Έκθεση / Σουρεαλισμός χωρίς σύνορα

Έκθεση / Σουρεαλισμός χωρίς σύνορα

Μια πύλη για τον κόσμο της φαντασίας έχει ανοίξει αυτή την περίοδο στην Tate Modern του Λονδίνου. Η έκθεση «Σουρεαλισμός Χωρίς Σύνορα» («Surrealism Beyond Borders») αναδεικνύει τις περισσότερο, αλλά, κυρίως, τις λιγότερο γνωστές στο ευρύ κοινό πτυχές του ανατρεπτικού αυτού καλλιτεχνικού κινήματος που γεννήθηκε από τα σπλάχνα του Παρισιού τη δεκαετία του 1920. Με πασίγνωστα έργα-ορόσημα του κινήματος, όπως το «τηλέφωνο-αστακός» (1938) του Σαλβαδόρ Νταλί και το «Μάης ’68» (1968-1973) του Ζουάν Μιρό, αλλά και ανάμεσα σε εκθέματα που φωτίζουν λιγότερο γνωστές εστίες σουρεαλιστικής δημιουργίας, όπως ορισμένα τεύχη του επί δεκαετίες άγνωστου ολλανδικού περιοδικού Καθαρό Μαντήλι (De Schone Zakdoek, 1941-1944), οι επισκέπτες βυθίζονται στον επαναστατικό και ονειρικό -ή συχνά εφιαλτικό- κόσμο που έχτισαν ανά τις δεκαετίες με το έργο τους οι θεράποντες αυτοί του ασυνειδήτου.

Στόχος της έκθεσης είναι η παρουσίαση μιας προσέγγισης για την ιστορία του σουρεαλιστικού κινήματος εναλλακτικής σε σχέση με αυτήν που συμβατικά επιλέγεται και που είναι εστιασμένη στο Παρίσι. Για την υπηρέτηση αυτού του στόχου, το εκτιθέμενο υλικό περιλαμβάνει έργα καλλιτεχνών καταγόμενων από και δρώντων σε διάφορες πόλεις του κόσμου, από το Τόκιο μέχρι την Πόλη του Μεξικού και από το Βελιγράδι μέχρι τη Μοζαμβίκη. Το υλικό αυτό οργανώνεται όχι σε χρονολογική σειρά και ανά χώρα προέλευσης καλλιτέχνη, αλλά με βάση θεματικές ενότητες και τοπικές εστίες καλλιτεχνικής συνάντησης και δραστηριότητας (π.χ. Πόλη του Μεξικού, Καραϊβική, Κάιρο) προκειμένου να αναδειχθεί ο δικτυακός και πολυσήμαντος χαρακτήρας ενός κινήματος, η επιρροή του οποίου έφτασε σε πολύ μεγάλες αποστάσεις από τη γαλλική πρωτεύουσα.

Ωστόσο, παρά τον διακηρυγμένο στόχο των επιμελητών της έκθεσης για προβολή του διεθνικού και διασυνοριακού χαρακτήρα αυτού του επιδραστικού κινήματος, ο αντίλαλος των ίδιων των έργων ανακαλεί διαρκώς στον νου τα άλλα σύνορα, αυτά που υπάρχουν ανάμεσα στα σώματα και στις ψυχές των ανθρώπων και τα οποία διαγράφουν την επικράτεια της μοναξιάς του καθενός. Υπό το πρίσμα των διδαγμάτων της παρατεταμένης απομόνωσης των lockdown της πανδημίας, αντιλαμβάνεται κανείς ευκολότερα ότι το κίνητρο των σουρεαλιστών για την αναζήτηση του ποιητικού αντικειμένου και του ανοίκειου μέσα στην πεζότητα του καθημερινού, αλλά και για την αποθέωση του ονείρου και της παραίσθησης, πηγάζει από την ανάγκη της απόδρασης από έναν κόσμο όπου η συνάντηση με τους άλλους καθίσταται ολοένα και περισσότερο αδύνατη. Η απελευθέρωση του ασυνειδήτου συνιστά για τους σουρεαλιστές μια έξοδο προς τα μέσα, μια εύρεση του άλλου μέσα στον εαυτό και μια απόπειρα, μέσω της άφεσης στη ροή του παραληρήματος, ανασύστασης μιας ανθρώπινης κοινότητας που έχει διαρραγεί από το χρηστικό πνεύμα, τον καταναλωτισμό και τις διάφορες μορφές καταπίεσης. Η παρατεταμένη απομόνωση γίνεται ο σκοτεινός καταλύτης για την παραβίαση των ορίων μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας στους πίνακες της Δωροθέας Τάνινγκ, για το ζωντάνεμα των μυθικών πλασμάτων της κελτικής παράδοσης που περιδιαβάζουν τους καμβάδες της Λεονόρα Κάρινγκτον, για την εξάτμιση του δομημένου εγώ σε ροές αισθήσεων και συμπιλήματα μορφών.

Ταυτόχρονα, η πολιτική αίθουσα της έκθεσης περιλαμβάνει έργα τα οποία, μεταξύ άλλων, καταγγέλλουν την αποανθρωποποίηση που προκαλεί η κυριαρχική πολιτική βία, όπως το «Χτυπήματα από κλομπ» («Coups de Bâtons», 1937) του Mayo/Antoine Malliarakis. Ως κίνημα με βασική επιδίωξη την πραγμάτωση κάθε είδους ελευθερίας, ο σουρεαλισμός ήταν ο ίδιος ένας τρόπος πολιτικής δράσης, ο οποίος δεν κατηύθυνε την ανατρεπτική του δύναμη μόνο ενάντια στην εκάστοτε εκπεφρασμένη εξουσία, αλλά και στα ίδια τα φιλοσοφικά θεμέλια του πολιτισμού πάνω στον οποίο αυτή βασίζεται.

Ο σουρεαλισμός παραμένει ένα κίνημα γόνιμο στον βαθμό που εγγυητικός παράγοντας για τη διαιώνιση της καταπίεσης παραμένει η κενή απόσταση ανάμεσα στους ανθρώπους.