νεράκι ακούγεται η έκδοση. Εύγε!».

Κι εγώ καταγράφω μια απολαυστική βραδινή συζήτηση με τον Δημήτρη Δουλγερίδη, τον Γιάννη Παχύδη, τον Στάθη Ανέστη και τον Θέμη Πολύζο, ακούγοντας ξανά το αργό minor blues «One more time», το κομμάτι του αποχαιρετισμού, της διάλυσης μιας εξαντλημένης ερωτικής σχέσης. Και περιμένω σύσσωμους τους Daddy’s Work Blues Band το βράδυ στους 105,5.

Επιμέλεια: Μαρώ Καβαλιέρου